Πήρε τον ηλεκτρικό για Πειραιά στις έντεκα το πρωί. Το βαγόνι είχε δύο άδειες θέσεις, η μία μάλιστα ήταν δίπλα στο παράθυρο. Τσακίστηκε να πάει να καθίσει. Τόσο άγαρμπα πρέπει να είχε κινηθεί –κρατούσε και τη βαλίτσα– που έσπρωξε και τσαλαπάτησε όσους κάθονταν τριγύρω.
Είδε το ενοχλημένο βλέμμα της γυναίκας στη διπλανή θέση. Την κοίταξε στα μάτια σαν παιδί που έχει κάνει ζημιά κι εκείνη μουρμούρισε ένα «σιγά, χριστιανέ μου». Να, αυτά δεν ήθελε να παθαίνει. Του χάλαγε η μέρα από κάτι τέτοια κι άρχιζε να κάνει πάλι αυτές τις σκέψεις για το πώς θα ζούσε αν ήταν αόρατος.
Κρατούσε σφιχτά τη μικρή βαλίτσα ανάμεσα στα πόδια του. Για να ξεχάσει την γκάφα που μόλις είχε κάνει άρχισε να απαριθμεί τα πράγματα που είχε πάρει μαζί του: σαγιονάρες, μαγιό, καθαρές κάλτσες και εσώρουχα. Δύο βερμούδες και δύο μακό. Ξέχασε να πάρει ένα ψιλό μπουφανάκι για το βράδυ. Κι αν είχε ψύχρα; Δεύτερη γκάφα. Αν ζούσε η μητέρα του θα του τα έψελνε για τα καλά. Ενα ταξίδι αποφάσισε να πάει και τα είχε κάνει θάλασσα.
Διακοπές δεν είχε πάει ποτέ μέχρι τώρα που ήταν τριάντα δύο ετών. Παιδί όταν ήταν, έβλεπε κάθε Αύγουστο τα μαγαζιά να κολλάνε το σημείωμα «κλειστό λόγω διακοπών» στην πόρτα. Αρκετοί έγραφαν επακριβώς τις ημερομηνίες που θα λείπουν κι εκείνος τις μάθαινε απέξω.
Ηξερε με ακρίβεια πότε θα ανοίξει πάλι το καθαριστήριο, το φαρμακείο, το ψιλικατζίδικο. Για κάποιους μάλιστα ήξερε και πού θα βρίσκονται το διάστημα των διακοπών. Από το μπαλκόνι του υπερυψωμένου ισογείου τους, επί της Αρχελάου, μπορούσε να βλέπει ποιοι γείτονες φόρτωναν μπαγάζια στα αυτοκίνητά τους και έφευγαν διακοπές. Πήγαινε και τους ρωτούσε πόσο θα λείψουν και πού πάνε, αλλά όσο μεγάλωνε διέκρινε μια δυσαρέσκεια όταν άρχιζε τις ερωτήσεις.
Μερικοί μάλιστα του έλεγαν ξεκάθαρα: «Δημητράκη, πήγαινε, έχουμε δουλειά». Σιγά, και τι τους ενοχλούσε να τους κοιτάζει όσο κατέβαζαν τα πράγματά τους και τα στοίβαζαν στο αυτοκίνητο; Το σκεφτόταν μα απάντηση δεν έβρισκε. Τι ενοχλεί, δηλαδή, κάποιος που στέκεται; Αντε να τους ρωτούσε πού πάνε, πόσο θα καθίσουν και τι πήραν μαζί τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έκαναν αυτές τις ενοχλημένες γκριμάτσες ή, ακόμα χειρότερα, άρχιζαν τα χαχανητά.
Πάντα ήθελε να πάει κι αυτός κάπου διακοπές και τώρα θα το έκανε. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα το πού. Σίγουρα πάντως δεν ήθελε να είναι στο καράβι πολλές ώρες ώστε να μη ζαλιστεί όπως τότε που είχε πάει με τη μάνα του αυθημερόν στην Τήνο για προσκύνημα. Θα έφτανε στον Πειραιά και θα αποφάσιζε, δε βιαζόταν, κανείς δεν τον περίμενε κάπου.
Κατέβηκε από τον ηλεκτρικό και ακολούθησε μια παρέα κοριτσιών με σορτσάκια και σακίδια που φαίνονταν να ξέρουν πού πηγαίνουν. Πέρασαν την κεντρική λεωφόρο, μπήκαν από την πύλη στο λιμάνι –αυτός ξοπίσω τους– και έφτασαν στα εκδοτήρια. Τις κοίταζε έτοιμος να πάει να βγάλει εισιτήριο στα τυφλά. Θα ήταν πολύ βολικό να πάει όπου πάνε. Στάθηκε δίπλα τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με το πιο άνετο ύφος που μπορούσε να προσποιηθεί ρώτησε: «Κορίτσια, πού πάτε;» Γύρισαν προς το μέρος του ξαφνιασμένες. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία, ύστερα τον ζύγισαν από πάνω μέχρι κάτω μέχρι που η μία του είπε κάπως απότομα: «Γιατί ρωτάς;»
Του κόπηκαν τα πόδια, ένιωσε σταγόνες ιδρώτα μέσα στα μαλλιά του έτοιμες να τρέξουν στο πρόσωπό του. Το μάτι του έπεσε πάνω στην ταμπέλα ΑΙΓΙΝΑ - ΑΓΚΙΣΤΡΙ και ψέλλισε: «Για Αίγινα εδώ βγάζω εισιτήριο;» Με το χέρι του που έτρεμε έδειχνε προς το εκδοτήριο. Η ίδια κοπέλα απάντησε «ναι», οι άλλες γύρισαν την πλάτη περιμένοντάς τον να απομακρυνθεί. Προχώρησε ντροπιασμένος στο τέλος της ουράς.
Μπροστά του δύο νεαροί. Συνομήλικοί του φαίνονταν, φορούσαν και μαγιό, σίγουρα ήξεραν να περάσουν καλά. Αυτούς θα ακολουθούσε. «Είναι ωραία η Αίγινα παιδιά; Αξίζει να πάω;» Η φράση του βγήκε πριν προλάβει να το σκεφτεί. Οι νεαροί τον κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω όπως είχαν κάνει πριν τα κορίτσια και ξέσπασαν σε γέλια. Δεν του απάντησαν ακριβώς, όμως τους άκουσε που είπαν «ωραία είναι, έχει και φιστίκια».
Το κατάλαβε ότι το είπαν κοροϊδευτικά και απομακρύνθηκε από την ουρά. Δεν θα πήγαινε στην Αίγινα. Στάθηκε στην πύλη του λιμανιού. Παντού γύρω του εκδοτήρια. Πέρασε απέναντι και κατευθύνθηκε προς τον ηλεκτρικό. Καλύτερα να πήγαινε άλλη μέρα διακοπές, να έχει πάρει μαζί του και μπουφάν.
* Η «Μέσα πέτρα» (Ποταμός, 2020) είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μ. Μανωλέλη
Υπό σκιάν
Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι γράφουν μια καλοκαιρινή ιστορία. Δέκα συγγραφείς, που τύπωσαν βιβλίο την τελευταία τριετία και απασχόλησαν κριτικούς και αναγνωστικό κοινό, ανταποκρίθηκαν στην πρόταση του Ανοιχτού Βιβλίου να θέσουν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους. Δέκα ανέκδοτα διηγήματα θα μας συντροφεύσουν ώς τις αρχές Σεπτεμβρίου, κουρδισμένα σε διαφορετική, όπως ήταν αναμενόμενο, τονικότητα: νοσταλγική, παιγνιώδη, αμφίθυμη, πολιτική, ενδοσκοπική, ανατρεπτική.
Γι’ άλλη μια φορά οι βιβλιοφιλικές σελίδες της «Εφ.Συν.» κι αυτό το καλοκαίρι (κλείνοντας ένδεκα χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας), εκτός από αναγνωστική πυξίδα, σας προσφέρουν και αναγνωστική απόλαυση.
Μετά τον Βασίλη Τσιμπούκη ακολουθεί η Μαρία Μανωλέλη.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας