«Πρέπει να φύγω από τη Μαδρίτη, να βρω δέντρα, πουλιά, μονοπάτια, δάση, ποτάμια, βουνά. Τι διάολο είναι αυτό που αιωρείται πάνω απ’ τον κόσμο; Είναι σημαντικό; Είναι θανατηφόρο; Μας αποστρέφεται η φύση; Είναι καταστροφή;
Είναι απλώς μία μικροενόχληση στην πορεία μας προς την ελευθερία και την αλήθεια, προς το νέο, τελειότερο ανθρώπινο είδος; […] Είναι κάτι περαστικό; Είναι σοβαρό; Είναι οικουμενικό; Μήπως πέθανε η Ιστορία, δηλαδή τα γεγονότα παγκόσμιας κλίμακας;», ο κορονοϊός.
Με αυτά στο μυαλό του, ο Σαλβαδόρ, ένας πενηνταοκτάχρονος καθηγητής, συνταξιούχος πλέον, εμφανώς alter ego του Μανουέλ Βίλας, γεννημένου το 1962, πενηνταοκτώ ετών κι αυτός το 2020, οπότε αρχίζει να ξετυλίγεται στα Φιλιά το νήμα της αφήγησης, μπαίνει στο αυτοκίνητό του και την κοπανάει από τη Μαδρίτη, μία ημέρα πριν ανακοινωθεί η καραντίνα.
Φτάνει να ζήσει σε ένα σπιτάκι σε ένα δάσος, παίρνοντας μαζί ελάχιστα πράγματα και λίγα βιβλία, ιδίως τον Δον Κιχώτη. Εχει ζήσει τη δικτατορία του Φράνκο, έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία, τον Ομηρο, έχει διδάξει στη Μέση Εκπαίδευση, η συνταξιοδότησή του είναι μια θαυμάσια ευκαιρία, στο πλαίσιο, μάλιστα, της κατάστασης εξαίρεσης που ιδρύθηκε την εποχή του κορονοϊού, για μια αποκαλυπτική εμπειρία.
Σε ένα γειτονικό στο σπιτάκι του χωριό, στα περίχωρα της Μαδρίτης, γνωρίζει τη Μονσεράτ, πωλήτρια στο μοναδικό παντοπωλείο της περιοχής: «Είδα πολλή ομορφιά σε αυτό το πρόσωπο, στα μάτια, στα μήλα, στα χείλια, στο δέρμα. Αυτός ο έρωτας με την πρώτη ματιά καταλαμβάνει την καρδιά μου, εγκαθίσταται για να ζήσει εκεί, χτίζει έναν οικισμό, ανάβει μια φωτιά, αυτή η φωτιά αρχίζει να καίει, γεννιέται ζωή γύρω γύρω» – η Μονσεράτ είναι γήινη, σαρκική, γοητευτική, δεκαπέντε χρόνια νεότερη. Εκτός εξίτηλης πραγματικότητας, ο Σαλβαδόρ, τον Μάρτιο του 2020, συνειδητοποιεί ότι «οι ερωτευμένοι δεν έχουν χρόνο να αφιερώσουν στον κόσμο». Θέλει να γίνει ένας από αυτούς, «ακόμα κι αν επιθυμεί να ερωτευτεί».
Θέλει να πει «στους σημερινούς, ακόμα και στους αυριανούς, επαναστάτες: είναι θαυμάσια η επανάστασή σας, αλλά δεν θα καταφέρω να σας συνοδεύσω, δεν έχω χρόνο, δεν έχω ούτε πέντε λεπτά ελεύθερα […] Διότι είμαι ερωτευμένος».
Ο Σαλβαδόρ διεκδικεί το δικαίωμά του να ερωτευτεί και όσο διαβάζουμε τον αναπόδραστα τρυφερό Βίλας σκεφτόμαστε πως ο έρωτας, καθώς προχωρά, το παρελθόν του διαγράφει, ο έρωτας ένα δάνειο είναι που συνάπτεται με υποθήκη το μέλλον, ο έρωτας δεν αφήνει πίσω του χαρακώματα, μια κεντρόφυγη δύναμη είναι, έρωτας σημαίνει για τον Σαλβαδόρ και τη Μονσεράτ την ανάγκη να προστατέψουμε, να θρέψουμε με τις αισθήσεις, να προφυλάξουμε για να προφυλαχτούμε, να γίνουμε φιλέταιροι και φιλάνθρωποι, ζηλόφθονα να περιφρονήσουμε, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε και να εγκλωβιστούμε – ο φόβος πάντοτε ψάχνει μιαν αγκαλιά και ο έρωτας εκπληρώνεται.
«Ο κεραυνοβόλος έρωτας», γράφει ο συγγραφέας τού Ορδέσα (Ικαρος, 2020), «είναι ο τρόπος με τον οποίο η ίδια η ζωή ωθεί τους φτωχούς και τους αθλίους στην εξουσία, στην πληρότητα, στο μεγαλείο, στη δόξα, στην οργή, στην τόλμη, στο πάθος, στο να γίνουν κυρίαρχοι του κόσμου και της Ιστορίας», ο έρωτας «είναι μια συγχώνευση βουλήσεων».
Ή, με τα λόγια του Θερβάντες –η Μονσεράτ είναι μια άλλη εκδοχή της Δουλτσινέας, «Αλτισιδόρα», την προσφωνεί ο Σαλβαδόρ– «ο κόσμος είναι μια διαδοχή φανταστικών καταστάσεων, μια ψευδαίσθηση μέγα μυστικόν», και ο έρωτας ενσαρκώνει, ονομάζει τον άνθρωπο, επιστέφει τον ανθρώπινο βίο με μια δόση ουτοπίας, πάει να πει ευτοπίας, ιδίως σε δύστηνες εποχές, εν μέσω εγκλεισμού.
Μέχρι που η οπλή της μνήμης επίμονα κτυπά τη γη του παρελθόντος των δύο εραστών, καθώς η ρουτίνα αναπαυτικά εγκαθίσταται στα έργα και στις ημέρες τους. Γιατί τα Φιλιά δεν είναι κυρίως ένα μυθιστόρημα για τη συνθήκη της πανδημίας, αλλά μια ποιητική ελεγεία, χάρη και στη μετάφραση στη γλώσσα μας από τη Νάννα Παπανικολάου, για το παρελθόν και τη μνήμη, αυτήν που επεκτείνει τρόπον τινά τον άνθρωπο, έτσι ώστε όσα έζησε και έγιναν λόγια και φιλιά, αυτές οι ανείπωτες λέξεις, αγγίγματα, αυτοί οι γιαλοί προς τις θάλασσες του πάθους, να διαβρώνουν τα φράγματα του χρόνου.
Η μνήμη στον Βίλας προσπερνάει, γυρίζει, ανασυγκροτείται, προβλέπει, πλάθει και διαπλάθει. Και, έτσι, εκτεφρώνει το μέλλον και ενσελιδίζεται σε υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας αφηγηματική επιφάνεια, σε πυκνά κεφάλαια, όπως και στο Ορδέσα, άλλωστε, με λόγο κοφτό, σχεδόν προφορικό, ύμνο, παράλληλα και συγχρόνως, στην ποιητικότητα του φυσικού τοπίου, αντάξιου ενός Θορό, αλλά και άμβωνας διακωμώδησης της σύγχρονης Ισπανίας, και, από αυτή την άποψη, τα Φιλιά θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μυθιστόρημα κοινωνικής κριτικής.
Κυρίως, πάντως, τα Φιλιά είναι ένα άκρως ερωτικό pas à deux, εξέγερση εν μέσω Σκότους. Φαρμακία και φάρμακο, όπως της πρέπει της μεγάλης λογοτεχνίας.