Στις Αγνωστες λέξεις, τέταρτο πεζογραφικό βιβλίο της Σοφίας Αυγερινού (Αθήνα, 1975), η αφηγήτρια, μια γυναίκα με αυξημένο αίσθημα ευθύνης, επισκέπτεται κάθε Πέμπτη το σπίτι του ξαδέλφου της για να καθαρίσει. Εκεί, παρατηρεί μια παράξενη συνήθειά του: ο ξάδελφος κολλά χαρτάκια στο ψυγείο, γράφοντας ανορθόγραφες, ατελείς ή παντελώς ακατανόητες λέξεις, που τις «βλέπει» στον ύπνο του. Οι λέξεις, παρά τα λάθη και την ασυναρτησία τους, εκπέμπουν μια δική τους δυναμική. Σε κάποια από τις επισκέψεις της, η τελευταία λέξη που βλέπει γραμμένη είναι: «αχαριστώ».
Πρόκειται για μηνύματα από το ασυνείδητο; Οψεις ενός σπασμένου εσωτερικού τοπίου που παλεύει να ξαναβρεί τη μορφή του με αυτόν τον παράδοξο τρόπο; Σημάδια που προέρχονται από απωθημένες επιθυμίες, αλλά και μια κρυμμένη αλήθεια για το νόημα της ζωής; Η όλη συμπεριφορά του άνεργου σαραντατριάχρονου, ο οποίος μοιράζεται το ίδιο διαμέρισμα με τους τυφλούς γονείς του -δυο εκκεντρικούς ηλικιωμένους που ζωγραφίζουν πάνω στο δέρμα τους και στους τοίχους του σπιτιού τους-, θα μπορούσε να παραπέμπει σε ιδεοψυχαναγκασμό, σχιζότυπη διαταραχή ή πρώιμα συμπτώματα κάποιας σοβαρής νευρολογικής νόσου.
Η αφηγήτρια, τύπος οργανωτικός που έχει μάθει να ακολουθεί τη ρουτίνα ενός αυστηρού προγραμματισμού, τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία και με τον σκεπτικισμό του «συνετού» απέναντι σ’ αυτόν που αδιαφορεί για την υλική πλευρά της ζωής και επιμένει να ζει στα σύννεφα. Ομως, σταδιακά, η προσπάθεια που καταβάλλει για να τον καταλάβει την αποπροσανατολίζει. Υποψιάζεται ότι πιθανόν να υπάρχει και κάτι ουσιαστικό στην αναζήτηση του ξαδέλφου της και πως οι λέξεις μπορεί να μην είναι απλώς εργαλεία επικοινωνίας, αλλά να εκφράζουν περισσότερα από όσα πιστεύει. Παράλληλα με τη δική του εμμονή, βιώνει μια έντονη ονειρική εμπειρία: βλέπει στον ύπνο της μια μητέρα να προσπαθεί να συγκρατήσει την κόρη της από το να βγει ημίγυμνη στον δρόμο.
Με τους γονείς του ξαδέλφου της να μένουν κλεισμένοι στον ιδιόρρυθμο κόσμο τους, ο ίδιος βυθίζεται όλο και περισσότερο στις εμμονές του. Το ψυχαναγκαστικό μοτίβο κλιμακώνεται, καθώς τα χαρτάκια γεμίζουν τον χώρο εκτοπίζοντας τις γκρανγκινιολικές ζωγραφιές των δύο ηλικιωμένων. Οι τελευταίοι, αγγίζοντας την παράνοια, ξεπερνούν κάθε όριο, γίνονται τρομακτικοί και διώχνουν τον γιο τους από το σπίτι. Μετά τη μυστηριώδη και αμετάκλητη εξαφάνιση του γιου, οι «παράδοξες» λέξεις εξακολουθούν να καταδιώκουν την αφηγήτρια, δημιουργώντας ένα αόρατο παλίμψηστο, που, σαν τα άστρα, χάνεται μέσα στο τίποτε.
Η Αυγερινού, μέσα από αυτή την αλλόκοτη ιστορία, φτιάχνει μια υπνωτιστική και γεμάτη υπαινιγμούς ατμόσφαιρα, όπου η πραγματικότητα παραμένει θολή και η εσωτερική ζωή υπερκαλύπτει το εξωτερικό περιβάλλον. Χτίζοντας έναν πρωτοπρόσωπο μονόλογο που διαπνέεται από έναν φαινομενικά ανάλαφρο, αλλά αρκούντως διεισδυτικό, φιλοσοφικό στοχασμό, μας παραδίδει μια μοντερνιστική αφήγηση, με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας και της σωματικότητας∙ μια εξιστόρηση, η οποία, παρά τους συνειρμικούς ακροβατισμούς και τους χειμαρρώδεις, μακροσκελείς συλλογισμούς του υποκειμένου της, ρέει απρόσκοπτα χάρη σε έναν συνδυασμό ανατρεπτικού λυρισμού και αβίαστου χιούμορ. Η δυστοπία και το καφκικό στοιχείο δεν παρουσιάζονται εδώ μέσα από υπερβολές ή έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά από μια σταδιακή αποκάλυψη της απώλειας. Τα πρόσωπα συνυπάρχουν, αλλά δεν επικοινωνούν πραγματικά.
Ο συμβολισμός, επίσης, παίζει κεντρικό ρόλο. Το όνειρο της αφηγήτριας για το γυμνό κορίτσι μπορεί να ερμηνευτεί ως μια αλληγορία της απώλειας ελέγχου ή ακόμα και της καταπιεσμένης ενοχής για κάτι που η ίδια δεν μπορεί να αποτρέψει. Αλλά και το μοτίβο της καθαριότητας λειτουργεί μεταφορικά: η αφηγήτρια δεν προσπαθεί απλώς να καθαρίσει τον χώρο, αλλά να επιβάλει μια τάξη στη χαοτική πραγματικότητα. Επιπρόσθετα, το στοιχείο της γλωσσικής παραμόρφωσης (οι λανθάνουσες λέξεις) δείχνει τη σχέση της γλώσσας με τη μνήμη και την ψυχική ισορροπία, με τις λέξεις να γίνονται δρώντα πρόσωπα που επηρεάζουν την ψυχολογία των φορέων τους, λειτουργώντας άλλοτε ως καταφύγιο και άλλοτε ως βασανιστήριο. Μήπως εντέλει η αναζήτηση μιας λέξης που θα «αλλάξει» τη ζωή τους μεταφέροντάς την σε μια άλλη διάσταση είναι το σύμβολο μιας βαθύτερης έλλειψης, όπου η επικρατούσα γλώσσα δεν λειτουργεί πλέον ως σταθερό σημείο αναφοράς, αλλά ως μια κατασκευή που διαστρεβλώνει την αλήθεια αντί να την αποκαλύπτει; Η συγγραφέας αφήνει ανοιχτό το ερώτημα, χαρίζοντάς μας μια συναρπαστική αφήγηση.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας