Οι δύο συντελεστές αυτής της έκδοσης είναι ευρύτερα γνωστά πρόσωπα: η Καρδαμίτση-Αδάμη, πέρα από εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις, για τη συμμετοχή της σε συγγραφή βιβλίων και λευκωμάτων για την ιστορική Αθήνα και τα μνημεία της και η Σολωμονίδου-Μπαλάνου, επίσης για τη συμβολή της με σκίτσα στον Τύπο, στην Καθημερινή για περίπου μισό αιώνα, εικονογραφώντας επίκαιρες πνευματικές εκδηλώσεις και παράλληλα, μνημειακά κτίρια συνδεμένα με τον πολιτισμό της πρωτεύουσας.
Οι δυο αυτές κυρίες συναντώνται το 2003, με την ευκαιρία έκθεσης της πρώτης στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, όπου η Αδάμη είχε αναλάβει να μιλήσει στην έκθεσή της –και η ομιλία της εκείνη, μετά από 20 χρόνια, μετασχηματίζεται τώρα, με κάποιες συμπληρώσεις, σε ένα κομψό κίτρινο βιβλίο- διατηρώντας περίπου τον ίδιο τίτλο. Αρα, κίνηση μέσα στον χρόνο για την ιστορία της Αθήνας, κίνηση μέσα στα κύματα των αναμνήσεων όσων μετείχαν διαχρονικά στην πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας, ανάσυρση προσώπων, γεγονότων, στιγμιότυπων.
Το βιβλίο τέλος παρουσιάστηκε στις 4 Μαΐου, με ομιλητές την Κατερίνα Κορρέ και τον Νίκο Βατόπουλο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να γίνουν αναφορές σε όσα άλλοτε εικονογραφούσε η Σολομωνίδου-Μπαλάνου, παρούσα αλλά βουβή σε αυτή την εκδήλωση. Ετσι αναδύεται η πρόσφατη ιστορία της πόλης, παρελαύνουν γνωστές προσωπικότητες που μετείχαν σε σπουδαίες ιστορικές στιγμές της, υπενθυμίζεται η ύπαρξη μνημείων που διαχρονικά στεγάζουν την πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Αυτή είναι η «καλή εικόνα» της πρωτεύουσας, η πιο εξευγενισμένη και καλλιεργημένη, η δραστήρια γύρω από πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα.
Είναι ο τόπος του «κοινού» που υποστηρίζει τη μετάκληση τόσων λαμπρών καλλιτεχνών, που γεμίζει τις αίθουσες και τους δίνει λάμψη. Η Σολομωνίδου-Μπαλάνου δεν καταγράφει μόνο τους πρωταγωνιστές αλλά αφήνει χώρο συχνά και για όσους συμμετέχουν, έστω με αδρές γραμμές. Γιατί ουσιαστικά στήνει μια ατμόσφαιρα, αναπαριστά τα γεγονότα σαν συνολικά συμβάντα, με την επίσημη και την ανεπίσημη, ανεκδοτολογική πλευρά τους. Κι εκεί φαίνεται η υπεροχή της από μια συμβατική φωτογραφία, ακόμα και από ένα σημερινό βίντεο. Το μάτι της πιάνει όλα εκείνα τα μικρο-γεγονότα που συνιστούν τη ζωντάνια της κάθε εκδήλωσης. Ποτέ φλύαρα αλλά πάντα ελλειπτικά, σαν μια φευγαλέα εντύπωση. Διατηρώντας πάντα μια ευγενική χάρη – αυτή που σφραγίζει κάθε σκίτσο της. Και σφραγίζει συνάμα την ίδια την πόλη.
Γιατί η Αθήνα της Σολωμονίδου-Μπαλάνου δεν υπάρχει εκεί έξω ακριβώς με τους ίδιους όρους. Μπορεί ν’ αναγνωρίζεται ως «Αθήνα», ότι είναι εκείνη που παριστάνεται και να μη συγχέεται με άλλες πόλεις, όμως δεν θα τη βρείτε αυτούσια πουθενά. Εχει υποστεί μια μετουσίωση. Κι αυτή είναι η τέχνη της Σολωμονίδου-Μπαλάνου, που μαγικά, φαινομενικά χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια, βγάζει στο φως μια «άλλη» Αθήνα, τροφοδοτώντας μας με μια έντονη νοσταλγία. Ολα λοιπόν έχουν εξαϋλωθεί με κάποιο τρόπο, έχουν χάσει τη σωματικότητά τους. Είναι «σκίτσα», δηλαδή επεξεργασμένες απεικονίσεις. Και σε αυτές έρχεται η Καρδαμίτση-Αδάμη να μας ξεναγήσει, σαν να είμαστε επισκέπτες σ’ ένα φανταστικό πια, για σήμερα, μουσείο ιδανικών παραστάσεων.
Στην παρουσίαση του βιβλίου μάθαμε ότι η Σολωμονίδου-Μπαλάνου επεξεργαζόταν σε ολόκληρη τη ζωή της ένα «κουκλόσπιτο», μια τεράστια κατασκευή ονείρων, εμπλουτισμένη με αντικείμενα σε μικρή κλίμακα, κάτι μοναδικό κι αξεπέραστο, που στο τέλος δώρισε στο Μουσείο Παιχνιδιών του Μουσείου Μπενάκη. Αυτός ήταν ο δικός της κόσμος κατ’ αναλογία με τη δική της «Αθήνα», που παράλληλα συνεχώς επεξεργαζόταν μια ζωή με τη μια ή την άλλη ευκαιρία που της δινόταν.
Οσο για την Καρδαμίτση-Αδάμη, θα φτάσει στο τέλος της δικής της περιήγησης της πόλης και της ιστορίας της, για να αραδιάσει μερικές γνώριμες, αλλά φαινομενικά όχι κολακευτικές, «πλευρές» της Αθήνας, και θέτοντας κάθε φορά το ερώτημα: «Είναι αυτή η Αθήνα;» Η Αθήνα των διεκδικήσεων, η Αθήνα του «απόλυτου ρεαλισμού», η Αθήνα των μεταναστών, των «αναπαλαιώσεων», των αγχωμένων άγνωστων περιπατητών; Για να απαντήσει, καταφεύγει σε «εκείνο το ποίημα που μας μαθαίνουν στο Δημοτικό. Ολα πατρίδα μας», δηλαδή, γράφει κλείνοντας, «η πόλη μου».