Η σημερινή Ελλάδα κινείται στο μεταίχμιο της λογικής και της παράνοιας κι ακροβατεί στο σχοινί της υπερβολής. Μια τράπεζα μπορεί να είναι γεμάτη δεινόσαυρους και μια φυλακή ανοιχτόχρωμους Σουηδούς και σκουρόχρωμους Αλβανούς, καθώς δύο εξουσίες, η τραπεζική και η αστυνομική, λειτουργούν κατά βούληση και χωρίς ίχνος ανθρώπινης ευαισθησίας.
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, στην πρώτη νουβέλα του τόμου εμπνέεται από τον καθοριστικό ρόλο των τραπεζών, ειδικά μετά τους κεφαλαιακούς ελέγχους, που δείχνει την κοινωνική παθογένεια. Ετσι, ο πεζογράφος στήνει έναν μικρόκοσμο, μια μικρή, περιορισμένης εμβέλειας σκηνή, η οποία όμως συνοψίζει ευρύτερα χαρακτηριστικά, περιλαμβάνει πλείστα περιστατικά της κρίσης και έτσι συμπυκνώνει την τελευταία εξαετία, δίνοντάς της ταυτόχρονα διαχρονικές διαστάσεις.
Οταν ο Στέφανος μεταβαίνει στην τράπεζα, βρίσκεται σταδιακά αντιμέτωπος με την τεράστια ουρά, έπειτα με το μπάχαλο της γραφειοκρατίας, τη στάση εργασίας των ταμιών, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα του προϊσταμένου, την πτώση του ηλεκτρονικού συστήματος κ.λπ. Και μέσα σ’ όλο αυτόν τον λαβύρινθο, ο οποίος ωστόσο δίνεται σε πολύ ευδιάκριτα πλαίσια, αναδεικνύονται οι ανθρώπινες αντιστάσεις και, ω του θαύματος, ο έρωτας.
Για να κατασκευάσει ο συγγραφέας τη νουβέλα ιδεών του, εγκιβωτίζει μια αλληγορία μέσα στην αλληγορία. Η εξωτερική περιλαμβάνει την τράπεζα και τους μηχανισμούς της, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν ολόκληρη την κοινωνία και την παρανοϊκή σχέση του πολίτη με το κράτος. Η μέρα στην τράπεζα είναι εν πολλοίς η μικρογραφία της ελληνικής πραγματικότητας με τα πολλά, μικρά και μεγάλα περιστατικά που τη χαρακτηρίζουν, από τις απαιτήσεις του κράτους έως τη δεοντολογία του παραλόγου, συμβάντα συσσωρευμένα σε έναν χωροχρόνο και τεντωμένα στην υπερβολή τους.
Η δεύτερη, εγκιβωτισμένη στην πρώτη, αλληγορία αφορά τους δεινοσαύρους του τίτλου αλλά και του ντοκιμαντέρ που προβάλλεται στις οθόνες του κτιρίου. Ποιοι είναι οι δεινόσαυροι; Είναι οι τραπεζίτες που πίνουν το αίμα των απλών ανθρώπων; Είναι οι πολιτικοί που αιώνες τώρα κάθονται στον σβέρκο μας, μπήγοντας τα μυτερά νύχια τους στις σάρκες μας; Ή μήπως τελικά είναι οι απλοί καταθέτες και φορολογούμενοι που, αν δεν προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, θα εξαφανιστούν;
Ο Τηλ. Κώτσιας είναι πολύ συνεπής στην αλληγορία του και φροντίζει καθετί καινούργιο που εισάγει να έχει το αντίστοιχό του στην εξωκειμενική πραγματικότητα. Ετσι, όσο προχωράει η αφήγηση, τόσο ξεδιπλώνονται νέες πτυχές που δεν αντιφάσκουν μέσα στο (οικο)σύστημα που έχει φτιάξει, για να εντάξει τους δεινόσαυρούς του. Η γλώσσα του, πέρα από λίγες εξαιρέσεις υψηλής φαντασίας, είναι επίπεδη και ουδέτερη, επιλογή που ίσως θέλει να αποδώσει τη ρηχή πραγματικότητα, όπως τη ζει καθημερινά ο απλός άνθρωπος.
Η δεύτερη, μικρότερη νουβέλα έχει στο κέντρο της την ελληνική αστυνομία, που λειτουργεί πολλές φορές παράλογα, δημοσιοϋπαλληλικά, ευθυνόφοβα, και τους Αλβανούς που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να συλληφθούν και να εκδιωχθούν. Μαζί μ’ αυτούς συλλαμβάνεται κατά λάθος ένας Σουηδός υπήκοος, ο Λαρς, που έχει χάσει τα έγγραφά του, και στέλνεται μαζί με μια σαρανταπενταριά Αλβανούς στον σταθμό της Κακαβιάς για να απελαθεί στη γείτονα χώρα.
Ενώ κάποια στιγμή φανερώνεται το λάθος, αυτός συνεχίζει την πορεία του, περνάει τα σύνορα μαζί με τους Αλβανούς, με τους οποίους εν τω μεταξύ έγινε φίλος, ώσπου να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του και να ελευθερωθεί μετά πολλών… «συγγνώμη».
Το κείμενο είναι λιγότερο συμβολικό αυτή τη φορά. Παρά την υπερβολή του σε μερικά σημεία -σκόπιμη και αναγκαία για να οδηγηθούν τα πράγματα στα άκρα-, είναι πιο ρεαλιστικό. Η παγκοσμιοποίηση φέρνει στην Ελλάδα τόσο τους Σουηδούς τουρίστες, που ερωτεύονται Ελληνίδες, όσο και τους Αλβανούς μετανάστες, που προσπαθούν λαθρόβια να παραμείνουν στη χώρα.
Κι εκεί, σ’ αυτόν τον μύλο της συγχώνευσης λαών και φυσιογνωμιών, ο αλλοδαπός θεωρείται ύποπτος, αντιμετωπίζεται με χλευασμό και απαξίωση, τα δικαιώματά του παραβιάζονται και έτσι την πληρώνουν δίκαιοι και άδικοι.
Ο Λαρς, παρ' ότι Ευρωπαίος και μάλιστα υψηλού κύρους (Σουηδός!), υφίσταται ό,τι περνάει κάθε φτωχομπινές Βαλκάνιος, που δεν έχει χρήματα, γνωριμίες και ταυτότητα. Είναι για πάντα ο ξένος, που εύκολα θα πέσει θύμα της ημιμάθειας της αστυνομίας, της ξενοφοβικής νοοτροπίας και της αναλγησίας των ντόπιων.
Σ’ αυτό του το πάθημα, που το βλέπει εντέλει σαν εμπειρία, βρίσκει υποστήριξη, όχι από τους «πολιτισμένους» Ελληνες αλλά από τους «απολίτιστους» Αλβανούς. Κι έτσι από τη φυλακή μέχρι τα σύνορα καταλαβαίνει καλά την άλλη Ελλάδα, όχι του ήλιου, των κοριτσιών και της θάλασσας, αλλά της παραφροσύνης και του άλογου ρατσισμού.
Οι δύο νουβέλες του Τηλ. Κώτσια πιάνουν τον σφυγμό της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από τις παρωνυχίδες της κρίσης και τον αποδίδουν περίφημα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας