Εδώ και πέντε χρόνια, έχασα τη μητέρα μου μετά από μεγάλη ταλαιπωρία (της). Το πρώτο εκείνο καλοκαίρι, μετά το φευγιό της και την παραλυτική αδράνεια του πρώτου καιρού, άρχισα τις συχνές πυκνές επισκέψεις στο σπίτι της με σκοπό την αναπόφευκτη επιχείρηση εκκαθάρισης. Τι κρατώ, τι πετώ, τι χαρίζω… Στο μυαλό μου δεν υπήρχε διόλου η έννοια του «τι βρίσκω, τι ανακαλύπτω». Και βέβαια, επί δεκαετίες δεν έμενα στο σπίτι αυτό, στο οποίο ούτως ή άλλως, λόγω συγκυριών, είχα μείνει ελάχιστα στο παρελθόν, είχα ωστόσο την αίσθηση ότι το ξέρω καλά, το περιεχόμενο των δωματίων του, τη θέση του κάθε αντικειμένου εδώ κι εκεί, τη γνώριμη όψη της κάθε γωνιάς. Πίστευα ότι τίποτα, πλην της απόλυτης σιωπής και της ηχηρής απουσίας, δεν θα μπορούσε να με εκπλήξει.
Ωσπου, εν μέσω των ανασκαφών, άρχισαν οι αλλεπάλληλες εκπλήξεις. Σπεύδω να σημειώσω ότι εκείνη, όπως πολλές παλιές νοικοκυρές, δεν πετούσε σχεδόν τίποτα. Ετσι, εκτός από εκατοντάδες φωτογραφίες (δικές μας, συγγενικών και φιλικών προσώπων, αγνώστων πια για μένα – αγκάθι: γιατί να μην είχα ρωτήσει ποιος είναι ποιος, να μην είχα σκεφτεί τον φωτογραφικό αμητό που αμυδρά γνώριζα ότι υπάρχει στο σπίτι;). Γράμματα, επιστολικός ποταμός. Δικά τους (των γονιών), δικά μας (των παιδιών), συγγενών, φιλικά, ευχετήρια, συλλυπητήρια.
Συγκινητικές λεπτομέρειες: κομμένες μπούκλες από τα παιδικά μαλλάκια μας, πρώτα δοντάκια, πολλοί σχολικοί έλεγχοι με τα κατορθώματά μας, σχολικά τετράδια με τις εκθέσεις μας, σχολικά βραβεία κι έπαινοι, βιαστικά και προχειρογραμμένα σημειώματα, τετράδια μαγειρικών συνταγών, μισοχαλασμένα παιδικά μας παιχνίδια (είπαμε, της σχολής: δεν πετάμε τίποτα), θυμητάρια μισοξεχασμένα, κουτσές μνήμες, ανέλπιστες αναμνήσεις. Και τι ευφάνταστες κρυψώνες: πέρα από τα αυτονόητα συρτάρια και ντουλάπια, χωμένα στα πιο απίθανα μέρη, θαρρείς και προετοίμαζε από χρόνια ένα περίεργο «κυνήγι θησαυρού», διδάσκοντας και διασκεδάζοντας (;) πώς να σε μάθει, με τη σειρά σου, να μην πετάς άκριτα τίποτα, να διπλοσκέφτεσαι μήπως χρησιμεύει σε κάτι αυτό που ετοιμάζεσαι να αποχωριστείς – το ύστατο μάθημα, όσα τόσα χρόνια τα έπαιρνε ο άνεμος, μπαίνοντας από το ένα αυτί και βγαίνοντας από το άλλο, τώρα σε συμπυκνωμένες συμβουλές κι οδηγίες χρήσεως.
Ενα γλυκόπικρο καλοκαίρι, λοιπόν, μετεωρισμένο ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, όπου η σβούρα του χρόνου σε πέταγε πολύ πίσω και σε προσγείωνε απότομα στο πιεστικό τώρα, ένα σαστισμένο και αμήχανο τώρα, που σε άφηνε ορφανό και στην ορφάνια πρόσθετε και σωρό τις ευθύνες. Κράτησε μήνες εκείνο το ξεσκαρτάρισμα, ένα μοναχικό τανγκό: δυο βήματα μπρος, ένα πίσω (και τούμπαλιν), τι κρατώ και τι όχι, το καρεκλί του Ναξιώτη παππού, τα χράμια της γιαγιάς, το πιατομάνι του σπιτιού, τους σπόρους (λουλουδιών, φυτών) κρυμμένους στα πιο απίθανα σημεία επίσης, μέσα σε βάζα και βαζάκια, σε φακελάκια χωμένα σε τσέπες, σε σπιρτόκουτα κ.λπ.
Ωσπου το θλιβερό γκονγκ ξαναχτύπησε με ανατριχιαστική ακρίβεια, έναν χρόνο αργότερα, αυτή τη φορά για τον ξενιτεμένο αδελφό. Δεύτερο, στη σειρά, σαστισμένο καλοκαίρι. Δεύτερο ξεσκαρτάρισμα, πιεστικότερο αυτή τη φορά, εφόσον αποφάσισα να το κατοικήσω το σπίτι, εν είδει χρέους (μας), κατά κάποιον τρόπο: τα αδέλφια είχαμε εδώ και δεκαετίες απομακρυνθεί από την πατρική εστία, το ένα το μικρότερο οριστικά και τελεσίδικα πλέον, κι έμενε ν’ αποφασίσω εγώ αν βάζω ένα μεγάλο Χ στον τόπο αυτό των στοιχειωμένων ενθυμήσεων ή αν μένω σε τούτο το σπίτι που οι γονείς έχτισαν για εμάς, με άλλα όνειρα κι επιθυμίες, κι έφυγαν με την πικρή βεβαιότητα ότι έκτιζαν πάνω στην άμμο, σίγουροι ότι δεν θα μείνει τίποτα πίσω τους από όσα αγάπησαν, μάζεψαν, έφτιαξαν.
Το πένθος λοιπόν έγινε πείσμα: το σπίτι έπρεπε να φτιαχτεί στοιχειωδώς, να μερεμετιστούν οι πληγές του, να ανοίξει τα πορτοπαράθυρά του να μπει πάλι το φως και η ζωή, να απαλυνθεί «ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» και να χαρούν οι εκλιπόντες, όπου κι αν βρίσκονται, διότι το σπίτι τούς θυμάται και ανασαίνει με τη μνήμη τους. Ακόμα νιώθω φιλοξενούμενη εδώ, στο σπίτι τους, όχι το σπίτι μου – ίσως είναι κι ένας τρόπος να σταματώ τον χρόνο, να νιώθω παιδί, μικρομέγαλο βέβαια, αλλά με γερό αγκυροβόλι.
* Η Λ. Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Για το σύνολο του έργου της, δοκιμιογραφικό, βιβλιοκριτικό, μεταφραστικό, βραβεύτηκε τον Ιούνιο του 2024 από το βιβλιοφιλικό περιοδικό «Ο αναγνώστης».
Υπό σκιάν
Το «Ανοιχτό βιβλίο», από συστάσεως του, φιλοξενεί πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δέκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού προσανατολισμού και αφηγηματικής παλέτας, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες, ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες επιμένουν τόσο στην κριτική πυξίδα όσο και στη λογοτεχνική απόλαυση). Μ’ άλλα λόγια, μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι (κι όχι μόνο) έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά – διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν ώς αρχές Σεπτεμβρίου.
Μετά τον Ακη Παπαντώνη, τη Σοφία Νικολαΐδου, την Ισμήνη Καρυωτάκη και τον Παναγή Παναγιώτοπουλο, συνεχίζει η Λίζυ Τσιριμώκου.
Μ.Φ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας