Οι τελευταίες εξελίξεις, με την προσπάθεια των εργοδοτικών οργανώσεων να ανασυνθέσουν (καταργώντας την αρχή της ομοφωνίας) το Σώμα Μεσολαβητών και Διαιτητών στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, τον ΟΜΕΔ, που αποτελεί το ύστατο θεσμικό κατώφλι για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε ένα περιβάλλον άπνοιας συλλογικών διαπραγματεύσεων, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης καίρια ερωτήματα:
Μπορεί να ξεπεραστεί η αποδόμηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας για αξιοπρεπείς μισθούς; Είναι δυνατόν και πώς να ξεπεραστεί η μονοκρατορία των ατομικών συμβάσεων και να ενεργοποιηθούν οι δημοκρατικοί εργασιακοί θεσμοί του νόμου 1876 «για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» που ομόφωνα στήριξαν όλα τα κόμματα το 1990, με τη ΓΣΕΕ αλλά και την τότε ηγεσία του ΣΕΒ, σε μία ιστορική και σπάνια στιγμή, αλλά μπήκαν στον πάγο από την περίοδο των μνημονίων;
Με αυτά τα ερωτήματα απευθυνθήκαμε στον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ Ιωάννη Κουκιάδη, ο οποίος τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, αφιερώθηκε στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών για τις εργασιακές σχέσεις. Ως ο πρώτος πρόεδρος του ΟΜΕΔ για 2 τετραετίες από το 1991, ως επικεφαλής των Επιτροπών που συνέταξαν το θεσμικό πλαίσιο του ν. 1876 κι ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εργασίας (αντικαθιστώντας τον Απόστολο Κακλαμάνη) στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα -για να μην απαριθμήσουμε το όλο συγγραφικό και ακαδημαϊκό έργο και τις θέσεις ευθύνης που ανέλαβε σε άλλους τομείς- υπερασπίστηκε πάντα από θέσεις αρχής, που δεν απέκλειαν όμως και τον παράγοντα «ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων» και της οικονομίας, τον θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
● Ποιοι είναι οι αιτίες που καθιστούν τόσο δύσκολες και σπάνιες σήμερα τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) ακόμη και σε κλάδους που είχαν μεγάλη παράδοση όπως για παράδειγμα είναι το λιανικό εμπόριο, ο δημοσιογραφικός κλάδος και άλλοι.
Είναι πλήρως διαπιστωμένη η μείωση των ΣΣΕ που άρχισε με την κρίση και τις μνημονιακές ρυθμίσεις, κυρίως με τις ρυθμίσεις για την υπεροχή των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και για την κατάργηση της μετενέργειας, που οδήγησαν στην έντονη απροθυμία των εργοδοτών για σύναψη ΣΣΕ. Ωστόσο, το πρόβλημα της μείωσης σύναψης ΣΣΕ δεν πρέπει να περιοριστεί στις υφιστάμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά συνδέεται με τα νέα δεδομένα στις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου και την ανάδειξη νέων θεματικών προς διαπραγμάτευση. Αυτές βρήκαν απροετοίμαστες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να τις αντιμετωπίσουν. Η μείωση των κοινών συμφερόντων εργαζομένων με τις νέες μορφές εργασίας, η αδυναμία συμπερίληψης κοινών ρυθμίσεων εργαζομένων με το παραδοσιακό σύστημα με τους εργαζομένους στις νέες πολλαπλές μορφές εργασίας, που δημιουργούν διάχυτη και ετερόκλητη ανασφάλεια, έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία συμπερίληψης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των αντίστοιχων συμφερόντων. Ακόμη, η σύνδεση της βελτίωσης των όρων εργασίας με την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της επιχειρήσεως και ορισμένες άλλες εξελίξεις στο παραγωγικό σύστημα, που δεν μπορούν να αναπτυχθούν στη θέση αυτή, εμπόδισαν την ανεύρεση κοινών λύσεων με διάλογο. Τελικά, από πλευράς εργοδοτών διαμορφώθηκε με τρόπο έκδηλο η άρνηση για σύναψη ΣΣΕ και από την πλευρά των εργαζομένων αναδείχθηκε με έντονο τρόπο η μείωση της διαπραγματευτικής εξουσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
● Μπορεί και σε ποιο βαθμό να συμβάλει, στην ενίσχυση των ΣΣΕ, η πρόσφατη Οδηγία της Ε.Ε. για επαρκείς κατώτατους μισθούς;
Η αποδόμηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι έκδηλη στο σύνολο της Ε.Ε. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ε.Ε. ενόψει της νέας αυτής κατάστασης υποχρεώθηκε να εκδώσει την Οδηγία 2022/2041 για τη διασφάλιση επαρκών μισθών ως κατώτατων μισθών και με στόχο την κάλυψη 80% των εργαζομένων από ΣΣΕ. Ομως αυτή περιορίζεται σε κατευθυντήριες οδηγίες και αφήνει στα κράτη-μέλη να επινοήσουν και να εφαρμόσουν σχέδια δράσης, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Το σημαίνον από την Οδηγία αυτή είναι ότι τα κράτη–μέλη πρέπει να αναζητήσουν τα πρόσφορα μέτρα για την επίτευξη του παραπάνω στόχου με βάση τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
«Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας παραμένει ο βασικός θεσμός για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής»
● Στον βαθμό που οι εργοδοτικές οργανώσεις πεισματικά αρνούνται να καθίσουν στο τραπέζι των συλλογικών διαπραγματεύσεων ποιος είναι ο ρόλος του ΟΜΕΔ, των μεσολαβητών και των διαιτητών;
Για την Ελλάδα, στην οποία το παραγωγικό σύστημα κυριαρχείται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και από την πλευρά των εργαζομένων από τον ομοιοεπαγγελματικό συνδικαλισμό, είναι ιδιαίτερα έντονη η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής εξουσίας για σύναψη ΣΣΕ. Στο πλαίσιο της πραγματικότητας αυτής κατά πρώτο λόγο τα κύρια μέσα για τη σύναψη ΣΣΕ είναι η καθιέρωση του θεσμού συμφιλίωσης, με αντίστοιχη πρόβλεψη της υποχρέωσης συμφιλίωσης, η ενίσχυση του θεσμού μεσολάβησης σε περίπτωση αποτυχίας της συμφιλίωσης και η διατήρηση της απειλής μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία ως έσχατο μέσο. Και για τους τρεις αυτούς θεσμούς κυρίαρχος είναι ο ρόλος του ΟΜΕΔ, για τον βασικό λόγο ότι η σύστασή του και η λειτουργία του στηρίζονται στη συνεργασία εργοδοτών και εργαζομένων. Ο ΟΜΕΔ παραμένει ο βασικός θεσμός για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, για την οποία σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις της οικονομικής πολιτικής έχουν κοινό συμφέρον εργοδότες, εργαζόμενοι και κράτος.
● Γιατί δημιουργήθηκε ο ΟΜΕΔ, ποια ανάγκη τον γέννησε και ποιες οι εργοδοτικές αντιρρήσεις ;
Η ίδρυση του ΟΜΕΔ αποτελεί την πρώτη θεσμική ρύθμιση εκσυγχρονισμού που επιτεύχθηκε με κοινή συμφωνία όλων των πολιτικών κομμάτων, αλλά και με συναίνεση των εργοδοτών, στην οποία κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΕ. Η κεντρική ιδέα ήταν η δημιουργία ενός αυτόνομου οργανισμού, απεξαρτημένου από κρατικές παρεμβάσεις, ως συμπληρωματικού μέσου προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία του εγχειρήματος υπήρξε καταφανής, όπως καταδεικνύεται από τη μέχρι σήμερα μακρά διαδρομή του και από το γεγονός ότι έτυχε σεβασμού από όλους τους κοινωνικούς εταίρους.
Το κρίσιμο σημείο στην όλη λειτουργία του, που αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβητήσεων από μία μερίδα σκληρών εργοδοτών, ήταν η πρόβλεψη της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία από εργοδότες και εργαζόμενους, που στην πράξη αξιοποιήθηκε κυρίως από τους εργαζομένους. Η κύρια θέση της αμφισβήτησης ήταν η υπονόμευση των ελεύθερων διαπραγματεύσεων. Η θέση αυτή παρανοούσε το γεγονός ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία δεν προβλέφθηκε ως μέσο υποκατάστασης των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά ως μέσο διασφάλισης κατώτατων όρων εργασίας για τις διάφορες κατηγορίες εργαζομένων στις περιπτώσεις που ήταν έκδηλη η αδυναμία σύναψης ΣΣΕ. Ουσιαστικά απέτρεπε ή περιόριζε, κάτι το οποίο παραβλέπεται, τον κυρίαρχο ρόλο της κρατικής εξουσίας στη διαμόρφωση των όρων εργασίας. Με την έννοια αυτή διασφάλιζε και τη σωστή εφαρμογή του άρθ. 22 §2, με βάση το οποίο οι γενικοί όροι εργασίας καθορίζονται με νόμο και απλώς συμπληρώνονται με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Για τον λόγο αυτόν και η συναίνεση των εργοδοτών στην πρόβλεψη μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία δεν ήταν περιστασιακή, γιατί διέκριναν κι αυτοί ότι το συμφέρον τους ήταν η απομείωση της κρατικής παρέμβασης.
● Είναι συνταγματική η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία; Τι ισχύει σήμερα;
Οι αμφισβητήσεις για τη συνταγματικότητα της νομοθετικής ρύθμισης για δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία αποτέλεσε αντικείμενο έντονων δικαστικών αγώνων από μερίδα εργοδοτών, αλλά όχι από τον ΣΕΒ. Τελικά αναγνωρίστηκε η συνταγματικότητα του θεσμού. Η αδυναμία της αρχικής νομοθετικής ρύθμισης, που προέβλεπε τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία ως έσχατο μέσο, ήταν ότι δεν καθόριζε τα κριτήρια του έσχατου μέσου. Yστερα από διαδοχικές ρυθμίσεις, τελικά ο νόμος 4635/2019 καθόρισε επακριβώς τους όρους μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και την κατέστησε ουσιαστικά έσχατο μέσο επίλυσης των συλλογικών διαφορών. Οι όροι προσφυγής στη μονομερή διαιτησία σήμερα είναι ιδιαίτερα αυστηροί, με αποτέλεσμα να έχει απομειωθεί ο ετήσιος αριθμός διαιτητικών αποφάσεων, που πλέον είναι μονοψήφιος. Ειρήσθω εν παρόδω η διαμάχη αφορούσε την προσφυγή μονομερούς διαιτησίας για τον καθορισμό κατώτατων όρων εργασίας κι όχι για τις άλλες δύο περιπτώσεις, που είναι ο καθορισμός προσωπικού ασφαλείας στην περίπτωση της απεργίας και η προσφυγή στον δημόσιο διάλογο.
Θα πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι οι διαιτητικές αποφάσεις που εκδόθηκαν δεν ανέτρεψαν την κυρίαρχη κάθε φορά εισοδηματική πολιτική, γιατί οι καθοριζόμενοι όροι εργασίας είχαν ως πιλότο τις εθνικές γενικές ΣΣΕ που συνάπτονταν συνήθως κάθε δύο έτη. Γι’ αυτό άλλωστε οι διαιτητικές αποφάσεις εκδίδονταν συνήθως μετά τη σύναψη των συμβάσεων αυτών. Ουσιαστικά από τη μελέτη των διαιτητικών αποφάσεων προκύπτει ότι βασική μέριμνα ήταν η προσαρμογή μισθών στην αύξηση του πληθωρισμού και η εναρμόνιση των αυξήσεων με την οικονομική ανάπτυξη.
● Ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις από την περαιτέρω αποδυνάμωση του ΟΜΕΔ ;
Είναι σαφές ότι η αποδυνάμωση του ρόλου του ΟΜΕΔ στη χώρα μας με την κυριαρχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και για όσο διάστημα δεν είναι ορατή η σύσταση ισχυρών συνδικαλιστικών οργανώσεων και με την αποδυνάμωση του ομοιοεπαγγελματικού συνδικαλισμού, θα οδηγήσει στην κυριαρχία των μηδενικών αυξήσεων. Αλλωστε, ιστορικά, η θέση ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία αντιστρατεύεται στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, που, καταρχάς, είναι και θέση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, βασίστηκε στο γεγονός ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία ήταν μέσο για την απαγόρευση των απεργιών. Από τη στιγμή που η ελληνική ρύθμιση για τον ΟΜΕΔ δεν θέτει περιορισμό για την προσφυγή στην απεργία, η μόνη συνέπεια από τη ρύθμιση αυτή είναι η απροθυμία από τους ίδιους τους εργαζομένους για επίλυση της συλλογικής διαφοράς με συγκρούσεις. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι αυτοί που επιμένουν στην κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία οφείλουν να διατυπώσουν εναλλακτική λύση, προκειμένου το σύγχρονο παραγωγικό σύστημα να διασφαλίσει την κατά το δυνατόν αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων, η οποία είναι πλέον βασική επιδίωξη της σύγχρονης οικονομικής πολιτικής, όπως χαρακτηριστικά αναγνωρίζεται και από τη Διεθνή Οργάνωσης Εργασίας και από την Ε.Ε.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας