Δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν λίγο πριν από την εκπνοή του 2022 από τις εκδόσεις Loggia και δεν έλαβαν όση προσοχή τους άξιζε μες στο 2023, οι νουβέλες Τι δεν έχει πεθάνει της Αρτέμιδος Ψιλοπούλου και Συγκάτοικος του Βασίλη Τσιμπούκη, σύστησαν δύο καινούργιες, ισχυρές πεζογραφικές φωνές, οι οποίες, αν και ασφαλώς διαθέτει η καθεμιά το δικό της αποτύπωμα, παρουσιάζουν, ωστόσο, κάποιες ομοιότητες, γεγονός που ευνοεί τη συνεξέτασή τους στο πλαίσιο του παρόντος κριτικού σημειώματος.
Με κεντρική ηρωίδα την Αννα, η οποία δεν θυμάται τίποτα με σιγουριά, παρά μόνο το όνομά της, και μια χορεία άλλων προσώπων που κινούνται φασματικά γύρω της, με τον τόπο και τον χρόνο δράσης ηθελημένα ασαφείς, η Αρτεμις Ψιλοπούλου στήνει μια πολυπρισματική, μη γραμμική μα σφιχτοδεμένη αφήγηση, που πιάνει σήματα της πραγματικότητας, αλλά τα μεταχειρίζεται ελεύθερα, αφήνοντας έτσι να αναδυθεί μια ονειρική λογική.
Ο θάνατος, πραγματικός και φανταστικός, και η αναίρεσή του βρίσκονται, όπως υποβάλλει και ο τίτλος του βιβλίου, στον θεματικό πυρήνα των ιστοριών που συνθέτει η συγγραφέας. Οι ζωές των χαρακτήρων είναι, θα λέγαμε, μικρά μνημεία πένθους και θλίψης, κάτι όμως που αφενός περνάει μέσα από το φίλτρο του αλλόκοτου και αποκτά έτσι απρόσμενες, ενδιαφέρουσες διαστάσεις και αφετέρου αποδίδεται από τη συγγραφέα με μια αξιοσημείωτη ζωντάνια και φρεσκάδα στη γλώσσα: Δεν υπονοείται εδώ μόνο το λοξό χιούμορ, που διαποτίζει την αφήγηση, αλλά και η ίδια η ιδιοσυγκρασιακή χρήση της γλώσσας, η χαρά του γλωσσικού ξαφνιάσματος που βιώνει κανείς κατά την ανάγνωση και διαμορφώνει σαφώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του αφηγήματος.
Στα ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου συγκαταλέγεται και ο τρόπος χρήσης των διακειμενικών αναφορών (κυρίως σε εμβληματικές γυναίκες συγγραφείς όπως η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Τζένι Ερπενμπεκ και η Ελέν Σιξού), τις οποίες η Ψιλοπούλου φροντίζει να επιδεικνύει, αντί να τις συγκαλύπτει, αλλά και η ίδια η αυτοθεματοποίηση της γραφής, που καταπολεμά την άγνοια του εαυτού και τη λήθη και καταπραΰνει ή ξεγελά ίσως τον πόνο: «Λέξεις σαν αυτές ανασύρω από την αλλόκοτη μνήμη από τότε που ήρθα εδώ και κάθε μέρα φυτεύω στο τετράδιο ρήματα και ουσιαστικά, χωρίς προσδοκίες για συντακτικές ανθοφορίες και άλλα παρόμοια. Καινούργια μέρα, καινούργια σελίδα, κι αν η κραυγή είναι ίδια με τη χτεσινή, η συνήθεια της χαμηλώνει την ένταση. (…) Με λένε Αννα και μου αρέσει το φως. Και βλέπουμε».
Τη χαρακτηριστική ώσμωση ζωντανών και νεκρών, τη δεσπόζουσα θεματική της αποξένωσης και της μοναξιάς, αλλά και την υπέρβασή τους, που βρίσκουμε στο βιβλίο της Ψιλοπούλου, συναντάμε και στη νουβέλα του Βασίλη Τσιμπούκη. Εδώ ο κεντρικός αφηγητής, ένας αφοσιωμένος ακροατής του Νίκου Σκαλκώτα, αναπτύσσει μια τέτοια εμμονή μαζί του, ώστε ο συνθέτης έρχεται και εγκαθίσταται στο σπίτι του και στη ζωή του: «Σήκωσα το κεφάλι μου και καθόταν απέναντί μου, όπως το περίμενα πως θα γινόταν, με μια νότα έκπληξης, ένα κουδούνισμα, πες, στο άνοιγμα μιας πόρτας, αναγγέλλοντας μια άφιξη που θύμιζε αναχώρηση, μπορεί όμως και μια αδυναμία άφιξης, μια αδυναμία αναχώρησης».
Με την Ψιλοπούλου ο Τσιμπούκης μοιράζεται επίσης και την αξιοπρόσεκτη μέριμνα για τη γλώσσα, την υπαρξιακή ταλάντευση και αμφισημία, τη συστηματική υπονόμευση του ρεαλισμού, καθώς και τη μη γραμμική, σπονδυλωτή ανάπτυξη του αφηγηματικού υλικού του: Στον Συγκάτοικο κυριαρχούν οι πρωτοπρόσωπες μυθοπλαστικές αφηγήσεις –όπου συχνά εμφανίζεται το β’ πρόσωπο της απεύθυνσης–, στις οποίες παρεμβάλλονται τεκμήρια (επιστολές του Σκαλκώτα κυρίως προς τη φίλη του Νέλλη Ασκητοπούλου, καθώς και άρθρα από εφημερίδες της 20ής Σεπτεμβρίου του ’49, ημερομηνίας θανάτου του συνθέτη), ενώ οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι δανεισμένοι από τη σύνθεση «32 κομμάτια για πιάνο» του Σκαλκώτα.
Αυτή η εύτακτη αποσπασματικότητα συνδυάζεται με την ηρεμία και την κομψότητα του ύφους γραφής του Τσιμπούκη, με τον ίδιο τρόπο που η ιστορική παλινδρόμηση (η πραγματικότητα ενός αθηναϊκού διαμερίσματος του 2019, όπου εισβάλλουν μνήμες από το Βερολίνο του Μεσοπολέμου και την Αθήνα της Κατοχής, πόλεις-σταθμούς του βίου και της δημιουργίας του Σκαλκώτα) συνυφαίνεται με τη στοχαστική ενατένιση και την υπαρξιακή εμβάθυνση.
Σταδιακά κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα πρόσωπα και άλλες φωνές, που ανήκουν στη μητέρα του αφηγητή και στην αδελφή του συνθέτη, κουρδίζοντας την αφήγηση στον παρόντα χρόνο και προσδίδοντάς της αμεσότητα, προφορικότητα και θεατρικότητα, με τον αφηγητή σε ρόλο ενορχηστρωτή, υποβολέα και σκηνοθέτη: «Παύση. Πριν μιλήσει η δεύτερη φωνή ως αδελφή σου. Ως Κική. Ξαφνικά ορυμαγδός ήχων. (…) Σε κοιτάζει. Εσένα. Προσηλωμένη. Θα τα θυμηθεί όλα όσα της υπαγόρευσα; Παίρνει θέση, στυλώνει πλάτη». Φυσικά, οι μονόλογοι των προσώπων λαμβάνουν χώρα σε μια φανταστική σκηνή, ενώ, όσο προχωράει η αφήγηση, ο αφηγητής, ιχνογραφώντας τις προσωπικές και καλλιτεχνικές διαδρομές του Σκαλκώτα και μπαινοβγαίνοντας στη ζωή του, τείνει να συγχωνευτεί μαζί του («Μιλάω και από το στόμα μου βγαίνουν δύο φωνές»).
Εν ολίγοις, τόσο στην περίπτωση της Ψιλοπούλου όσο και σε αυτήν του Τσιμπούκη, έχουμε να κάνουμε με ένα κατασταλαγμένο πρώτο πεζογραφικό βήμα, με εμφανές το προσωπικό συγγραφικό στίγμα, που αναμφίβολα αφήνει σημαντικές υποσχέσεις για το μέλλον.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας