Πάει καιρός που με τρώει η περιέργεια να μάθω πού στο καλό πηγαίνει κάθε πρωί ο δικός μου, αφού κάνει την «τουαλέτα» του, πάρει το πρωινό του και με πάει τη μεγάλη πρωινή βόλτα.
Τον βλέπω να παίρνει ένα βαζάκι με γάλα, να βάζει σ’ ένα τάπερ ό,τι έχει μείνει από το χθεσινό φαγητό –λίγα μακαρόνια, λίγο ρύζι, κάνα κοκαλάκι και άλλα τέτοια μεζεδάκια– και να φεύγει. Για πού; Προχθές, λοιπόν, πήδηξα στο αυτοκίνητο χωρίς να με δει, αποφασισμένος να ανακαλύψω αυτό ακριβώς.
Φτάνοντας στον Μαραθώνα, στην είσοδο του χωριού, σταμάτησε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, μπροστά στο οποίο βρίσκονταν αραχτοί 4 σκύλαροι. Οι οποίοι με το που σταματήσαμε ήρθαν δίπλα μας, ακροβολίστηκαν και περίμεναν. Τότε, ο δικός μου άρχισε να εκτοξεύει προς τα ανοιχτά τους στόματα σκυλίσια μπισκότα, τα οποία έπιαναν στον αέρα, όπως ο γκολκίπερ της Αργεντινής την μπάλα στον Τελικό!
Δεύτερη στάση, μπροστά στο σπίτι της φίλης του, της κυρίας Κατίνας. Μόλις σταματήσαμε, ως διά μαγείας άρχισαν να ξεπηδάνε από παντού γάτες, πολλές γάτες, μέτρησα 12! Οι οποίες έβαλαν, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, τις φωνές, του στιλ «πεινάμε, βάλε μας να φάμε». Καθώς γέμιζε τα πιατάκια τους, πλάκωσε και το βαρύ πυροβολικό, η Λόλα, η θηριώδης κατάμαυρη φίλη του, απαιτώντας κι αυτή το φαΐ της, αφού πρώτα του έδωσε μια κουτουλιά για να τη χαϊδέψει.
Πρώτα έφαγαν ο γάτες, αφού πρώτα πέσανε μερικές σφαλιάρες από τις μεγαλύτερες στα πιτσιρίκια, και μετά έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ κι η Λόλα, αδιαφορώντας για το γατολόι που πλησίαζε στο πιάτο της με απύθμενο θράσος. Το Λολάκι έγλειψε το πιάτο της, αν και 2-3 φορές τα πελώρια πίσω πόδια της λύγισαν και κάθισε – άτιμα γεράματα.
Στην επιστροφή ξαναγέμισε ζωοτροφές το πορτμπαγκάζ και πήρε κι άλλα μπισκοτάκια. Διότι στο περίπτερο τον περίμενε ο «σπαστικός», ένας γλυκός σκυλάκος με φανερό νευρολογικό πρόβλημα, που όμως δεν τον εμποδίζει να πηδάει για τα μπισκοτάκια, έστω κι αν δεν καταφέρνει να τα πιάνει στον αέρα... Α! Τάισε και τη γάτα που έχει γίνει σαν βαρέλι από το πάχος.
Ετσι κατάλαβα πού πάει τα πρωινά ο δικός μου.
● Ολα τα ζωάκια που συναντήσαμε με τον Ταρζανάκο μου είναι αδεσποτάκια. Και όλα είναι ευτυχισμένα, ζουν μέσα στον κόσμο, δεν ενοχλούν κανέναν, διασχίζουν προσεκτικά τον δρόμο και όλοι τ’ αγαπάνε. Και τα φροντίζουν.