Η Μαρίζ Μαρκοπούλου και η Γιώτα Ταχταρά εκδίδουν το 2024 το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο τους. Στο Εβρεχε, βρέχομαι και τώρα, η Μαρκοπούλου ξεκινά περιγράφοντας μια αστική οικογένεια σε μια επαρχιώτικη πόλη του Ευρωπαϊκού Βορρά. Στο Οχτώ λεπτά, η Ταχταρά, μετά την πολύχρονη προσπάθεια της αφηγήτριας να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να ανακεφαλαιώσει μια αντιφατική ζωή, επιλέγει να αφηγηθεί την υπαρξιακή διαδρομή της αρχίζοντας από το τέλος.
Η Μαρκοπούλου χωρίζει το βιβλίο της σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο, με τον τίτλο Σαν τελείωνε ένα βροχερό απόγευμα, αποτυπώνει τις τρυφερές σκέψεις αλλά και τα σοκαριστικά στιγμιότυπα από την καθημερινότητα των τεσσάρων κοριτσιών μιας οικογένειας, ακολουθώντας μια αποσπασματική τριτοπρόσωπη και με ποικίλες όψεις ενδοδιηγηματική αφήγηση· μια αφήγηση που διαρκώς εμπλουτίζεται, διακόπτεται αλλά και τροφοδοτείται με ελλειπτικούς διαλόγους ή εναλλάσσεται με χρονικά πρωθύστερα σχήματα, εσωτερικούς μονόλογους και δευτεροπρόσωπες εξομολογητικές απευθύνσεις. Με τον τρόπο αυτό, αποδίδει πολύπλευρα τόσο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα όσο και τον εσωτερικό κόσμο των κοριτσιών∙ έναν κόσμο που διαταράσσεται από την αδυναμία της μικρότερης αδελφής να μιλήσει, γεγονός που φορτώνει τις υπόλοιπες με δυσανάλογα βάρη. Τα βάρη πολλαπλασιάζονται από την απορριπτική στάση και την παρουσία/απουσία μιας μάνας-νάρκισσου κι ενός δεσποτικού πατέρα ο οποίος, με πρόσχημα το ιατρικό επάγγελμά του, εμφανίζεται στο σπίτι ελάχιστα.
Στον αντίποδα αυτού του πνιγηρού περιβάλλοντος, όπου τα παιδιά, στα μάτια των ενηλίκων, εξομοιώνονται με τα άψυχα, η φύση αλλά και τα ίδια τα άψυχα, ακόμη και οι αφηρημένες έννοιες, αποκτούν στη φαντασία τους τις ιδιότητες των ανθρώπων: το παράθυρο βρέχει, η βεράντα ακούει, το χαρτί κάνει θόρυβο, η αρρώστια χτυπά την πόρτα, το σπίτι βυθίζεται, ο διάδρομος φουσκώνει από θυμό κ.ά. Και το αντίστροφο: «Θέλω πάντα να μυρίσω Αννα, κι ας είναι μπλε η Αννα, σαν τη θάλασσα που γελάει». Στα επόμενα κεφάλαια: «Η τέφρα σου» και «Η καμπάνα σίγησε», μετά από κάποιες δεκαετίες στον ιστορικό χρόνο, παρακολουθούμε την αποτέφρωση της μητέρας, η οποία έχοντας εγκαταλείψει την οικογένειά της φέρεται να έχει αυτοκτονήσει, και στη συνέχεια, τον θάνατο και την ταφή του πατέρα∙ ενός πατέρα που έχει πλέον χάσει την αίγλη του· ενός ανθρώπου ηλικιωμένου και βαριά άρρωστου, «που πάντα έφευγε εκεί που θα έπρεπε να είναι παρών».
Με ορατά τα στοιχεία του μοντερνισμού και ενός θεατρογενούς λυρισμού, τόσο αναφορικά με αυτά που τελούνται στο μαγικό αλλά και σκληρά ρεαλιστικό περιβάλλον των κοριτσιών όσο και στα μεταγενέστερα, η γραφή ακολουθεί έναν χρόνο που ενώ εμφανίζεται ενεστωτικός, στην πραγματικότητα υποτάσσεται στις διεργασίες των συνειρμών φτιάχνοντας ένα καθηλωτικό, αισθαντικό όσο και διεισδυτικό ψυχογράφημα.
«Είναι το αγόρι που πρέπει να ετοιμαστεί για τον παιδικό, ο σύζυγος για το Πανεπιστήμιο. Και το μωρό, για το μάθημα γιόγκα». Στο Οχτώ της Ταχταρά, το τοπίο της μόνιμης μετεγκατάστασης στην Αθήνα –όταν η αφηγήτρια, μετά από πολύχρονη παραμονή στην Καλιφόρνια επιστρέφει στη γενέτειρα, παντρεμένη και με δύο παιδιά– δεν παρουσιάζει σημαντικές εκπλήξεις. Σύντομα όμως, η εξιστόρηση γίνεται συναρπαστική, χάρη σε έναν καταιγισμό πρωτότυπα διατυπωμένων μεταφορών και απροσδόκητων συνειρμών και συγκρίσεων που, με τον πιο απλό και αβίαστο τρόπο και μια γλώσσα που φέρει τη ζωντάνια της προφορικής, μας μεταφέρουν αυτά που έζησε η αφηγήτρια ως φοιτήτρια στο Λος Αντζελες, την εποχή που αποφάσισε να σπάσει τα δεσμά μιας κοινωνίας που μαστιζόταν από τη βαλκάνια μοίρα της και ενός καταπιεστικού και επί της ουσίας αδιάφορου και υποκριτικού οικογενειακού περίγυρου.
«Το ξέρεις ότι αν ανατιναχτεί ο ήλιος τώρα, θα μας πάρει 8 λεπτά να το καταλάβουμε στη Γη;», είπε ο ένας πολύ γρήγορα και κάποια τσίριξε: «Δηλαδή, είμαστε διαρκώς 8 λεπτά μακριά από το να παγώσουμε για πάντα;».
Από την ατρόμητη συγκάτοικο με το άδικο τέλος, τον γκόθικ γείτονα και τις έξυπνες ατάκες των φίλων, μέχρι τα ξέφρενα πάρτι του Γουέστ Χόλιγουντ με τους ημιπαράφρονες ηθοποιούς και παραγωγούς ταινιών –μεταξύ αυτών και κάποιος Μ., που εκείνη δεν μπορεί να τον βγάλει από το μυαλό της–, και από «την άλλη πλευρά της Μπούλεβαρντ, την ωραία, την καθαρή, τη λαμπερή, που δεν χρειάζεται να σε συνοδεύσει ο γείτονας στη γωνία για τσιγάρα, μέχρι την οδό Οραντζ Γκρόουβ, που τη φανταζόταν γεμάτη πορτοκαλεώνες πριν τις εκτάσεις τους καλύψουν τα μπαρ, τα σουσάδικα και τα πάρκινγκ λοτ με την καυτή άσφαλτο, όπου κοιμούνταν τα βράδια οι άστεγοι», η Ταχταρά, στην πρώτη και πολύ ιδιαίτερη εμφάνισή της στην πεζογραφία, μετεωρίζεται αδιάκοπα γύρω από ένα τραπέζι που μοιάζει με σκηνικό μιας θεατρικής παράστασης «ανάμεσα σε δύο χώρες και δύο διαφορετικές συνθήκες», παραδίδοντάς μας ένα ευφυές, μοντέρνο και λογοτεχνικά άψογο αφήγημα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας