Μια παράδοξη συγκυρία χθες έφερε, τουλάχιστον επικοινωνιακά, τον κόσμο της εργασίας και τον κόσμο του κεφαλαίου τον έναν απέναντι στον άλλο. Για πολλούς, αυτό το σχήμα αντιμετώπισης της οικονομίας και της κοινωνίας είναι παρωχημένο, «ντεμοντέ».
Ωστόσο, διαβάζοντας κανείς από τη μια πλευρά την έρευνα της MRB για λογαριασμό του ΣΕΒ που παρουσιάστηκε χθες, ακούγοντας την «ερμηνεία» της από τον πρόεδρο του Συνδέσμου κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο, βλέποντας από την άλλη πλευρά τα αποκαλυπτικά ευρήματα της έρευνας του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την «Ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα», αντιλαμβάνεται ότι αυτή η ξεχασμένη, εν υπνώσει αντίθεση «κεφαλαίου και εργασίας» είναι οδυνηρά παρούσα ακόμη και σε απλά, καθημερινά ζητήματα όπως ο χρόνος εργασίας και η διευθέτησή του, σε ένα μικρό εμπορικό κατάστημα 2-3 υπαλλήλων ή σε μια μεγάλη βιομηχανία με εκατοντάδες εργαζόμενους.
Ο Σπ. Θεοδωρόπουλος
Σχολιάζοντας τα βασικά ευρήματα της έρευνας της MRB για τον ΣΕΒ «Ο σφυγμός του επιχειρείν», ο Σπ. Θεοδωρόπουλος είπε κάτι χαρακτηριστικό: «Δεν μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί σε πραγματικούς όρους. Δεν θα αυξηθούν αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα. Πρέπει να επενδύσουμε, οι εργαζόμενοι πρέπει να μας δώσουν καλύτερες μορφές ευελιξίας και εμείς να τους δώσουμε καλύτερους μισθούς». Είναι προφανές ότι από τα τρία ρίσκα της οικονομίας που ιεραρχεί ο ΣΕΒ -κλιματική κρίση, καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων, διεθνής ρευστότητα- αυτό που μπορεί να επηρεάσει άμεσα, οι «μεταρρυθμίσεις», σε μεγάλο βαθμό αφορούν την «ευελιξία στην εργασία», πέρα από όση έχει προσφέρει η κυβέρνηση της Ν.Δ. από το 2019 με αλλεπάλληλα νομοσχέδια και, κυρίως, με τη διατήρηση των συλλογικών συμβάσεων στη βαθιά κατάψυξη.
Βεβαίως, ακόμη και μεταξύ των 647 επιχειρήσεων όλων των μεγεθών που μετείχαν στην έρευνα του ΣΕΒ, η ευελιξία που ζητεί ως «αντιπαροχή» για μισθολογικές αυξήσεις ο πρόεδρός τους δεν ιεραρχείται ως μείζον εμπόδιο στην ανάπτυξή τους. Για την ακρίβεια, η «έλλειψη ευελιξίας στην εργασία» κατατάσσεται 14ο ανάμεσα σε 15 εμπόδια που προκαλούν «μεγάλη ή πολύ μεγάλη δυσκολία» στις επιχειρήσεις.
Ισως αυτή η σχετικά χαμηλή αξιολόγηση ως σημαντικού εμποδίου της «έλλειψης ευελιξίας», από το 35,1% των επιχειρήσεων, έναντι σχεδόν 70% που θεωρούν μεγάλο εμπόδιο «φόρους και εισφορές στην εργασία» ή «το κόστος ενέργειας», αποκαλύπτει ότι ακόμη και οι μικροί ή μεγάλοι εργοδότες ξέρουν ότι υπάρχει άφθονη, σε βαθμό αυθαιρεσίας, ευελιξία στους χώρους εργασίας, φυσικά εις βάρος των εργαζόμενων.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Αυτή την πραγματικότητα που ζουν καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι αποτυπώνει η έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες, χωρίς βέβαια την ευρύτητα αναπαραγωγής στα εγχώρια ΜΜΕ που έτυχε η «παράλληλη έρευνα» του ΣΕΒ. Η μελέτη του ΙΝΕ αφορά την «ποιότητα της εργασίας» και ιδιαίτερα τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Πάνω από τους μισούς εργαζόμενους δηλώνουν πως δουλεύουν παραπάνω ώρες από αυτές που ορίζουν οι συμβάσεις τους, που φτάνουν έως και 10 ώρες τη βδομάδα. Το 49% από όσους δουλεύουν υπερωριακά αναφέρουν πως δεν αμείβονται για την υπερεργασία τους και το 16% πως αμείβονται μόνο για μέρος της. Το 56% δηλώνει ότι δουλεύει ένα ή δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα, το 18% ότι δουλεύει νύχτα τουλάχιστον μία φορά τον μήνα και το 9% ότι αλλάζει συχνά βάρδια χωρίς προειδοποίηση. Ενας στους τέσσερις εργαζόμενους αναγκάζεται να δουλέψει και στον ελεύθερο χρόνο του για να ανταποκριθεί στις εργασιακές υποχρεώσεις του.
Ενώ λοιπόν παρέχεται άφθονη -και προφανώς παράνομη- ευελιξία υπέρ της επιχείρησης, δεν ισχύει το ίδιο όταν είναι ο εργαζόμενος που ζητάει κάποια «ευελιξία» στον εργάσιμο χρόνο για λόγους προσωπικούς ή οικογενειακούς. Το 13% αδυνατεί να πάρει άδεια λίγων ωρών, το 45% αναφέρει πως ελάχιστες φορές κι όταν είναι μεγάλη ανάγκη, ενώ το 45% δυσκολεύεται από εντελώς έως μέτρια να ορίσει τις μέρες των ρεπό του, σε συνεννόηση με εργοδότες ή προϊσταμένους.
«Τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν επιπλέον διαστάσεις της χαμηλής ποιότητας και της αντικοινωνικής και αντιπαραγωγικής οργάνωσης του χρόνου εργασίας, περιλαμβάνοντας με υψηλά ποσοστά τύπους εργασίας όπως η εργασία το Σαββατοκύριακο, τη νύχτα, στον ελεύθερο χρόνο ή με απροειδοποίητη αλλαγή βάρδιας, που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ευημερία των εργαζομένων», επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης, ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Χρήστος Γούλας και η επιστημονική συνεργάτιδα, διδάσκουσα στο ΕΚΠΑ, Στέλλα Μιχοπούλου. Και υπογραμμίζουν την ανάγκη λήψης μέτρων και υλοποίησης ρυθμιστικών παρεμβάσεων για την προστασία της εργασίας σε πολλά επίπεδα, τα οποία περιλαμβάνουν το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση, τον κλάδο δραστηριότητας, το μέγεθος των επιχειρήσεων, καθώς υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις, με τις γυναίκες και τους νεότερους εργαζόμενους αισθητά πιο εκτεθειμένους σε απλήρωτη υπερεργασία ή σε υπερβολική ευελιξία του ωραρίου τους.
Επιστρέφοντας στην πλευρά των επιχειρήσεων, είναι αξιοσημείωτο πως η πλειονότητά τους (72,4%) προβλέπουν ότι θα κρατήσουν όλο το προσωπικό τους, έναντι 20% που θα το αυξήσουν και μόλις 4,3% που βλέπουν απολύσεις εντός του έτους. Εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι πάνω από τις μισές (52%) σκοπεύουν να δώσουν αυξήσεις, με τη βιομηχανία μάλιστα να εκφράζει τέτοια πρόθεση σε ποσοστό σχεδόν 80%, ενώ στο ερώτημα «γιατί θα δώσετε αυξήσεις» πάνω από το 62% αναφέρουν την επιβράβευση της απόδοσης των εργαζομένων και το 47,4% για να μη χάσουν υπαλλήλους.
Είναι προφανές ότι, πέραν του χάσματος που χωρίζει τους εργαζόμενους από τους εργοδότες τους ως προς την αντίληψη του κανονικού χρόνου εργασίας και της δίκαιης αμοιβής της, υπάρχει και μια σημαντική απόκλιση ανάμεσα στο πώς βλέπει τα πράγματα η «βάση» της επιχειρηματικότητας κάθε μεγέθους, σαφώς πιο ικανοποιημένη από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, και στο πώς τα αντιλαμβάνεται η συνδικαλιστική ηγεσία των επιχειρήσεων και δη των μεγαλύτερων που εκπροσωπεί ο ΣΕΒ.
Αν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καταλαβαίνουν ότι για να διατηρήσουν τους ανοδικούς τζίρους τους και να ικανοποιήσουν τις μικρές και μεγάλες προσδοκίες τους, πρέπει στοιχειωδώς να έχουν ικανοποιημένους ή όχι ακραία πιεσμένους εργαζόμενους, γιατί η κορυφή του επιχειρείν θέλει ακόμη περισσότερο λάστιχο τους εργαζόμενους και τα ωράριά τους; Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αυτή η προβολή της απαίτησης για «μεταρρυθμίσεις» υπέρ της αύξησης της παραγωγικότητας και της μεγαλύτερης ελαστικοποίησης του εργάσιμου χρόνου είναι ένας διαπραγματευτικός «εκβιασμός» ενόψει του διαλόγου για τη νεκρανάσταση των συλλογικών συμβάσεων.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας