Προλογίζοντας τη Φαινομενολογία του πνεύματος (1807) ο Χέγκελ δηλώνει από τις πρώτες κιόλας γραμμές πως «ό,τι κι αν άρμοζε να πούμε για τη φιλοσοφία σε έναν πρόλογο, και όπως κι αν το λέγαμε, δεν μπορεί να θεωρηθεί είδος και τρόπος έκθεσης της φιλοσοφικής αλήθειας». Ετσι φαίνεται να υπονομεύει την ίδια την ιδέα της μνημειώδους έκδοσης των προλόγων και εισαγωγών των κυριότερων εγελιανών έργων, την οποία ο επιμελητής της, καθηγητής Παναγιώτης Θανασάς, προετοίμαζε επί σειρά ετών – εκτός βέβαια αν μπορούσε να μείνει κανείς ικανοποιημένος διαβάζοντας μια σειρά από κείμενα τα οποία ο ίδιος ο συγγραφέας τους υποβαθμίζει ως ένα είδος «εξιστόρησης» ή «επιχειρηματολογίας» που σε κάθε περίπτωση κείται εντεύθεν του Πράγματος της φιλοσοφίας εν γένει και όλως ιδιαιτέρως της ουσίας του δικού του φιλοσοφείν.
Ευτυχώς για εμάς ο Χέγκελ διαψεύδει εδώ τον εαυτό του, δικαιώνοντας παράλληλα τον Αντόρνο που θεωρούσε ότι η διαλεκτική αντίφαση, η αρχή πάνω στην οποία κατασκευάζεται όλο το εγελιανό οικοδόμημα, πρέπει να εφαρμόζεται και στον κατασκευαστή του, ο οποίος αυτοαντιφάσκει δημιουργικά, αίροντας τις ρητές δεσμεύσεις του, προδίδοντας ακόμα και την ακατανίκητη τάση του προς τη συστηματικότητα προκειμένου να υπηρετήσει το περίφημο Πράγμα, την αδέσμευτη κίνηση των εννοιών του.
Οταν επομένως ο Χέγκελ γράφει προλόγους και εισαγωγές στα έργα του (από τα οποία, ας θυμίσουμε, τα δύο πιο φιλόδοξα, η Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών και οι Βασικές γραμμές της φιλοσοφίας του δικαίου, ήταν εξαρχής σχεδιασμένα ως ανοιχτά, «προφορικά» κείμενα, που θα γίνονταν βάση πανεπιστημιακών παραδόσεων και συνεπώς θα αυτοσχολιάζονταν και θα συμπληρώνονταν καθ’ οδόν), όσο κι αν διακηρύσσει -και το κάνει όντως με συνέπεια- ότι τα γραφόμενά του θα είναι εξωτερικά προς το ζητούμενο και, αν όχι «άνευ εννοίας», πάντως περιφερειακά ως προς την κύρια εννοιολογική ανάπτυξη, παραμένει ανελλιπώς ο εαυτός του: τον βλέπουμε ανά πάσα στιγμή να περνά στο θέμα, το οποίο βέβαια είναι παρόν ευθύς εξαρχής, αφού δεν είναι άλλο από την αυτοκινησία των εννοιών, την ταυτότητα φιλοσοφικής μεθόδου και φιλοσοφικού αντικειμένου, που συν τοις άλλοις γίνεται και το κριτήριο βάσει του οποίου αξιολογούνται οι προηγούμενες φιλοσοφίες, ιδίως αυτές του γερμανικού ιδεαλισμού.
Αυτό φυσικά δεν θα πει ότι όλα τα προλογικά και εισαγωγικά κείμενα του Χέγκελ είναι ισάξια ή έστω ισοδύναμα κατά τη μορφή τους: για παράδειγμα, το ξεκίνημα της Επιστήμης της Λογικής μοιάζει καλύτερο προλόγισμα ή εισαγωγή στη Φαινομενολογία του πνεύματος απ’ ό,τι τα αντίστοιχα κομμάτια της τελευταίας, τα οποία φαντάζουν απεναντίας σαν κατάδυση σε μεγάλα βάθη σχεδόν χωρίς προθέρμανση· ή, άλλο παράδειγμα, η θεωρία της βούλησης που αναπτύσσεται στην εισαγωγή τής θρυλικά αμφιλεγόμενης Φιλοσοφίας του δικαίου εκκινεί ορμητικά την εννοιολογική μηχανή χωρίς παρά ταύτα να χάνει τον «εξιστορητικό» της χαρακτήρα, σαν να ήταν εξίσου δυνατή και νόμιμη η εισαγωγή και από άλλη θύρα στο «κυρίως σώμα της επιστήμης».
Η ανισότητα αυτή καθόλου δεν αντιβαίνει στις προθέσεις του Χέγκελ, ο οποίος είναι γνωστό ότι μικρή σημασία έδινε στην ορολογική αυστηρότητα και ακόμα μικρότερη στην ταξινόμηση του υλικού που αξιώνουν να παράσχουν οι τίτλοι των κεφαλαίων ή οι επικεφαλίδες των ενοτήτων ενός βιβλίου. Αποδεικνύεται μάλιστα χρήσιμη και για τον αναγνώστη, λειτουργώντας αν μη τι άλλο σαν υπενθύμιση ότι τα εγελιανά κείμενα δεν είναι κλειστές και αυτάρκεις οντότητες, αλλά παραπέμπουν το ένα στο άλλο, συχνά ανασκευάζοντας ό,τι θα μπορούσε απατηλά να εκληφθεί ως κατασφαλισμένη κι ετοιμοπαράδοτη γνώση.
Παραδόξως ίσως διατηρεί μια απαραμείωτη φρεσκάδα στον 21ο αιώνα αυτή η αγέρωχη αυτοαναφορικότητα ενός φιλοσοφείν που διατρανώνει τη «θεωρησιακή» φύση του, αρνούμενο να κάνει παραχωρήσεις όχι μόνο στα μη εννοιολογικά στοιχεία που περιέχονται στα προλογικά και εισαγωγικά του μέρη, αλλά και σε κάθε είδους εμπειρία ή αμεσότητα που δεν έχει υποστεί επεξεργασία αμιγώς φιλοσοφική, όχι αδιακρίτως επιστημονική, ούτε καν μαθηματική.
Στη σκηνή της νεότερης φιλοσοφίας, ο Χέγκελ προβάλλει σαν ένας ολοκληρωμένος, δηλαδή αυτοσυνείδητος Καρτέσιος: εδώ δεν είναι μόνο η αισθητηριακή εμπειρία που αποδεικνύεται απότοκο έλλογων κρίσεων, αλλά οι ίδιες οι κρίσεις επιστρέφουν στον εαυτό τους, αίρονται και συναιρούνται, σε μια ακατάπαυστη «εργασία του αρνητικού» που απλώνεται σε καθετί το επιστητό. Αυτή η κατεξοχήν μοντέρνα ολοκλήρωση μόνο ως ανολοκλήρωτο αριστούργημα μπορεί να παρασταθεί εποπτικά – εικόνα με την οποία ο Χέγκελ καταξιώνεται ως ο μεγαλύτερος ήρωας-αντιήρωας της φιλοσοφικής νεωτερικότητας.
Η δουλειά υποδομής του Π. Θανασά, με τα εκτενή ερμηνευτικά σχόλια και το υπομνηματισμένο γλωσσάρι της, έρχεται τρόπον τινά να προϋποτεθεί, ένεκα τόσο του αντικειμένου της όσο και της εμβέλειάς της, στις υπάρχουσες ελληνικές εκδόσεις των βασικών έργων του Χέγκελ, οι οποίες, με εξαίρεση τη σημαντική προ δεκαπενταετίας έκδοση της Φαινομενολογίας του πνεύματος (ως Φαινομενολογίας του νου) από τον Γιώργο Φαράκλα, παραμένουν από ανύπαρκτες έως ελλειμματικές. Στην πράξη θα φανεί αν αυτή η συμβολή θα μπορέσει να γίνει αφετηρία νέων εκδοτικών εγχειρημάτων στην εγελιανή γραμματεία, της οποίας η κρίσιμη σπουδαιότητα σήμερα έγκειται ακριβώς στον ανεπίκαιρο μοντερνισμό της – αμείλικτο εχθρό κάθε επικαιρότητας που στερείται Πραγματικότητας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας