Στην κουίρ θεωρία, όπως και σε κάθε θεωρία γενικότερα, μοιάζει ακόμα να επικρατεί εδραία η τάση να εξοβελίζεται το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο περιθώριο της θεωρητικής γραφής, αν όχι να αποσιωπάται ολωσδιόλου – φαινόμενο που ενώ εξηγείται εύκολα για τους κατεστημένους λόγους της «υψηλής» θεωρίας (όπου οι πανάρχαιες πνευματοκρατικές προκαταλήψεις συναντούν την επιστημονιστική απαίτηση της αφαίρεσης από το συγκεκριμένο, για να συγκλίνουν μαζί στον τεχνοκρατικό στόχο μιας διαχειριστικού τύπου εξάλειψης των ιδιαιτεροτήτων), παραμένει δυσεξήγητο για παραδόσεις οι οποίες βασίστηκαν από καταβολής τους στην πρόταξη και πολιτικοποίηση του προσωπικού.
Είναι πιθανόν η ίδια η έννοια της παράδοσης να κρατά εδώ το κλειδί: όσο πιο «παραδοσιακή» γίνεται μια ριζοσπαστική θεωρία και πολιτική πρακτική, όπως το κουίρ κίνημα, τόσο περισσότερο στριμώχνεται στα καθιερωμένα θεσμικά καλούπια, με ό,τι περισσεύει να γίνεται «λογοτεχνία», λόγια και έργα σχόλης, εξ ορισμού λιγότερα βαρυσήμαντα σε σχέση με την από καθέδρας διδασκαλία.
Οι Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον, διαθέσιμοι πλέον στην εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, είναι το αντίθετο των παραπάνω: κουίρ στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό τους, καταστρατηγούν κάθε διάκριση υψηλού και χαμηλού, θεωρίας και λογοτεχνίας, γενικού και ιδιαίτερου, φιλοδοξώντας να διατηρήσουν από τους απολιθωμένους πόλους αυτών των αντιθέσεων τα καλύτερα (ή, έστω, τα ακόμα χρήσιμα) στοιχεία τους. Το βιβλίο δίνει εξαρχής το στίγμα του, όταν στην πρώτη του κιόλας σελίδα μια συναισθηματικά φορτισμένη, τρόπον τινά πρωταρχική σκηνή πρωκτικού σεξ ακολουθείται από έναν συμπυκνωμένο, οιονεί μεθοδολογικό στοχασμό για τη σχέση ρητού και άρρητου στον Βιτγκενστάιν – από μια τέτοια αφετηρία όλα είναι δυνατά, δικαιολογείται να σκεφτεί κανείς.
Και πράγματι η συνέχεια δεν απογοητεύει: αφηγήσεις από τη ζωή μιας φαινομενικά «στρέιτ κοπέλας» η οποία έχει ερωτική σχέση (femme-butch, στην κουίρ αργκό) με έναν τρανς άντρα καλλιτέχνη, γίνεται θετή μητέρα του γιου του και κατόπιν βιολογική μητέρα του μωρού τους, εναλλάσσονται καταιγιστικά με την αποσπασματική αλλά συνεπή ανάπτυξη ενός κουίρ θεωρητικού προγράμματος που αμφισβητεί τόσο τις ταυτότητες όσο και τον ριζοσπαστικό αντιταυτοτισμό, διεκδικεί τη νομιμότητα μιας νεορομαντικής γυναικείας γραφής ενάντια στην ψυχρότητα, ενίοτε και την καταπιεστική εξουσία της προοδευτικής σκέψης (την οποία εκπροσωπούν κατά κανόνα λευκοί Ευρωπαίοι άντρες καθηγητές) και, στο τέλος, επιδεικνύεται επιτελεστικά με ένα αφοπλιστικό χρονογράφημα που συνδέει σε ένα είδος χιαστού τη γέννηση και τον θάνατο αντιστρέφοντας τα οικεία πρόσημά τους.
Γι’ αυτή την ασυνήθιστη ζωή και γι’ αυτή την ασυνήθιστη γραφή, ιδίως σε πλαίσια πρόσληψης όπως τα καθ’ ημάς (που εξακολουθούν να απέχουν από τη ρωμαλέα αντικουλτούρα της Καλιφόρνιας και κυρίως του Σαν Φρανσίσκο), είναι προφανώς έτοιμη η κατηγοριοποίηση: ξανά και ξανά πρόκειται για «λογοτεχνία», για μια «φωνή» που ευλόγως εξεγείρεται ενάντια στις προδιαγραφές της Θεωρίας, καθώς δεν μπορεί να τις εκπληρώσει, παραμένοντας οικειοθελώς εξωτική.
Απόδειξη (προκατασκευασμένη, αλλά πάντα απόδειξη), η καταφυγή στην αυτοβιογραφία και, ίσως ακόμα περισσότερο, τα φορμαλιστικά διαπιστευτήρια «λογοτεχνικότητας» που καταθέτει η υπό κρίση γραφή και τα οποία, ως γνωστόν (γνώση προκατασκευασμένη, αλλά πάντα γνώση), αποφεύγει επιμελώς η Θεωρία που θέλει να εκφράσει ακριβολογώντας το Δέον, το Είναι ή, συνηθέστερα, το Δέον Είναι της. Ενδέχεται όμως η Νέλσον να έχει έτοιμη την απάντηση σε αυτή την κακόβουλη επιχειρηματολογία.
Στις «πολύφυλες μητέρες της καρδιάς» της, που παραθέτει στοχαστικά και τρυφερά η συγγραφέας, δεν συγκαταλέγεται μια επιρροή η οποία φαίνεται ότι δεν είναι ούτε τόσο πολύφυλη ούτε τόσο βιωματική όσο οι υπόλοιπες: ο ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ, βασική ωστόσο αναφορά της Νέλσον τις πολυάριθμες στιγμές που μιλάει και η ίδια ως μητέρα.
Ο Γουίνικοτ, όπως έχει σχολιάσει ο Θανάσης Χατζόπουλος, «δεν παύει να μπαίνει, ως μη όφειλε, σε μια μητρική αλληλεπίδραση, η οποία φαίνεται να βάζει σε κίνδυνο την αναλυτική διαδικασία», μοιάζει να «έχει παγιδευτεί στη θέση μιας φαντασιακής μητέρας που προσπαθεί να φροντίσει» (D. W. Winnicott, Κράτημα και ερμηνεία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 339, 341). Αυτή ακριβώς η «παγίδα» στην οποία κινδυνεύει να πέσει «ανάρμοστα» ο Γουίνικοτ θα μπορούσε να είναι το οριστικό αντεπιχείρημα της Νέλσον σε όσους θα την ήθελαν περιχαρακωμένη σε μια ορισμένη τέχνη του λόγου χωρίς σοβαρές αξιώσεις.
Με μια έννοια η θέση της φαντασιακής μητέρας είναι ο ίδιος ο κουίρ τόπος της Νέλσον και των Αργοναυτών της: το αίτημα για μια σωματικότητα που υπονομεύει -όταν δεν εμπλουτίζει- τη θεωρία, για μια καθοδηγητική φροντίδα που κλονίζει, μερικές φορές ακόμα και απειλεί κάθε μύχια επαφή, αλλά χωρίς την οποία το προσωπικό καταδικάζεται να μείνει πειθήνια στην αιώνια, απολιτική υποτέλειά του. Και ίσως αυτός ο τόπος να είναι επίσης το φευγαλέο και πολυπόθητο σκάφος που οι ναύτες του το αλλάζουν συνεχώς εν πλω, αλλά εκείνο διατηρεί το όνομά του.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας