Φανταστείτε πως ξυπνάτε ένα πρωί και διαπιστώνετε ότι έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης τα πουλιά, τα τριαντάφυλλα, τα πλοία, οι χάρτες, τα ημερολόγια και λογής λογής καθημερινά μικροαντικείμενα όπως οι κορδέλες, τα καπέλα και οι φωτογραφίες.
Σκεφτείτε πως οι διαδοχικές εξαφανίσεις των αντικειμένων συνεπάγονται την απαλοιφή κάθε ανάμνησης σχετικά με την ύπαρξη, τη χρήση, την αίσθησή τους. Στοχαστείτε το πλήθος των λέξεων που ξαφνικά παύουν να συσχετίζονται με κάτι το απτό, χάνουν τη νοηματοδοτική τους ιδιότητα και καταντούν «άδεια κελύφη» που μοιραία αχρηστεύονται.
Αναλογιστείτε ακόμη την επισφαλή θέση όλων όσοι δεν μπορούν ή αρνούνται να ξεχάσουν τα αντικείμενα που χάθηκαν στα ασφυκτικά όρια του δυστοπικού αυτού περιβάλλοντος. Τέλος, φανταστείτε μια ειδικά εκπαιδευμένη, ανάλγητη αστυνομική μονάδα, αποκλειστικό καθήκον της οποίας είναι ο εντοπισμός και του παραμικρού ίχνους εξαφανισμένων αντικειμένων και η οριστική εξάλειψή τους από τη συλλογική μνήμη.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η υπόθεση του μυθιστορήματος Η Αστυνομία της Μνήμης της διακεκριμένης Ιαπωνέζας συγγραφέα Yogo Ogawa που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, άρτια μεταφρασμένο από τη Χίλντα Παπαδημητρίου. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα κείμενα της Ogawa, την οποία το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνωρίζει από μεταγενέστερα κυρίως έργα της (Ξενοδοχείο Ιρις, O Παράμεσος, Αρωμα Πάγου κ.α. που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Αγρα). Εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, η αγγλική μετάφραση του μυθιστορήματος Η Αστυνομία της Μνήμης έφερε την Ogawa στο αγγλόφωνο λογοτεχνικό προσκήνιο και της χάρισε μια θέση στη βραχεία λίστα του περίβλεπτου βραβείου Booker 2020.
Το σκηνικό που επιλέγει η Ogawa είναι ένα νησί που δεν κατονομάζεται, όπου οι κάτοικοι εξοικειώνονται με τις αιφνίδιες απώλειες που κατά καιρούς βιώνουν. Αντιλαμβανόμενοι τον άμεσο αντίκτυπο της εξαφάνισης ενός αντικειμένου, οι νησιώτες παραδίδονται ως επί το πλείστον αδιαμαρτύρητα στη λήθη και ενίοτε συμμετέχουν με τελετουργικές κινήσεις στην καταστροφή των αντικειμένων που μια απρόσωπη Δύναμη όρισε αποβραδίς να χαθούν.
Η αφηγηματική φωνή ανήκει στην ανώνυμη πρωταγωνίστρια, μυθιστορηματογράφο στο επάγγελμα, η οποία βιώνοντας από παιδί απώλειες αντικειμένων και αγαπημένων της προσώπων διαπιστώνει ότι: «Οι άνθρωποι, κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση, είναι ικανοί να ξεχάσουν σχεδόν τα πάντα, λες και το νησί μας δεν θα μπορούσε να επιπλέει παρά μόνο σε μια τελείως άδεια θάλασσα».
Στο πλαίσιο της αφήγησης, παρακολουθούμε επίσης τη διαδικασία συγγραφής του τελευταίου μυθιστορήματος της πρωταγωνίστριας με θέμα μια δακτυλογράφο (αφηγηματικό κάτοπτρο της ίδιας) που χάνει σταδιακά τη φωνή της. Το άλλο νήμα της αφήγησης είναι μια καμουφλαρισμένη εκδοχή της ιστορίας της Αννας Φρανκ, το ημερολόγιο εγκλεισμού της οποίας καθόρισε την αναγνωστική και συγγραφική πορεία της Ogawa. Η πρωταγωνίστρια φυγαδεύει και κρύβει σ’ ένα καταφύγιο τον Ρ, τον επιμελητή των χειρογράφων της, εξαιτίας της αδυναμίας του να ξεχάσει εξαφανισμένα αντικείμενα, συνθήκη που τον καθιστά στόχο της διαβόητης Aστυνομίας της Μνήμης. Ο μόνος που γνωρίζει το μυστικό και γίνεται συνεργός της πρωταγωνίστριας είναι ο γέρος, ο ηλικιωμένος φίλος της και αφοσιωμένος αναγνώστης του έργου της.
Ο γέρος της εξομολογείται πως: «... υπάρχουν περισσότερα κενά στο νησί απ’ όσα υπήρχαν κάποτε. Οταν ήμουν παιδί, όλος ο τόπος έμοιαζε … πώς να το πω … πολύ πιο πλήρης, πολύ πιο αληθινός. Αλλά καθώς τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο αδύναμα, να γεμίζουν τρύπες, η καρδιά μου έγινε αδύναμη κι αυτή, εξασθένησε κατά κάποιον τρόπο». Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο γέρος και ο Ρ είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος - πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για ευαίσθητους δέκτες μιας εφιαλτικής πραγματικότητας απέναντι στην οποία ο μεν πρώτος υιοθετεί μια στωική στάση νιώθοντας ανήμπορος να την εμποδίσει, ο δε δεύτερος αντιστέκεται προσπαθώντας να περισώσει ό,τι μπορεί.
Ο κίνδυνος μιας εφόδου της Αστυνομίας της Μνήμης μονίμως καραδοκεί και οι τρεις κύριοι χαρακτήρες καλούνται να αντιμετωπίσουν μια τέτοια επέμβαση σε μια κεντρική σκηνή του κειμένου. Η Αστυνομία καταστρέφει προσωπικά κειμήλια, συλλαμβάνει και τιμωρεί παραδειγματικά τους παραβάτες: όχι μόνο εκείνους που «παράνομα» διαφύλαξαν εξαφανισμένα αντικείμενα αλλά πρωτίστως εκείνους που δεν μπορούν να τα ξεχάσουν, όπως επίσης κι εκείνους που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι όλοι οι υπόλοιποι τα ξέχασαν.
Με τη μινιμαλιστική του πλοκή και την απίστευτα διαπεραστική του ατμόσφαιρα, το κείμενο της Ogawa προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Το προφανές σημείο έναρξης της συζήτησης έχει να κάνει με τα όρια της επέμβασης ενός «οργουελιανού» τύπου κράτους στο πιο μύχιο ίσως κομμάτι της ανθρώπινης προσωπικότητας - αυτό που έχει να κάνει με τη διαχείριση των αναμνήσεων.
Ακολουθώντας μια πιο αφαιρετική προσέγγιση, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το κείμενο διαβάζεται και ως μια αλληγορία για τη λήθη που προκύπτει από τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και ταυτόχρονα ως ύμνος στην επίμονη ανθεκτικότητα της μνήμης.
Εν τέλει όμως, η αποσιώπηση που διέπει το αφηγηματικό σύμπαν γίνεται η πιο ηχηρή διαμαρτυρία απέναντι στο καταστροφικό έργο της Αστυνομίας της Μνήμης. Η σιωπή μάς αναγκάζει να αναμετρηθούμε με το κενό και να αντιληφθούμε απόλυτα την απουσία πραγμάτων, αισθημάτων και ανθρώπων.