Αν και αφορούν το 2020, τα στοιχεία της Eurostat για τις πηγές από τις οποίες αντλεί ενεργειακούς πόρους η Ε.Ε. είναι αντιπροσωπευτικά της τεράστιας εξάρτησής της. Το 58% της ενέργειας που καταναλώνουν οι 27 χώρες της Ε.Ε. κάθε χρόνο -16 εκατ. γιγαβατώρες το 2020- βασίζεται σε εισαγόμενους πόρους και από αυτούς το 24,4% προέρχεται από τη Ρωσία.
Μόλις το 42% των ενεργειακών αναγκών της Ε.Ε. καλύπτεται από δικούς της πόρους και εγχώρια παραγωγή. Κύρια συνιστώσα της εξάρτησής της, άλλωστε, είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ενέργειας βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα -35% στο πετρέλαιο και τα προϊόντα του, 24% στο φυσικό αέριο και 11% στα στερεά ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης κ.ά.)-, 17% σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και 13% στην πυρηνική ενέργεια.
Η Ρωσία καλύπτει το 24% των αναγκών της Ε.Ε. σε ορυκτά καύσιμα, αν και ειδικά στο φυσικό αέριο το ποσοστό ανεβαίνει στο 41%. Μάλιστα, το 2020 η Ρωσία κάλυψε το 46% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ε.Ε., το 26% των εισαγωγών πετρελαίου και το 53% στερεών καυσίμων άνθρακα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα «λεπτομέρεια» στα στοιχεία της Eurostat για την Ελλάδα και τη βιαστική απολιγνιτοποίηση: Το 2020 η εξάρτηση της Ελλάδας από εισαγόμενες πηγές ενέργειας ήταν 81,4% (έναντι 57,5% της Ε.Ε.), το τέταρτο υψηλότερο μετά τις νησιωτικές Κύπρο και Μάλτα και το Λουξεμβούργο. Ενώ λοιπόν η Ελλάδα είναι 100% εξαρτημένη από εισαγόμενο αέριο και πετρέλαιο, καλύπτει το 90% των αναγκών της από τον εγχώριο λιγνίτη.