Στο μεγαλειώδες εννιάτομο ψηφιδωτό του Homo Sacer, τη σειρά ημιαυτόνομων βιβλίων που ξεκίνησε ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν τη δεκαετία του 1990 και τέλειωσε είκοσι χρόνια αργότερα με στόχο να φωτίσει τα μεταφυσικά θεμέλια των βασικότερων διανοητικών, πολιτικών και πολιτισμικών θεσμών της Δύσης, τα Απομεινάρια του Αουσβιτς καταλαμβάνουν κεντρική θέση: τοποθετούνται ακριβώς στο μέσον του εγχειρήματος, ως τρίτο από τα τέσσερα μέρη του –μάλιστα, το μόνο αυτοτελές μαζί με το πρώτο, το ιδρυτικό Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις Ερμα). Και είναι πράγματι ξεχωριστό το μικρό αυτό βιβλίο, που κόβει εξαρχής την ανάσα ως η πρώτη –ή τουλάχιστον η πρώτη τόσο αποφασιστική– απόπειρα να διατυπωθεί μια αυθεντική φιλοσοφία του Αουσβιτς, με την έννοια ενός φιλοσοφείν μέσα από την καρδιά της καταστροφής που έριξε στην άβυσσο τη δυτική νεωτερικότητα και έβγαλε από τα έγκατά της το παρόν μας.
Ιδίως υπό το πρίσμα των τοποθετήσεών του για θέματα της επικαιρότητας, ο Αγκάμπεν κατηγορήθηκε συχνά από ποικίλα ρεύματα της ριζοσπαστικής θεωρίας για αναγωγισμό, λαθραία αναβίωση της θεολογίας ή, πιο πρόσφατα, «μεσσιανικό αντινομισμό», ελέω μιας ίσως υπερβολικά στενής ανάγνωσης των τριών αρχικών –θεματικά, όχι χρονολογικά– και γνωστότερων τόμων του Homo Sacer, δηλαδή του ομότιτλου πρώτου, της Κατάστασης εξαίρεσης και του Στάσις (κυκλοφορούν όλα στα ελληνικά). Ομως τα Απομεινάρια του Αουσβιτς φανερώνουν ότι η πολιτική αυτή τριλογία μόνο εν μέρει είναι τέτοια, όσο κι αν ο Αγκάμπεν πολλές φορές δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να αποδεχτεί τον χαρακτηρισμό του πολιτικού φιλοσόφου.
Περισσότερο από στοχασμός για το «στρατόπεδο ως νόμο της νεωτερικότητας» ή για τη ναζιστική θανατοπολιτική ως μήτρα της σύγχρονης βιοεξουσίας, από τον αστυνομικό έλεγχο βιομετρικών δεδομένων μέχρι την κρατική διαχείριση πανδημιών και άλλων βιοπολιτικών δεινών, το βιβλίο αυτό, ξεκινώντας από μια γραμματολογική φαινομενολογία του Αουσβιτς (με κομβική αναφορά τον Πρίμο Λέβι), αναπτύσσει τη σκανδαλώδη επίδραση του εμβληματικού στρατοπέδου εξόντωσης στη νεωτερική υποκειμενικότητα, βάσει μιας πολύ ιδιαίτερης φιλοσοφίας της γλώσσας, στο μεταίχμιο ρητού και άρρητου, η οποία οργανώνεται γύρω από τις έννοιες της μαρτυρίας και του αρχείου. (Από αυτή την άποψη, θα άξιζε να διαβαστεί σε αντιπαραβολή με δύο άλλες πρόσφατες ελληνικές εκδόσεις: τη μελέτη προφορικής ιστορίας Τα παιδιά θυμούνται το Ολοκαύτωμα της Ποθητής Χαντζαρούλα, εκδ. Πλέθρον, και το Σκόρπια. Ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας του Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν, εκδ. νήσος.)
Οι ζωντανοί-νεκροί του Αουσβιτς, οι διαβόητοι «μουσουλμάνοι» έγκλειστοι που είχαν αναχθεί στις απλές βιολογικές λειτουργίες τους πριν ξεψυχήσουν ή θανατωθούν, προβάλλουν εδώ ως οι κατεξοχήν μάρτυρες σε ένα νομικό καθεστώς τόσο ολοκληρωτικό και κενό όσο ο κόσμος της καφκικής Δίκης: συνήθως δι’ αντιπροσώπων, ενίοτε και αυτοπροσώπως (το βιβλίο κλείνει με δέκα σπάνιες αφηγήσεις ανθρώπων που επιβίωσαν από την κατάσταση του «μουσουλμάνου»), αρθρώνουν τι θα πει να αντικρίζεις κατά πρόσωπο τη Μέδουσα, όπως το είχε θέσει ο Λέβι, δηλαδή την «απόλυτη εικόνα», την «αδυναμία της θέασης», «αυτό που δεν μπορούμε να μη δούμε» (σελ. 61). Η μαρτυρία αυτή, και η συνοδευτική της εμπειρία, η ντροπή (ομοούσια εκείνης ενός Γιόζεφ Κ. τη στιγμή της εκτέλεσής του), είναι κατά κυριολεξία νηπιακές, όχι ακόμα ή όχι πια γλωσσικές, καταθέσεις μιας ριζικής «αποϋποκειμενοποίησης» (σελ. 141), που πιστοποιούν, σύμφωνα με τη ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Σαρλό και τα καρτούν (την οποία υιοθετεί σχεδόν αυτολεξεί ο Αγκάμπεν, αντλώντας την όμως από τον Λέβι) ότι «ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να επιβιώνει έστω κι αν έχει χάσει κάθε ομοιότητα με μια ανθρώπινη ύπαρξη». Αυτό το υποκειμενικό-ανυποκειμενικό πρωτείο της μαρτυρίας είναι για τη γλώσσα το ανάλογο του κατά Φουκό «αρχείου» ως «ιστορικού a priori» της εκφοράς-ομιλίας, το ισοδύναμο των φουκοϊκών θετικοτήτων ή λογοθεσιών που καθορίζουν τη θεσμική διαπλοκή λόγου-εξουσίας στις κοινωνίες.
Στο Αουσβιτς, και μετά το Αουσβιτς, η γλωσσική έκφραση έχει απενεργοποιηθεί, μπορεί να υπάρξει μόνο ως γλωσσικό a priori, ως μεταγλώσσα με την αυστηρή έννοια του όρου: σημείο σχάσης της γλώσσας και της υποκειμενικότητας, αρχή διασκορπισμού των αρχείων και των τεκμηρίων, που πιθανότατα δεν θα μπορέσει ποτέ πια να τα ανασυστήσει ένας λογοτέχνης (ο αφορισμός του Αντόρνο για το αδύνατον της ποίησης μετά το Αουσβιτς βρίσκει εδώ το πλήρες νόημά του), αλλά δεν θα πάψουν να τα μεταφέρουν με κάθε τους ανάσα, σωματική ή γραπτή, οι επιζήσαντες auctores, οι αληθινοί «θεμελιωτές» του στρατοπέδου (σελ. 172-175): μάρτυρες της πραγματικότητας και ενάντια στην πραγματικότητα, υπολείμματα ποιητών, όμοιοί μας και αδελφοί μας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας