Αναζητώ σαν φρουμιασμένο λαγωνικό τα χνάρια παλαιών χρόνων, αναζητώ τις μυρωδιές του καυτού σίδερου και του βρεγμένου κάμποτου στο ραφτικό τραπέζι της μάνας μου, κασμίρια, φανέλες, μασουράκια, φόδρες, κουμπιά, δειγματολόγια, μυρωδιές φρεσκοκομμένου καφέ και θροΐσματα σατέν, σε μαστόρους, κόφτες, παντελονάδες, πουκαμισούδες, από τα ψηλά-ψηλά των βιοτεχνικών πολυκατοικιών της Αιόλου, μέχρι τα μυθικά ραφεία πάνω από την «Εστία», αντικριστά στον τρούλο του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, πλονζέ στον τρούλο των Αγίων Θεοδώρων, ακουμπιστά στον τρούλο της Χρυσοσπηλιώτισσας, με χρυσό φως, με τρεμάμενους κώνους σκόνης, κουρελάκια, κουβαρίστρες.
Προχωρούσα με μισόκλειστα μάτια στο χαμηλό ηλιόφως, στους προσφιλείς μου δρόμους Νικίου, Χρυσοσπηλαιωτίσσης, Αγίου Μάρκου, Κολοκοτρώνη, Ρόμβης, Θησέως, Λεωχάρους, Κλειτίου, Πραξιτέλους, Ανθιμου Γαζή, Καρύτση... Αναζητώ τη μυρωδιά, τον ήχο των γιορτών. Αναζητώ όσα κουβαλάω χαραγμένα στο πετσί μου από το 1960 έως και τα χρόνια του 2010.
Πλονζέ
Στα ρετιρέ της Χρυσοσπηλαιωτίσσης ακούω τη βραχνή φωνή του κυρίου Νίκου Μουτάφη, από τη Λέσβο, παλαιός ράφτης με πάθος τα ωδικά πτηνά, τα έχει βάλει να λιάζονται, τους μιλά κι απαντούν με σγουρές τρίλιες. Προσφέρει πάντα καφέ, αφήνει το μπρίκι πλάι στο φλιτζάνι.
Στου Καρύτση και στους Αγίους Θεοδώρους, βρίσκεται πάντα η γλυκεία μορφή του κυρίου Γιώργου Μιντζόπουλου, από την Ανδραβίδα, μέγας καλλιτέχνης στο ψαλίδι, χρυσοδάκτυλος στην πρόβα. Χαμογελά συγκρατημένα – όπως πάντα. Τουίντ σακάκι, πουλόβερ, γραβάτα, μουστάκι. Η ζωή του, περίληψη της μεταπολεμικής Ελλάδας:
[Δουλεύω από δώδεκα χρονώ, Σάββατο τέλειωσα το σχολείο, Δευτέρα πρωί έπιασα δουλειά. Στην Αθήνα ήρθα το ’53, μέναμε Σόλωνος 99, από κάτω πουλούσαν πιάνα, είχε κοριούς, παλεύαμε όλη νύχτα. Δεν σταμάτησα ούτε μια μέρα, μια φορά... Ούτε μια μέρα δεν πρόλαβα να κάτσω. Από το ’56 είχα δικό μου μαγαζί στην πλατεία Καρύτση, δεν έφυγα ποτέ από κει, την αγαπάω την Αθήνα, πήγα στη σχολή, δύο ψαλίδια έμαθα, γερμανικό, γαλλικό, ελάχιστοι ήξεραν ψαλίδι να βγάλουν ατομικό πατρόν, ποτέ δεν φοβήθηκα τη δουλειά, έφτιαξα το περιβόλι το πατρικό κάτω στο χωριό, πορτοκαλιές, λεμονιές, πήρα σπίτι, σπούδασα τα παιδιά...]
Αγαπημένε Γιώργο, στον πορτοκαλεώνα των ουρανών, πιο πολύ κι από την τέχνη σου θα σε θυμάμαι για τα μετρημένα λόγια σου, το χαμόγελο, την αντοχή σου.
Πόλη των εμπόρων
Η κυρία Βούλα πάντα φωτεινή, γλυκύτατη στο εργαστήριο υποκαμίσων της Ανθιμου Γαζή, με είχε στείλει ο κύριος Αρης από την Κλειτίου. Τρίτη γενιά έμπορος ο κύριος Αρης, καλοντυμένος, διάβαζε «Καθημερινή», κερνούσε καφέ, μου εξήγησε τη σημασία των υδάτινων πόρων διαχρονικά στην κατεργασία της ποπλίνας, έχει επισκεφθεί όλα τα ιστορικά υφαντουργεία της Ευρώπης. Και ο πολυφίλητος Μιχάλης Προμπονάς, εκ Νάξου, στην Αιόλου, πάντα ζωηρός, χαμογελαστός, με αστικές αφηγήσεις της μικρής Αθήνας.
Ο Σπύρος στο μέγαρο Τοσίτσα στην Κολοκοτρώνη, ο αειθαλής Κώστας στου Καρύτση, ο κύριος Γιώργος ο καλλιτέχνης παντελονάς στη Νικίου συγχωρέθηκε, μα παραμένει ακμαίος ο Βαγγέλης, αυτός μου λέει για απώλειες και εκδημίες, για το τέλος της πόλης των εμπόρων και των μαστόρων, των καλλιτεχνών του ψαλιδιού και της βελόνας.
Στην ταράτσα του Γαβριήλ
Στα ισόγεια βλέπω γραφεία επενδυτικών οίκων, real estate development funds, βλέπω εισόδους συγκροτημάτων ερμπιενμπί με αγγλοσαξονικούς τίτλους και κάμερες ασφαλείας, βλέπω αναρίθμητα τα καφενεία και τα τουριστάδικα.
Δειλά πηγαίνω στη Χρυσοσπηλαιωτίσσης. Στα ρετιρέ του κτιρίου του κυρ-Νίκου είχα τοποθετήσει σε διήγημα του 2008 το ατελιέ του τυφλού Γαβριήλ, του προορατικού ράφτη με τις γάτες Βιρμανίας, σε μια Αθήνα του μέλλοντος χωρίς μνήμη, χωρίς αισθήματα. Ηθελα να ανέβω να δω τον τρούλο από δίπλα, να ξαναφανταστώ τον τυφλό ράφτη Γαβριήλ. [Κι όχι μόνο να θυμάσαι. Μα ν’ αγαπάς τα παρόντα, ν’ αγαπάς τα μέλλοντα, ό,τι λαχαίνει στο διάβα σου, η μνήμη βυζαίνει το παρόν, αφουγκράσου τις συναντήσεις, μοίραζε τη θέρμη σου, σκόρπα τη δύναμή σου…]
Με σταμάτησε μια χαλύβδινη πόρτα και μια βίντεο κλειδαριά. Το κτίριο είναι ερμπιενμπί, είναι στην εκμετάλλευση του μέλλοντος, κι αυτό και όλα όσα έχω ζήσει τις περασμένες τρεις-τέσσερις δεκαετίες. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι στην Αιόλου και βρήκα στο κινητό μια σημείωσή μου από τον Παζολίνι, το κύκνειο άρθρο του το 1975 για τις πυγολαμπίδες:
«Υστερα από λίγα χρόνια, οι πυγολαμπίδες δεν υπήρχαν πια πουθενά. Τώρα είναι ανάμνηση, αρκετά οδυνηρή· και ο ηλικιωμένος με τέτοιες αναμνήσεις δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει στους σημερινούς νέους τον εαυτό του νέο, όπως ήταν κάποτε κι αυτός, διότι αυτοί δεν έχουν απόθεμα τέτοιων αναμνήσεων».
Δεν είναι μόνο οδυνηρή. Αναγνωρίζω.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας