Στον Καουμπόη του Αλίμου (δέκατη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου από τις εκδόσεις Καστανιώτη) ο συγγραφέας πλάθει το αφήγημά του με πλήρη επίγνωση ότι όπως το ζυμάρι στον φούρνο, έτσι κι αυτό, αφού φουσκώσει, στο τέλος θα συρρικνωθεί και θα επιστρέψει σ’ εκείνη την ψίχα, την πρώτη ιδέα, σκέψη, εικόνα που το τροφοδότησαν: «Γιατί, μια φράση, ένα ερώτημα, μια ασήμαντη ίσως λεπτομέρεια, μπορεί να είναι ο πυρήνας της κάθε ιστόρησης, η μαγιά της».
Πόσες «λεπτομέρειες» κρύβονται πίσω από τις ιστορίες του; Πολύτροπα αλληγορικός και παραμυθητικός, αποφθεγματικός και ταυτόχρονα υπερβατικός, ο Μήτσου προτάσσει ένα τέλος και μίαν ανάταση που διαρκώς αναστέλλονται, καθώς στη γραφή του, συνειδητά και κατ’ εξακολούθηση ο γράφων δεν επιδρά μόνο ως δημιουργός, αλλά και ως «επινόημα».
Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο αυτός που διαμορφώνει τα έργα του∙ και τα ίδια τα έργα του, με αφορμή μια ιδέα, μια σκέψη, μια εικόνα, έναν πρώτο μυθοπλαστικό κόκκο στο μέγεθος ψίχας, τον οδηγούν και τον κατευθύνουν, είτε πρόκειται για μορφές από προηγούμενα βιβλία του, είτε για αντικείμενα, τόπους, ατμόσφαιρες που διαρκώς επανέρχονται μαζί με τις εμμονές του∙ διηγήματα τα οποία, αλλού ευθέως και αλλού πλαγίως, συνομιλούν και φέρνουν ξανά στο προσκήνιο την «Αλεξάνδρα», την «Γκαλίνα», «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», τον «Σκύλο της Μαρί», τον «Κύριο Επισκοπάκη», τον «Κίτρινο Στρατιώτη».
Εεικόνες και πρόσωπα αντιφατικά, τρυφερά, βίαια, μοναχικά, που εμφανίζονται και επανεμφανίζονται από γραφή σε γραφή και από διήγημα σε διήγημα∙ με τις «όψεις» τους συχνά να διαφοροποιούνται για να επαναπροσδιοριστούν και να στηθούν ξανά σε ένα άλλο επίπεδο, να επιβεβαιωθούν ή να κονταροχτυπηθούν διευρύνοντας ή συρρικνώνοντας το διακύβευμά τους, διαβλέποντας ή προτείνοντας κάποιαν άλλη εξέλιξη από αυτήν που ο εμπνευστής τους είχε αρχικά επιλέξει, μια λύση διαφορετική, μέχρις ότου κι αυτή (η διαφορετική) σύντομα να ανατραπεί και να μεταμορφωθεί σε ένα μίγμα αμφίσημο και ονειρικό, ένα σύμπαν όπου τίποτα δεν είναι πια μονοσήμαντο ή προβλέψιμο και όπου η ρευστότητα δεν περιορίζεται στην περι-γραφή της, αλλά αποτελεί δομικό στοιχείο της.
Στο πρώτο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Ο δισθανής» ο αφηγητής συναντά αίφνης τον εαυτό του στο πρόσωπο ενός νεότερου άντρα, για να αναγνωρίσει κατόπιν με έκπληξη ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη του ότι το είδωλο που του γυρίζει πίσω το βλέμμα του του είναι το ίδιο άγνωστο με αυτό του «σωσία» του. Συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει∙ πριν πεθάνει είναι ήδη νεκρός.
Στην ίδια ξενότητα και την ίδια υπαρξιακή δυστοπία κινείται και παραπέμπει το «Λεμόνι», ενώ στο διήγημα «Μια νύχτα με βροχή» ο πρωταγωνιστής του, παρά το ότι απεχθάνεται το δημοτικό τραγούδι, όταν βρεθεί αντιμέτωπος με τον θάνατο του πατέρα του σ’ αυτό θα καταφύγει για να τον ξορκίσει.
Αλλάζοντας κλίμα στο «Ξάγναντο», ο ομιλών, διαρκώς περιδινούμενος και σαφώς ασυμβίβαστος, θα επιστρέψει σ’ αυτό που υπήρξε παιδί, ένας εκλεπτυσμένος παρατηρητής και εκκολαπτόμενος συγγραφέας, ένα πλάσμα ευαίσθητο και μοναχικό που προτιμούσε να ατενίζει τη θάλασσα του Αμβρακικού, χωρίς να νοιάζεται για το ψάρεμα και τα πειράγματα των συμμαθητών του∙ εικόνα που αναβιώνει και ενισχύεται στο διήγημα «Ξηρασία»: «Εζησα στο ορεινό χωριό ως τα δέκα, έχω καθαρές και ανεξίτηλες τις εικόνες του. Θυμάμαι μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες, τοπία, μεγάλους βράχους και δέντρα συγκεκριμένα. Με τα ονόματά τους, με τις ιστορίες που τα είχα ντύσει».
Τι σπρώχνει τον Μήτσου στη συγγραφή; Στο συγγραφικό του σύμπαν, όπως και στην πραγματική ζωή που τόσο φοβούνται και αποφεύγουν οι ήρωες στα βιβλία του, όλα περιπλέκονται και περιδινούνται, όλα μεταφέρονται σαν δημοτικά τραγούδια σε παραλογές. Πολλά τα μυστήρια και πολλά τα όμορφα «ψεύδη» που δίνουν τροφή στην πυκνή, ευφάνταστη και ανατρεπτική πένα του συγγραφέα∙ άλλωστε στο χαρτί τα ψεύδη είναι πιο γοητευτικά και λιγότερο επώδυνα. Εδώ, το ίδιο το αίνιγμα εμπεριέχει τη λύση του. Στον «Ψεύτη» στο ερώτημα του Λαρς φον Τρίερ από το Nymphomaniac: «Πώς θα κερδίσεις πιο πολλά από την ιστορία μου; Με το να την πιστέψεις ή με το να μην την πιστέψεις;» ο αφηγητής και alter ego του συγγραφέα, απαντά: « “Ψεύτη”, με λέγανε, “ψεύτη”, όμως εγώ ποτέ δεν υπήρξα ψεύτης, άδικα μου φορτώσανε αυτό το όνομα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας