Η Βάσω Σπηλιοπούλου, στην επιτυχή πρώτη πεζογραφική εμφάνισή της (Ασύμβατες διαδρομές, μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2019), είχε επικεντρωθεί στη συλλογική μνήμη και στα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Στο νέο της πόνημα, τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινο κουκούλι, εστιάζει στις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, μέσ’ από μια αναλυτική και ταυτόχρονα, σε πολλά σημεία, ελλειπτική και ποιητική γραφή. Στα δεκατέσσερα διηγήματα που συγκροτούν το νέο της βιβλίο, οι σκέψεις και τα αισθήματα των προσώπων περιγράφονται με μια φωνή η οποία, αν και εμφανίζεται εξομολογητική και θερμή, καταλήγει συχνά σε έναν νηφάλιο και αποστασιοποιημένο απολογισμό.
Στο «Κόκκινο κουκούλι», πρώτο διήγημα της συλλογής, η κεντρική ηρωίδα στην προσπάθειά της να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας υπερκινητικής, χειριστικής μητέρας κι ενός αδιάφορου, άπιστου συζύγου, το μόνο που καταφέρνει είναι να χάνει την εμπιστοσύνη της κόρης της παλεύοντας με ενοχές και εφιάλτες.
Σε αντίστιξη, στο δεύτερο διήγημα («Ασφυκτική αγκαλιά»), ο θυμός του αφηγητή, που μέμφεται τον πατέρα του για την αδυναμία του να κρατήσει στο σπίτι τους τη «φευγάτη» μητέρα, θα καταλαγιάσει κάτω από μια σκέψη πιο ώριμη και μια ειλικρινή συγκατάβαση απέναντι στα λάθη του γεννήτορά του. Κι εδώ η έλξη και η απώθηση διαδέχονται η μία την άλλη, μέχρις ότου η οργή να παραχωρήσει οριστικά τη θέση της στην κατανόηση και στην αποδοχή.
Στην ατμόσφαιρα των αντικρουόμενων συναισθημάτων συμπλέουν και τα υπόλοιπα δώδεκα διηγήματα της συλλογής, με το παρελθόν και το παρόν να συγχέονται από μια μνήμη που άλλοτε εμφανίζεται θολή και αναξιόπιστη κι άλλοτε εξαιρετικά λεπτομερής και ακριβοδίκαιη, τη στιγμή που η αφηγήτρια δεν παύει να αναρωτιέται: «Θα ζούσα άραγε τη ζωή μου με τον ίδιο τρόπο ξανά; Θα έκανα τα ίδια ασυγχώρητα λάθη;» («Οτι ήταν να σωθεί, είχε σωθεί»).
Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν το χαμηλόφωνο «Αναγκαστικός περίπατος», με τον αφηγητή να καταφεύγει σε μακρινούς περιπάτους για να ξεφύγει από το άγχος του μετά την απομάκρυνση από τη συζυγική εστία, το «Να τα εκατοστίσεις» για το γκροτέσκο ανατρεπτικό τέλος του, το «Είναι ζητήματα διατροφής» για το χιούμορ και το προφορικό και αβίαστο ύφος, το «Φάλτσες φωνές» για την ευφάνταστη και καλά δομημένη πολυφωνία του, και τα καταληκτικά «Σαν βαχογραφίες», «Υπάρχει θεραπεία» και «Ο,τι ήταν να σωθεί, είχε σωθεί» για το απολαυστικό παιχνίδισμα ανάμεσα στο παρόν και τη νοσταλγία, με αποκορύφωμα, το λυρικό και ιδιαίτερα στοχαστικό «Μαύρα πέδιλα», εμπνευσμένο από την Κλαρίσε Λισπέκτορ.
Τη φράση του Τζιμ Μόρισον «Υπάρχουν πράγματα γνωστά και πράγματα άγνωστα και ανάμεσά τους υπάρχουν πόρτες», διαλέγει η Μαρία Βέρρου για προμετωπίδα στη συλλογή διηγημάτων Η μεγαλοψυχία των δέντρων (εκδόσεις Εύμαρος, 2023) – και δικαίως.
Οπως και στο πρώτο πεζογραφικό έργο της, το αφήγημα Σκάμματα του χρόνου (εκδ. Θράκα, 2019), η συγγραφέας, με όπλο της έναν ιδιότυπο λυρισμό, εμμένει σ’ αυτό το αλλόκοτο «ανάμεσα», αυτό το πρωτεϊκό, ανοίκειο αίνιγμα το οποίο κάτω από την επίδραση μιας εσωτερικής και συνεχώς επιδεινούμενης υπαρξιακής ταραχής, μπορεί και αλλάζει διαρκώς μορφή κινούμενο και παρακινούμενο από έναν ασαφή χωρόχρονο κι ένα σκηνικό που άλλοτε θυμίζει ονειρική δυστοπία κι άλλοτε πλουμιστό εφιάλτη.
Στα δεκαέξι διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή της Βέρρου, άνθρωποι μόνοι βουλιάζουν κάτω από το βάρος μιας άδειας ζωής, πρόσωπα που έχουν κατ’ εξακολούθηση κακοποιηθεί από τον οικογενειακό και τον κοινωνικό τους περίγυρο εξαιτίας της αδυναμίας τους ή της ερωτικής τους ιδιαιτερότητας, είτε περιθωριοποιούνται και γίνονται θύματα («Ντολόρες», «Ηχοι ασταθείς») είτε καταφέρνουν να απελευθερωθούν εξωτερικεύοντας την οργή τους («Ζάχαρη άχνη») και καταφεύγοντας σε μιαν άλλη πραγματικότητα, όπου όλα μπορούν να συμβούν και συμβαίνουν («Απρόβλεπτες συναντήσεις», «Πιπ τόου», «Ρυτίδα στο μεσόφρυδο», κ.ά.).
Στο πρώτο κατά σειρά διήγημα («Το κενό μεταξύ των πραγμάτων»), μέσα από αυτόν τον μπερδεμένο και ελάχιστα προσδιορισμένο χωρόχρονο, ένα ζευγάρι καλείται να αντιμετωπίσει το τέλμα μιας καθημερινότητας όπου τίποτα δεν είναι όπως θα μπορούσε να είναι, με τον άντρα σε κατάσταση μόνιμης μέθης να μην αναγνωρίζει ούτε την άσφαλτο στον δρόμο πάνω στον οποίον κινείται∙ έναν δρόμο που αλλού στενεύει, αλλού πλαταίνει και εντελώς απροειδοποίητα χάνεται, όπως ακριβώς θα χαθεί και ο ίδιος ο ήρωας που τον διατρέχει.
Οπως και σε άλλα σημεία της ανά χείρας συλλογής της Βέρρου, ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα της απώλειας και μιαν εξιστόρηση πρόθυμη να παραδοθεί στη φαντασία και τη μαγεία, η τριτοπρόσωπη φωνή του αφηγητή γυρνά απροειδοποίητα στο πιο οικείο δεύτερο πρόσωπο της απεύθυνσης, με πολλά ωστόσο στοιχεία ειρωνείας και διακωμώδησης.
Ανάμεσα σκληρού και μαγικού ρεαλισμού κινείται και το αμέσως επόμενο διήγημα («Από συνήθεια»), με τις κοφτές ατάκες και τους λεκτικούς διαξιφισμούς των αποθανόντων συζύγων να πολιορκούν τ’ αφτιά ενός αγαθού παπά που αναπαύεται κάτω από τη σκιά ενός μεγαλόθυμου δέντρου.
Τέλος, ενώ οι ήρωες στις επί μέρους αφηγήσεις δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, στο καταληκτικό διήγημα της συλλογής («Ανταμοιβή»), μια χωρισμένη χώρα θα καταφέρει να τους ομαδοποιήσει, χαρακτηρίζοντας κάποιους Εντός και κάποιους άλλους Εκτός των συνόρων της.