Πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο πλαίσιο της έκθεσης του Soloup με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο του «Ο Συλλέκτης: έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο», ημερίδα με τίτλο «Τα graphic novels: Απαιτητικές αφηγήσεις από μια ώριμη φόρμα των κόμικς». Σε αυτήν πήραν μέρος ως ομιλητές Ελληνες δημιουργοί κόμικς, σχεδιαστές, σεναριογράφοι, εκδότες, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι κ.ά. και αναπτύχθηκε ένας έντονος και γόνιμος διάλογος για τις κατευθύνσεις των σύγχρονων κόμικς και ιδιαίτερα αυτών που (αυτο;)χαρακτηρίζονται graphic novels.
Ο υπογράφων είχε την τιμή να πάρει μέρος στην ημερίδα και να υποστηρίξει την άποψη ότι ο όρος «graphic novel» στερείται νοήματος και περιεχομένου παρά τις αδιαμφισβήτητα καλές προθέσεις όσων τον χρησιμοποιούν. Προθέσεις, ωστόσο, που δεν έχουν και το ανάλογο αποτέλεσμα, καθώς η τεχνητή διάκριση που ακουσίως δημιουργείται ανάμεσα στα graphic novels και στα μη graphic novels οδηγεί σε κόμικς δύο ταχυτήτων χωρίς να υπάρχουν κριτήρια κανενός είδους για κάτι τέτοιο παρά μόνο η εκπεφρασμένη δήλωση ένταξης.
Εξηγούμαι: Λίγο – πολύ, είναι σαφές σε όλους τι είναι τα κόμικς. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός -και κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο και ούτε κατά διάνοια αρνητικό-, η συντριπτική πλειονότητα των open minded αναγνωστών και φιλότεχνων μπορεί να αναγνωρίσει με βάση κάποια στοιχειώδη μορφικά χαρακτηριστικά την τέχνη των κόμικς και να τη διακρίνει από κάθε άλλη, όσο κι αν τα σύνορα ανάμεσα στις τέχνες γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα και η ώσμωση ανάμεσά τους όλο και εντονότερη. Τα χαρακτηριστικά, όμως, είναι μορφικά, δεν αφορούν και δεν μπορεί να αφορούν το περιεχόμενο.
Επειτα από δεκαετίες απαξίωσης και απόδοσης πολλαπλών και ποικίλων κατηγοριών εναντίον τους με κλισέ διαφόρων ειδών [γλωσσική ένδεια, παραλογοτεχνία, υποκουλτούρα, φτηνή τέχνη, pulp, «μικυμάου», ξενόφερτο είδος (!) κ.ά.], τα κόμικς κατάφεραν να εδραιωθούν στο πάνθεον των τεχνών, να αποκτήσουν έναν (μη αξιολογικό) αριθμό («ένατη τέχνη») και να κατακτήσουν το κοινό που μπορεί να μην ντρέπεται πια να τα διαβάζει. Μπήκαν στα καθωσπρέπει βιβλιοπωλεία, εκτέθηκαν σε μουσεία και χώρους τέχνης, έγιναν αντικείμενο μεγάλων φεστιβάλ και συνεδρίων, απασχόλησαν και απασχολούν καθηγητές, διανοούμενους, κριτικούς, ιστορικούς και θεωρητικούς. Για ποιο λόγο θα πρέπει να επινοηθεί ένας νεοπαγής χαρακτηρισμός για κάποια από αυτά; Και με ποια κριτήρια;
Οταν ο Will Eisner το 1978 κυκλοφόρησε το «A Contract With God», χρησιμοποίησε τον όρο graphic novel για να περιγράψει το έργο του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε αλλά ήταν αυτή που τον έκανε ευρύτερα γνωστό με αποτέλεσμα να διαδοθεί η χρήση του, με αργούς ρυθμούς αλλά σταδιακά αυξανόμενη διείσδυση. Ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά χωρίς ιδιαίτερη αποδοχή.
Το παράδοξο είναι πως το βιβλίο του Eisner, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι θιασώτες του όρου, δεν είναι μια ενιαία εκτενής αφήγηση αλλά μια σπονδυλωτή ιστορία που συντίθεται από τέσσερις αυτοτελείς μικρότερες! Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όμως, ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται από όλο και περισσότερους δημιουργούς για να χαρακτηρίσει κόμικς που έχουν μεγαλύτερη έκταση από τα συνηθισμένα comic books των 24 σελίδων, κυκλοφορούν απευθείας σε τόμο χωρίς προηγουμένως να έχουν εκδοθεί σε συνέχειες και έχουν κατά κανόνα πιο ενήλικη θεματολογία.
Θεωρώ όλες αυτές τις διακρίσεις είτε τεχνικού τύπου είτε φορμαλιστικές. Ως προς την έκταση, ήδη από το 1828 ο Rodolphe Topffer είχε δημιουργήσει το «The Adventures of Obadiah Oldbuck», ένα βιβλίο που διαθέτει όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, ενάμιση αιώνα πριν από τον Eisner. Ο Harvey Kurtzman το είχε κάνει το 1959 με το «The Jungle Book» και καθαρά ενήλικο θέμα ενώ και άλλα βιβλία πριν από το 1978 θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο αλλά δεν το έπραξαν.
Η ανάγκη που κάλυψε η επινόηση ενός όρου κενού περιεχομένου ήταν περισσότερο η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού και η κατάκτηση των προκατειλημμένων απέναντι στα κόμικς έπειτα από δεκαετίες συνεχών επιθέσεων και διαρκούς αμφισβήτησης της αξίας τους ως μέσου και ως τέχνης από τους συντηρητικούς οπαδούς της καθαρότητας των τεχνών και από τους φοβικούς δασκάλους, φιλολόγους κ.λπ. ως προς την απώλεια των γλωσσικών δεξιοτήτων των παιδιών.
Το εκδοτικό μάρκετινγκ είχε βρει τον τρόπο να πλασάρει το κρέας σαν ψάρι ώστε να μη νιώθουν τύψεις οι καταναλωτές του και έτσι πολλά κόμικς έγιναν graphic novels. Οποιαδήποτε άλλη τεχνητή διάκριση δεν βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία ούτε σε καμιά (ανύπαρκτη) ουσιοκρατική ιδιότητα των graphic novels σε σχέση με τα «ταπεινά» κόμικς του παρελθόντος.
Η άπαξ έκδοση δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο ποιότητας και η θεματολογία (πράγματι όλο και πιο διευρυμένη κατά τις τελευταίες δεκαετίες) δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο ωριμότητας μιας τέχνης. Οι απόψεις περί της ύπαρξης μιας, τάχα, εξελικτικής αλυσίδας στην ιστορία της τέχνης και κατ’ επέκταση στην ιστορία της τέχνης των κόμικς που (υποτίθεται πως) οδηγείται σε όλο και καλύτερες, πιο ώριμες μορφές και θεματολογίες στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι παρωχημένες και ξεπερασμένες.
Τα κόμικς είναι κόμικς (κολλάει γάντι ο τίτλος της σειράς του Τάσου Μαραγκού «Ολα Είναι Κόμικξς») ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορούν.
Τα manga, για παράδειγμα, που κυκλοφορούν εβδομαδιαίως σε τόμους εκατοντάδων σελίδων, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν graphic novels σε συνέχειες; Ή μια σειρά comic strips, όπως το Krazy Kat του George Herriman που συνεχίστηκε επί 31 χρόνια ή τα Peanuts του Charles Schulz επί πενήντα χρόνια, δεν ήταν graphic novels και έγιναν ξαφνικά όταν συλλέχθηκαν σε τόμους;
Παρά τις αναμφίβολα καλές προθέσεις των χρηστών του όρου graphic novel και παρά τα αριστουργηματικά έργα που έχουν παραχθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες ενδυόμενα τον όρο, η ομπρέλα των «κόμικς» είναι πιο ασφαλής και πιο ειλικρινής.
Η απόπειρα να δοθεί ένα νέο όνομα σε κάτι που δεν είναι νέο ούτε ως προς τη μορφή του ούτε ως προς την έκτασή του ούτε ως προς το κοινό του ούτε ως προς τον τρόπο δημοσιοποίησής του, συσκοτίζει το παρελθόν του. Απαρνείται τις ρίζες του και χωρίς να το θέλει (ή ορισμένες φορές ακριβώς επειδή αυτό επιδιώκει με όρους ατομικού και οικονομικού συμφέροντος) τραβά μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ένα ποιοτικά υποδεέστερο «πριν» (τα κόμικς) και ένα πιο πλούσιο και αξιόλογο «τώρα» (τα graphic novels) προαναγγέλλοντας ένα μεσσιανικά επικείμενο νεφελώδες «μετά» που θα είναι καλύτερο ακριβώς επειδή έπεται των προηγούμενων.
Η ιστορία της τέχνης (και της ζωής των ανθρώπων) έχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό τέτοιες αντιλήψεις. Και όπως οι εποχές, έτσι και τα έργα τέχνης δεν μπορούν να κρίνονται με όρους «εξέλιξης» και «ωριμότητας».
Υ.Γ.: Η γλωσσοπλαστική ικανότητα των Ελλήνων έχει οδηγήσει σε μια σειρά νεολογισμών, άλλων επιτυχημένων και άλλων λιγότερο: εικονογραφηγήματα (από τον Πέτρο Μαρτινίδη), εικονιστορήματα, εικονιστορίες, εικοναφηγήματα, γραφικές νουβέλες, γραφιστικές νουβέλες και πάει λέγοντας. Θα προτιμήσουμε για πάντα τον όρο κόμικς. Άκλιτο και αμετάφραστο.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας