Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό τοπίο το 2008 με τη συλλογή διηγημάτων «Ο βυθός είναι δίπλα» (Πατάκης), την οποία ακολούθησε η νουβέλα «Καϊάφας» (Πατάκης) οκτώ χρόνια αργότερα. Τα διηγήματα του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Βουδούρη αντλούσαν μεν από την παράδοση του βρόμικου ρεαλισμού, φλέρταραν δε με το υπερβατικό και, σαφώς, «εχθρεύονταν την κανονικότητα» (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Στον αντίποδα, η νουβέλα του Βουδούρη, σε πρώτη ματιά, δεν είναι παρά το road trip ενός μοναχικού άντρα κι ενός αδέσποτου σκύλου στα παράλια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, όπου η χαμηλής θερμοκρασίας, συχνά υπαινικτική αφήγηση τους ακολουθεί κατά πόδας. Παρά τις υφολογικές διαφορές, ο Βουδούρης επέλεξε να εστιάζει, και στα δύο βιβλία του, σε αντιήρωες, σε ανθρώπους μεταιχμιακούς, από τους οποίους πάντα κάτι λείπει.
Τώρα, οκτώ χρόνια μετά και το δεύτερο βιβλίο του, ο Βουδούρης επιστρέφει στη φόρμα του διηγήματος με δεκατέσσερις ιστορίες που υφολογικά ταυτόχρονα απέχουν αλλά και συνδέονται με τα δύο προηγούμενα βιβλία του. Στην πλειονότητά τους ολιγοσέλιδες, οι ιστορίες αυτές έχουν όλες ως πρωταγωνιστές ανθρώπους των οποίων η ενηλικίωση παραμένει ανοιχτό τραύμα ή άλυτος γρίφος.
«[…] Μετά πήγε στο δωμάτιο και η μαμά τον ακολούθησε. Εμείς παρατήσαμε τα παγωτά μας στον νεροχύτη και κρατούσαμε την ανάσα μας. Περιμέναμε να ακούσουμε θόρυβο και βρισιές. Πήραμε χαρτί κουζίνας, το βρέξαμε για να είμαστε έτοιμοι. Κρατιόμαστε χέρι με χέρι και στα ελεύθερα χέρια μας είχαμε τα βρεγμένα χαρτιά ώστε όταν βγει η μαμά να καθαρίσουμε τις πληγές και να σκουπίσουμε το αίμα. Δεν ακούσαμε κανένα θόρυβο και η μαμά, εκείνη τη μέρα, βγήκε από το δωμάτιο όπως είχε μπει. Ούτε καινούριες μελανιές είχε, ούτε αίματα», λέει ο νεαρός αφηγητής του εναρκτήριου διηγήματος «Ο Τάκης».
«[…] Γελάνε τώρα ακόμα πιο πολύ. Πλησιάζουν το κοντάρι, βγάζουν τα πουλιά τους σαν να θέλουν να το κατουρήσουν, βρίζω άσχημα, τρέχω κατά ’κει, σκοντάφτω, πέφτω στα λασπόνερα, σηκώνομαι με το ζόρι. Περισσότερο κι απ’ το παντελόνι μου λασπώνεται η κοιλιά μου. Από πότε έχω τόσο μεγάλη κοιλιά; Τα παιδιά επιστρέφουν στα μπουκαλάκια τους. Εχει λήξει το συμβάν. Γυρνάω να δω μήπως είσαι εκεί, μήπως βλέπεις το παλαβό σκηνικό, και σαν να είσαι εκεί, παρών, θεατής, σου λέω: Τι θες, ρε πατέρα;» λέει ο μυστηριώδης αφηγητής στο «Σκήπτρο».
Τα περισσότερα διηγήματα στέκουν στην ίδια στάθμη· παρ’ όλα αυτά ξεχωρίζουν το διήγημα «Το παιδί με τα πέπλα», αλλά και το καταληκτήριο της συλλογής «Τρεις στο σπίτι», που είναι και το μόνο που αναπτύσσεται παραδοσιακά, αλλά μέσα από τριάντα μία καταχωρίσεις των δύο, τριών αράδων, κάτι ανάμεσα σε ημερολογιακές καταγραφές και εξομολογήσεις πριν το ξόδι. Αυτό το τελευταίο διήγημα μάλιστα είναι το μόνο που λειτουργεί εν κρυπτώ, καθώς σε όλα τα υπόλοιπα ο Βουδούρης μοιάζει να γράφει με το μαχαίρι στα δόντια, χωρίς μισόλογα, χωρίς υπαινιγμούς, χωρίς τίποτα (σχεδόν) να υπονοείται.
Για παράδειγμα: «[…]το μικρό δαχτυλάκι σκαλώνει για λίγο στον κρίκο, τον τραβάει δυνατά. Αφήνω μια πνιχτή κραυγή, λίγο αίμα στη θηλή, ανακατεύεται με τα σάλια του παιδιού και κυλάει στην αποτριχωμένη μου επιδερμίδα. Το Χριστό σου, μαλάκα! Με την παλάμη μου χαϊδεύω το στήθος μου, αν και έτρεξε μία σταγόνα μόνο αίμα, κοκκινίζουν τα δάχτυλα μου, χαμηλώνω το βλέμμα, περισσότερος ιδρώτας στο μέτωπό μου, ξεφυσάω. Πόνεσα, λέω σιγανά, κι ο Αντώνης απαντά συριχτά: δε σου το ’χα, καριόλη, κατόπιν με μια κίνηση του κεφαλιού και κοιτώντας στο στομάχι μου, λέει: μάζεψε το βρακί σου – το σορτσάκι μου είχε κατεβεί επικίνδυνα», αφηγείται ο Λουκάς στο «Οταν ο αέρας κουνάει το φεγγάρι».
Η υψηλότερη θερμοκρασία της γραφής, η ομόρριζη θεματική σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του, αλλά και η απροκάλυπτη προσέγγιση του τραύματος είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ανά χείρας διηγημάτων. Για τους ήρωες του Βουδούρη η ενηλικίωση είναι απλά μια λέξη – είτε δεν ήρθε ποτέ, είτε ήρθε πολύ νωρίτερα απ’ όσο οι ίδιοι άντεχαν. Με άλλα λόγια, ή μάλλον με τους στίχους του Κώστα Καρυωτάκη που ο συγγραφέας επέλεξε ως μότο του βιβλίου του: «Είσαι άντρας. Ομως ο ίδιος πάντα μένω·/ τα χρόνια που περάσανε με αφήσαν/ παράξενο παιδάκι γερασμένο».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας