Μετά από έντεκα συλλογές διηγημάτων, που τον έχουν καταξιώσει ως τον σπουδαιότερο, κατά τη γνώμη μου, διηγηματογράφο της εποχής μας, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μετατοπίζει μοίρα μοίρα το καράβι της λογοτεχνίας του. Τριάντα πέντε χρόνια λογοτεχνικής γραφής (από το 1989 και το «Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό») έχουν παγιώσει έναν γνώριμο τρόπο παρουσίας στη μικρή φόρμα, πέρα από τα πολυάριθμα μυθιστορήματά του που ακολουθούν τη δική τους γραμμή πλεύσης.
Φυσικά και στην πρόσφατη συλλογή «Φάλτσα κεφαλής» (2024) αναγνωρίζει κανείς τα συνήθη μοτίβα της πολύχρονης παραγωγής του. Καταγράφω εδώ τρία, που επαναλαμβάνονται στον προκείμενο τόμο με ικανοποιητική συχνότητα. Καταρχάς, η αγαστή συμβίωση ανθρώπων και ζώων, η οποία μερικές φορές ανάγεται στον θαυμασμό της ανατομίας αλλά και της επιβλητικής παρουσίας, της ομορφιάς ή της πυγμής ενός ατρόμητου σκύλου, ενός μανιασμένου μοσχαριού ή ενός πανέμορφου παγονιού. Παράλληλα, η θάλασσα που είναι πάντα τριγύρω, είτε ως πεδίο ξεγνοιασιάς είτε ως αναψυχή του ματιού είτε φυσικά ως τόπος όπου τα ψάρια κινούνται με τον δικό τους ρυθμό. Τέλος, τα θρησκευτικά μοτίβα δεν παύουν να στέλνουν τον αναγνώστη στην κατάνυξη του Αγίου Ορους ή στις καθημερινές συνήθειες των ενοίκων άλλων μονών πέριξ της Θεσσαλονίκης, σκηνές οι οποίες δεν παραπέμπουν ακριβώς σε μια χριστιανική ομολογία αλλά περισσότερο σε μια μακροχρόνια πολιτισμική ιστορία, που είναι ακόμα ενεργά παρούσα.
Η αλήθεια είναι ότι στα διηγήματα του ανά χείρας τόμου ο Γ. Σκαμπαρδώνης αφήνει τη Θεσσαλονίκη και την αστική της ηθογραφία. Επίσης, περιορίζει τη μίξη ρεαλισμού και μαγικού ρεαλισμού, οργώνοντας τα χωράφια του περισσότερο στο χώμα του πρώτου και περιορίζοντας τις παράλληλες πραγματικότητες οι οποίες συγχωνεύονταν παλιότερα στο ίδιο διήγημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εμφανίζεται το παράδοξο, ή καλύτερα το οριακά πιστευτό, που οδηγεί ανθρώπους και καταστάσεις στα όριά τους, σε μια προγραμματισμένη εκδίκηση ή σε έναν οξύτονο θάνατο. Ισως, αυτή η αποστασιοποίηση από τη διασταύρωση του γήινου με το αλλόκοσμο μειώνει τη δραστικότητα της γραφής, ή έστω τη μετακινεί σε άλλες σφαίρες.
Τα πρώτα διηγήματα της συλλογής εκπέμπουν συγκίνηση και ενσυναίσθηση, λειτουργώντας ως φωτοδότες συναισθημάτων. Στο ομώνυμο διήγημα, ο πλούσιος «Γάντζος», χτυπημένος από τον θάνατο της γυναίκας του, στέκεται παράμερα και πίνει σε ένα ταβερνάκι με φτωχαδάκια, ώσπου η μουσική μιας ορχήστρας γύφτων τον κάνει να βγει από τον εαυτό του και να ενωθεί –τη εκστάσει της μουσικής και του χορού- με τους υπόλοιπους θαμώνες. Στο «Τρυποπέρασμα», η δεκατριάχρονη πρωταγωνίστρια μαθαίνει πώς παγιδεύουν τα ψάρια στο ιχθυοτροφείο, αλλά, όταν της έρχεται περίοδος για πρώτη φορά, συλλαμβάνει την κοινή σε ανθρώπους και ζώα μητρότητα και κάνει μια τρύπα στα καλάμια, ώστε να δραπετεύσουν οι ψαρομάνες.
Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε ως μια νέα σκαμπαρδωνική προέκταση είναι η απόσυρση πολλών χαρακτήρων, προκειμένου να ανακτήσουν μια πιο χαλαρή σχέση με τη ζωή και τον εαυτό τους. Κι αυτή η αναχώρηση από την ενεργή ζωή, για λίγο ή για πολύ, οδηγεί τον συγγραφέα να αφήσει την αγαπημένη του θάλασσα, που την προτιμά στη συντριπτική πλειονότητα των διηγημάτων του, και να πριμοδοτήσει το βουνό. Λ.χ. Δυο μικροί στο διήγημα «Ο καστανοφύλακας» διανυκτερεύουν στον Κόζιακα, όταν συφάμελοι έχουν ανέβει να μαζέψουν κάστανα. Και μια αυγή ένας από αυτούς θεωρεί ότι εμφανίζεται το φάντασμα του αδικοχαμένου καπετάν Ζιώγα, που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, να ανάβει τα πεσμένα κάστανα σαν μικρά φαναράκια. Ή ο συνταξιούχος ήρωας, μπουχτισμένος από τη βολική ζωή του δημοσίου υπαλλήλου και από την προσκόλληση της οικογένειας στα κινητά και την τηλεόραση, φεύγει μια μέρα για το βουνό, όπου κατασκηνώνει και χαζεύει ενεός τον ουρανό με τη σαγήνη της νύχτας («Διπλός ουρανός).
Ο Γ. Σκαμπαρδώνης αναζητεί τη μαγεία είτε στο πάντα πρωτόφαντο πλάσμα του Θεού, τη φύση, είτε στην απογείωση της μουσικής. Στο «Απαγορευτικό απόπλου» ο αρχιτέκτονας, που βρίσκεται αποκλεισμένος λόγω καιρού στο Αγιο Ορος, βιώνει μια ισχυρή δόση έκστασης, όταν παραμονή Χριστουγέννων παρίσταται στην ακολουθία με έναν εξαιρετικό ψάλτη, και σ’ αυτήν τη μυσταγωγία ενώνονται όλα όσα έζησε εκείνη τη μέρα αλλά και όσα η φαντασία του γεννά. Τέλος, δυο νεαρά αγόρια το 1965 είχαν βγει στο χωριό να πουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, όταν μια γάτα σημαδεύει το πρόσωπο του ενός. Αναγκάζονται, λοιπόν, να πάνε στο ιατρείο όπου ο Κρητικός αγροτικός γιατρός, αφού τον ράβει, βγάζει ρακές και μια λύρα και οργανώνει με όλους τους μικρούς οργανοπαίχτες-καλανταριστές μια αυτοσχέδια μουσική πανδαισία («Η ορχήστρα στο ιατρείο»).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας