Στο αμερικανικό φαντασιακό υπήρχε μια φορά κι έναν καιρό, όχι μακριά στο παρελθόν, ένα μέρος απ’ όπου έβγαιναν τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο, από ανεξάρτητες ροκ μπάντες μέχρι δισεκατομμυριούχους entrepreneurs, τους «αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες» των οποίων τη μυθολογία ανατέμνει ο Αντονί Γκαλουτσό, σε μια μελέτη που άνετα μπορεί να φτάσει σύντομα να θεωρείται βασικό εγχειρίδιο επί του θέματος: πρόκειται για τα χιλιοτραγουδισμένα γκαράζ μονοκατοικιών στα μεσοαστικά προάστια των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, κατά προτίμηση στη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας, αν θέλουμε να περιοριστούμε, μαζί με τον Γκαλουτσό, στους παραγωγικούς τομείς των ψηφιακών εφαρμογών και της υψηλής τεχνολογίας (οι ροκ μπάντες είναι μάλλον πιο ισότιμα κατανεμημένες στον γεωγραφικό χώρο).
Τα γκαράζ αυτά, αρχικώς ερημητήρια καλών συζύγων-μπαμπάδων με σίγουρο εισόδημα και έφεση στις κατασκευές, γεννούσαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια αμέτρητες Ροβινσωνάδες, περιπέτειες μοναχικών γόνων που, σχεδόν εν κενώ, έβρισκαν την καταξίωση σε διάφορα πεδία της λεγόμενης μέχρι πρόσφατα ακόμα «άυλης» ή «διανοητικής» εργασίας/οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της μαζικής κουλτούρας και των τεχνών της. Φτιάχτηκε λοιπόν, λέει ο Γκαλουτσό, ένας μύθος, αποτύπωμα της ευρύτερης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, ο οποίος, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει για τον εαυτό του και για τους ήρωές του, έχει παρελθόν, συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες ανάδυσης και επικράτησης, ανιχνεύσιμες μεταμορφώσεις μέσα στον χρόνο – και, χρειάζεται να προσθέσουμε εμείς, περιορισμένη διάρκεια ζωής.
Οσο πετυχημένα και διεξοδικά αποδομεί ο Γκαλουτσό τον κεντρικό πρωταγωνιστή του βιβλίου του, τον –εφευρέτη, μάνατζερ, διαφημιστή και γκουρού μαζί– Στιβ Τζομπς, στις τρεις και πλέον δεκαετίες της δράσης του, άλλο τόσο αποκαλυπτικά επιδίδεται στη γενεαλογία του, που ξεκινά από τον πρώιμο 19ο αιώνα και τους ίδιους τους Ιδρυτές Πατέρες των ΗΠΑ, περνά από τους φιλάνθρωπους μεγιστάνες του απόγειου του βιομηχανικού καπιταλισμού και βρίσκει πιθανόν την πληρέστερη θεωρητική απολογία του στη φιγούρα του επιχειρηματία ως καταστροφέα-δημιουργού κατά Γιόζεφ Σουμπέτερ – τον κατεξοχήν καπιταλιστικό ανθρωπολογικό τύπο, έλεγε κάποτε ο Καστοριάδης. Εύκολα διαπιστώνει κανείς την τάση εξάπλωσης και ταυτόχρονα απίσχνανσης αυτού του τύπου στο πέρασμα του χρόνου, καθώς ο καπιταλισμός εξαϋλωνόταν ολοένα στη Δύση, απωθώντας τη διόλου ευπαρουσίαστη παραγωγή του στη μη πρωτοκοσμική περιφέρεια.
Και κάπου εδώ εμφανίζεται το πρόβλημα στην αφήγηση και στο ερμηνευτικό μοντέλο του Γκαλουτσό: μετά το 2011 και τον θάνατο του Τζομπς, την εποχή επίσης που γίνονται χειροπιαστές οι επιπτώσεις της τελευταίας μεγάλης χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, η μητρική ιδεολογική θεότητα του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί να παράγει απλώς νέες ενσαρκώσεις του μύθου, όπως υποστηρίζει ο Γκαλουτσό ότι είναι ένας Ιλον Μασκ, για παράδειγμα. Ο συγγραφέας, υπεριστορικοποιώντας με τρόπο οιονεί φουκωικό (ενδεικτικά, κατάληξη της γενεαλογίας του είναι η πατροπαράδοτη μορφή του «μεγάλου άνδρα», με πρότυπο τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη), χάνει τελικά από τα μάτια του την ιδιάζουσα ιστορικότητα του entrepreneur, βλέποντάς τον να διαιωνίζεται φασματικά σαν άχρονη ουσία.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η καπιταλιστική κρίση, ως κρίση και του ίδιου του νεοφιλελευθερισμού, έκανε να ερημώσουν, μεταξύ των άλλων, και τα γκαράζ των soft αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών-καλλιτεχνών, φέρνοντας στο προσκήνιο πιο εμφατικά από κάθε δημοσιογραφική ή κοινωνιολογική ανάλυση τις προϋποθέσεις του μύθου. Ανάμεσά τους, αυτή που φωτίζεται ίσως λιγότερο από τον Γκαλουτσό είναι η αγαστή σύμπραξη κράτους και μεγαλοεπιχειρηματιών, δομική συνθήκη που συνδέει και διαφοροποιεί συγχρόνως τους μυθολογικούς ήρωές μας, από τον Εντισον, τον Φορντ και τον Κάρνεγκι μέχρι τον Τζομπς, τον Μπιλ Γκέιτς, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μασκ. Δεν είναι μυστικό ότι σε δύσκολους καιρούς οι μεγάλες περιουσίες φτιάχνονται ή συντηρούνται με κρατικές χορηγίες, πράγμα που αληθεύει για όλους τους προαναφερθέντες, ιδίως όμως για όσους εμφανίστηκαν ως παιδιά της κρίσης – όπως, στις μέρες μας, ο Μασκ.
Την ίδια στιγμή, και αντιστρόφως, όσο ο σκληρός πυρήνας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης παύει να απωθείται στην περιφέρεια και ξαναγίνεται ορατός στο κέντρο της Δύσης, το κράτος χρειάζεται τα ίδια τα υπερεπιτυχημένα τέκνα του στο τιμόνι του, σαν φαντασιακούς-παρανοϊκούς ηγέτες που προσωποποιούν όλα τα απωθημένα πλούτου, ισχύος και καταπίεσης των υπηκόων τους. Κάπως έτσι, ο νεοχίπης Τζομπς αντικαθίσταται από το νεοφασιστικό δίδυμο Τραμπ-Μασκ – έναν άλλο μύθο με τη δική του ιδιαίτερη γενεαλογία, αντικείμενο μιας άλλης εξιστόρησης, που τέμνεται δυσοίωνα με τη δική μας ιστορία.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας