Μια όψη της διαρκούς μας κρίσης, αυτής της αργής βασανιστικής ενδόρρηξης, είναι η κρίση ταυτότητας, εθνικής, ταξικής, ψυχοπολιτισμικής. Τις βάζω μαζί, γιατί στα αρχαία χρόνια της ευμάρειας, έως πριν από μια-δυο δεκαετίες, οι ταυτότητες θάμπωναν και άλλαζαν ταυτόχρονα. Η απομάκρυνση από την αγροτοποιμενική και εργατική καταγωγή, η άνοδος προς τη μικρομεσαία αστικοποίηση, βιώθηκε ενδόμυχα ως απομάκρυνση από την ανατολική και βαλκάνια σβουνιά· το βρετανικό master’s μονοετούς ή το αμερικανικό κολέγιο ανατολικής ακτής ήταν μυητήριο για το λάμπον αλτάρι της Δύσεως, όπως το ευρωνόμισμα και το ευρωδιαβατήριο. Ολα έχτιζαν τη νέα ταυτότητα, εσωτερικευμένη οριενταλιστική, οξιντενταλιστική, καθαρμένη από σβουνιές καταγωγής και ανθρωπολογικά μεταίχμια.
Ο Από Κάτω πάσχιζε να γίνει Μεσαίος, έστω Μικρομεσαίος, κι ονειρευόταν ότι ο γόνος του θα πετούσε Ανώτερος· το ασανσέρ ανέβαινε δίχως φρένα. Οι μπούμερ έμαθαν να μην τρώνε τα φωνήεντα, παράχωναν την πληβειακή καταγωγή, ενσωματώνονταν ηδονικά στο απέραντο ομοιογενοποιητικό Μεσαίο.
Η σβουνιά της καταγωγής
Κι ύστερα, ήρθε η παρακμή της Μεσαιότητας και της Δύσης. Με ματαιωμένο και ληστευμένο το νεόκτιστο παρόν, με απορριφθέν και παραχωμένο το παρελθόν, ο Ελληνάς μας, εμείς, δεν είχε πού να γείρει, πού να ‘βρει απαντοχή. Ορισμένως, δεν ήξερε ποιος ήταν και πού πάει.
Ανασκαλεύω κάτι γραψίματα του 2010:
«Γινήκαμε άλλοι. Απληστοι, λιμασμένοι πάντα, και όλο περισσότερο περιωρισμένοι, με όλο και πιο κοντόν σχοινίον εις την αυλή του αυθέντου, αόρατο σχοινί σε αυλή αόρατου αφέντη, υπερτοπικού και διάσπαρτου. Η απώλεια της δικής μας αθωότητας συντελέστηκε αόρατα, δεν την είδαμε, δεν την νιώσαμε καν σαν απώλεια· ίσως τη βιώσαμε κιόλας σαν κέρδος, σαν νίκη, ότι παραχώσαμε βαθιά μες στο τσιμέντο την αθωότητα του χώματος, αυτή τη μισητή σβουνιά της καταγωγής».
«Σφερδούκλια στο κεφάλι»
Κι άνοιξα το βιβλιάριο του Βρασίδα Καραλή, «Σφερδούκλια στο κεφάλι» (εκδ. Δώμα, σελ. 85). Είχα διαβάσει την έξοχη δική του «Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», είχα εκτιμήσει την καλειδοσκοπική του γραφή, ταυτόχρονα να μιλά για τις ταινίες, τη φόρμα τους, τις τεχνικές προϋποθέσεις, τους δημιουργούς, την κοινωνία, τους ιστορικούς μετασχηματισμούς.
«Τα ιστορήματα της Διονυσίας» είναι ο υπότιτλος του βιβλιαρίου. Ο πανεπιστημιακός φιλόλογος από το Σίδνεϊ γράφει όσα θυμάται να του λέει η αγράμματη γιαγιά του στην Ηλεία, τα χρόνια του ‘60 και ‘70.
Κάθε ιστόρημα, σχεδόν κάθε σελίδα, ξεχειλίζει μαγεία, χώμα, πρωτογενή συναισθήματα, κλάμα και γέλια, κάθε σελίδα ξεχειλίζει ζωή. Το διάβαζα αργά αργά και επαναλάμβανα παραγράφους και φράσεις, για να το απολαύσω και να μην τελειώσει.
Ο Καραλής ζωντανεύει μια μεγάλη χθόνια μορφή, τη Διονυσία, που συνομιλεί με τους κεκοιμημένους, με νεράιδες και μυθικούς ήρωες, με δαιμόνους και φεγγαροκρουσμένους, που υφαίνει μια διαρκή συνεκτική αφήγηση του κόσμου χωρίς γεωγραφικούς και ιστορικούς περιορισμούς, μέσα του συμφύρονται ο Κολοκοτρώνης, ο Αγαθάγγελος, ο Μεγαλέξανδρος, ο Βιλλεαρδουίνος και ο Ξενοφών.
Η Διονυσία βγαίνει από τη γενεαλογία των μορφών του Παπαδιαμάντη, των μαρτύρων της ζωής, της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, των νομοτελειακά ανυπεράσπιστων του Δημήτρη Χατζή, των ταπεινών του Δημοσθένη Βουτυρά. Και είναι ένας άνθρωπος του εικοστού αιώνα, πάει να πει, μόλις μία-δύο γενιές πριν. Να πώς:
«Μόλις είχε πεθάνει η Ουμ Καλθούμ, και το κανάλι έπαιζε όλα της τα τραγούδια για μέρες από το πρωί ώς το άλλο πρωί. Δεν καταλαβαίνω τι ψέλνει, έλεγε η Διονυσία, αλλά μου σπάει την καρδιά και με ανατρανίζει. Εχει κι εκείνη διακαμό σύψυχο».
Και: «Νεροφεγγιά απόψε, είπε σιγά, και κάθισε δίπλα μου στην άμμο. Νεροφεγγιά και νερολάλημα. Μαγεύτηκε η θάλασσα κι ύπνωσε τους ανέμους. Κοίτα πώς χαίρουνται τα πλάσματα του νερού. Χορεύουνε σαν δεν τα βλέπουμε. // Δίπλα δίπλα καθόμασταν στην άμμο και κοιτάγαμε τους πήδους των δελφινιών κι ακούγαμε την ακινησία και το φλοίσβο».
Και: «Μην τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα κρουσταλλιάζεις στη φωτιά, θα καίγεσαι στο χιόνι. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Ολος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος».
Γίνεσαι αυτό που είσαι
Είναι η τέχνη του Βρ. Καραλή που υψώνει σπουδαία τη Διονυσία, αρχετυπική. Ευτυχής συγχώνευση προφορικής ιστορίας, αυτοβιογραφίας και μαγικού ρεαλισμού. Η πρόζα του γυμνή και λυγερή, αφτιασίδωτη, σώζει πολύτιμες λέξεις, ξόρκια και μαγικά, χωρίς ποτέ να προσποιείται το αντικειμενικό ντοκιμαντέρ· ο παις αφηγητής, ο εγγονός, το «μάτι», παρεμβάλλεται στα ιστορήματα ενεργά, «ανανογιέται» και προεκτείνει, δεν είναι αμέτοχος παρατηρητής. Συμμετέχει σωματικά, και στο τέλος αναδύεται ολόκληρος, ακέραιος, ικανός να τα ιστορήσει: «[…] Δεν παραδόθηκα ποτέ στη σύγχυση. Δεν με δίχασε ποτέ πρόβλημα ταυτότητας… Είχα βαδίσει με όλους τους νεκρούς που διανεύανε δίπλα μας… Ωσπου κατάλαβα. Ανανόηση, το έλεγε. Ανανογιέσαι και ανατρανίζεσαι. Συγχρονίζεσαι με τον τόπο καθώς συγκροτείς το είναι σου. Γίνεσαι αυτό που είσαι».
Η Διονυσία του Βρ. Καραλή μού κούνησε τον νου και τις αισθήσεις. Σαρκώνει όσα κι εγώ έχω νιώσει κι έχω σκεφτεί για την καταγωγή. Μας προσφέρει μονάκριβο μάθημα αυτογνωσίας και περηφάνιας, μας συνδέει με τα αθέατα μάτια που πάντα μας παρακολουθούν. Σπουδαίο δοκίμιο αυτοβιογραφικής ανθρωπολογίας, μεταλλείο μαγείας και γλώσσας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας