«Λεφτά υπάρχουν» και μάλιστα περισσότερα από ποτέ, τις τελευταίες δεκαετίες. Περίπου 70 δισ. ευρώ θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΤΑ, αγγλιστί RRF) και από το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027.
Υπολογίζοντας και τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, μαζί με τη… συνήθη μόχλευση μέσω των αγορών, θα ξεπεράσουν τα 120 δισ. ευρώ, ποσό που προσεγγίζει το 60% του ελληνικού ΑΕΠ το 2022!
Το ερώτημα είναι αν ο πακτωλός αυτός πόρων θα γιατρέψει τα μείζονα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας ή θα τα συγκαλύψει μέσα στη φαντασμαγορία ενός «πάρτι» κερδών για τον ιδιωτικό τομέα, για να εμφανιστούν στην πρώτη δύσκολη στροφή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Επί σχεδόν μία 15ετία και μέχρι και το 2008, η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με μέσο ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 3,5%, αλλά, μετά τη διεθνή κρίση του 2008 και έως τα τέλη του 2009, αποκαλύφθηκε με θεαματικό και ταυτόχρονα οδυνηρό τρόπο ότι τα θεμέλια αυτής της ανάπτυξης ήταν τόσο σαθρά, ώστε να γίνει η Ελλάδα το διεθνές αντιπαράδειγμα έλλειψης -αν μη τι άλλο- ανθεκτικότητας. Υπάρχουν λόγοι τέτοιας ανησυχίας; Υπάρχουν και είναι δύο ειδών:
Πρώτον, τα σύννεφα πάνω από τη διεθνή οικονομία εξακολουθούν να είναι βαριά και οι προβλέψεις για νέα διεθνή οικονομική κρίση, χειρότερη από αυτή του 2008, διατυπώνονται από τα χείλη «γκουρού» της αγοράς αλλά και θεσμικών επενδυτών. Μια νέα μεγάλη δοκιμασία για τη διεθνή οικονομία, που για την ελληνική θα είναι πολύ μεγαλύτερη, δεν είναι… επιστημονική φαντασία αλλά… ευυπόληπτη υπόθεση εργασίας.
Δεύτερον, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης από το 2019 (με την εξαίρεση της πανδημικής «παρένθεσης» του 2020) όχι μόνο δεν γιάτρεψαν βασικά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας αλλά, αντίθετα, αυτά μεγεθύνθηκαν.
Διαρθρωτικό έλλειμμα
Μία από τις σημαντικότερες διαρθρωτικές αδυναμίες που «έλαμψε» το 2021 και το 2022 είναι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αποκαλύπτει υψηλό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και συνεπάγεται υψηλές ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας. Οταν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης μιας οικονομίας προϋποθέτουν και συνεπάγονται υψηλή εξωτερική χρηματοδότηση, η ανάπτυξη είναι απόλυτα εξαρτώμενη από ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες και διεθνή κεφάλαια.
Για όσο υπάρχει πλημμυρίδα τέτοιων κεφαλαίων, όλα μοιάζουν θαυμάσια. Οταν όμως έρθει η άμπωτη, τότε εμφανίζονται όλα τα «κουφάρια» που είχε σκεπάσει το νερό –και έρχεται η κρίση.
Οπως δείχνουν τα παρατιθέμενα στοιχεία, σε δύο μόλις χρόνια υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, το 2021 και 2022 (στη δεύτερη περίπτωση, βοηθούντος και του υψηλού πληθωρισμού), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτινάχτηκε, από 1,5% του ΑΕΠ το 2019, σε 9,7% του ΑΕΠ το 2022, επιστρέφοντας σε τάξη μεγέθους παραπλήσια με αυτή του 2010!
Το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών πιέζει τους ρυθμούς ανάπτυξης προς τα κάτω. Ωστόσο, ούτε τα πρώτα στοιχεία για το 2023, που οι εκτιμώμενοι ρυθμοί ανάπτυξης αναμένεται ότι θα μειωθούν σημαντικά σε σχέση με το 2022, είναι ενθαρρυντικά.
Τα στοιχεία της ΤτΕ για τον Μάρτιο του 2023 διέλυσαν την αρχική αισιοδοξία που είχε δημιουργήσει η μείωση του ελλείμματος το δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου. Τον Μάρτιο του 2022, οι εξαγωγές ήταν 7.126,4 εκατ. ευρώ και τον Μάρτιο του 2023 7.334,5 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές, αντίστοιχα, 4.052,3 και 4.723,7 εκατ. ευρώ. Τον ίδιο μήνα, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε οριακά από 2.520,1 σε 2.402,7 εκατ. ευρώ.
Η σχέση ανάμεσα σε εισαγωγές και εξαγωγές βελτιώνεται οριακά, το ίδιο και το ισοζύγιο. Αν μια πτώση των ρυθμών ανάπτυξης μεγαλύτερη από 50% (από 5,6% το 2022 σε 2%-2,5% το 2023) έχει αυτά τα οριακά οφέλη στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, τότε το ΑΕΠ θα πρέπει να συμπιεστεί ακόμη περισσότερο προς τα κάτω, για να αποκλιμακωθεί ουσιαστικά το έλλειμμα στο ισοζύγιο.
Οτι οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δεν «σηκώνουν» υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τεκμαίρεται και από τα στοιχεία της Κομισιόν για το Δυνητικό ΑΕΠ και το Παραγωγικό Κενό. Δυνητικό είναι το ΑΕΠ που πάνω από τα επίπεδά του εκδηλώνονται σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Παραγωγικό Κενό είναι η «απόσταση» ανάμεσα σε πραγματικό και Δυνητικό ΑΕΠ.
Τα παρατιθέμενα στοιχεία δείχνουν ότι το 2023 (βάσει πάντα των προβλέψεων της Κομισιόν) θα έρθει στα επίπεδα του πραγματικού και το Παραγωγικό Κενό θα γίνει θετικό. Αυτά σημαίνουν ότι η ελληνική οικονομία το 2023 θα πιάσει το «όριο αντοχής» πέρα από το οποίο οι διαρθρωτικές αδυναμίες μεγεθύνονται και δεν αποκλιμακώνονται.
Αν και το 2023 η αποκλιμάκωση του ελλείμματος του ισοζυγίου είναι μικρή και άρα μη ουσιαστική, το συμπέρασμα θα είναι ακόμη πιο τεκμηριωμένο: η ελληνική οικονομία έχει έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που είτε θα την καθηλώσει σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για μεγάλη περίοδο είτε θα σωρεύσει τα υλικά για μια νέα μεγάλη κρίση την «κατάλληλη» στιγμή που θα εκδηλωθεί βίαια μια νέα διεθνής οικονομική αστάθεια.
Και τότε θα έχει πρόβλημα τόσο ο ιδιωτικός τομέας όσο και οι δημοσιονομικές ισορροπίες. Το γεγονός ότι οι δεύτερες ευνοήθηκαν από τον υψηλό πληθωρισμό, που αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα δημιουργεί πρόσκαιρα την εικόνα «ενάρετου κύκλου», αλλά, όπως προειδοποίησε πρόσφατα και η UBS με έκθεσή της, ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται και αυτό το «μπόνους» θα μετριαστεί και θα εκλείψει. Αν δεν εκλείψει, αυτό θα σημαίνει ότι βαδίζουμε σε μακρά περίοδο ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, οπότε τα προβλήματα θα επανέλθουν από άλλο δρόμο –και μάλιστα πολύ σοβαρότερα.