Οι παντός είδους συγκρίσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας μας. Προφανώς και δεν μπορεί να συγκριθεί η αφεντιά μας με τον... Μπραντ Πιτ, σαφώς και πρέπει να υπάρχει κοινός παρονομαστής για να προκύψει νόημα στην όποια σύγκριση, πλην όμως όσο αναλύει κανείς τα δεδομένα τόσο (θα) καταλήγει στη μοναδικότητα του καθενός (μας).
Ο Λιονέλ Μέσι έχει αρκετά κοινά με τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Είναι και οι δυο Αργεντίνοι. Εβγαλαν αμφότεροι μία χώρα στους δρόμους κατακτώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο. Αποτελούν ποδοσφαιρικά ινδάλματα για εκατομμύρια κόσμου. Αριστερό πόδι, ασύλληπτο, φαντασία και εμπνεύσεις εκθαμβωτικές.
Εχουν ωστόσο και πολλές διαφορές. Ο Μέσι δεν ήταν παιδί του δρόμου. Δεν έμπλεξε με τη μαφία. Δεν έκανε καταχρήσεις. Τίποτα το «μεμπτό». Ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά στη θαλπωρή της «Μασία» στη Βαρκελώνη και υπήρξε εξ αρχής ένα σπάνιο έργο τέχνης, με έλλειμμα ποδοσφαιρικής μαγκιάς σε σχέση με τον ποδοσφαιρικό του πατέρα. Η ποδοσφαιρική μαγκιά έτρεχε απ’ τα μπατζάκια του «αληταρά» Ντιέγκο, ο Μέσι ωστόσο έγραψε τη δική του ιστορία και είμαστε πολύ τυχεροί που ως γενιά θαυμάσαμε το μοναδικό του ταλέντο και την ποδοσφαιρική του εξέλιξη μέχρι την ολοκλήρωσή της μέσω της ονειρικής κατάκτησης του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ο Μέσι είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έδινε την εντύπωση ότι είναι βγαλμένος από playstation. Εκανε ενέσεις αυξητικής ορμόνης από τα 11 του χρόνια, μια και το ύψος του δεν έφτανε καν τα 1,50 εκ. και επέλεξε την Μπαρτσελόνα εξαιτίας της διαβεβαίωσης που έδωσε στην οικογένειά του για την παροχή της απαιτούμενης ιατρικής βοήθειας. Μέχρι να πάει στη «Μασία» μεγάλωσε σε ένα φτωχικό περιβάλλον, με μητέρα καθαρίστρια και πατέρα εργάτη, οι κόποι των οποίων δικαιώθηκαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Τώρα πια, μετά τον προσωπικό του θρίαμβο στο Μουντιάλ του Κατάρ με την Αργεντινή, δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει: ο Μέσι έχει κερδίσει με το σπαθί του μία θέση μεταξύ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μαγκιά του.