Το πρώτο βιβλίο της Χριστίνας Ντούση με τίτλο «Παιδικές ασθένειες» από τις εκδόσεις «Εναστρον» έρχεται να διεκδικήσει, και μάλιστα με τρόπο ιδιαίτερα δυναμικό, μερίδιο στην αναγνωστική δραστηριότητα της χρονιάς και όχι μόνο.
Με θητεία στον νομικό πολιτισμό η συγγραφέας, με βάση την ανάγνωση του βιογραφικού της, φαίνεται ότι φλέρταρε τον τελευταίο καιρό εμφανώς με τη λογοτεχνία, αν και οι καταβολές της λογοτεχνικής γραφής συχνά εντοπίζονται στο απώτερο παρελθόν των δημιουργών που έτσι κι αλλιώς τείνουν να αφομοιώνουν τα δρώμενα και να τα μεταστοιχειώνουν σε ρέοντα λόγο.
Στο πυρήνα του έργου της Ντούση βρίσκεται μια οικογενειακή ιστορία. Η αφηγήτριά της, σε ώριμη ηλικία πια, ανασκαλεύει το παρελθόν της, με αφορμή ένα βιβλιάριο υγείας το οποίο αποτελεί και το εφαλτήριο για την εξιστόρηση μιας υπόθεσης που συμπλέκει το προσωπικό με το οικογενειακό και τελικά με το κοινωνικοπολιτικό βίωμα. Αυτό το βιβλιάριο σε συνδυασμό με ημερολογιακές σημειώσεις και άλλες καταγραφές αποτελεί τα δομικά υλικά ώστε η αφηγήτρια να ανασυνθέσει πρόσωπα και καταστάσεις που εν πολλοίς τής είναι άγνωστα.
Η Ντούση έρχεται να μας επισημάνει με δεξιοτεχνία πόσο μακριά μας είναι τελικά οι δικοί μας άνθρωποι, πόσα πράγματα ούτε καν φανταζόμαστε ότι συνθέτουν τον ιστό της προσωπικότητάς τους αιτιολογώντας σε μεγάλο βαθμό τις αντιδράσεις και τις επιλογές τους.
Το βιβλιάριο υγείας της αφηγήτριας, που τυχαία ανακαλύπτει στο οικογενειακό εξοχικό, λειτουργεί ως βάση, μαζί με τα υπόλοιπα πειστήρια, για να αναδειχθεί το κομβικό πρόσωπο στη ζωή της, η μητέρα της, που από πολύ νωρίς προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την αινιγματική και πολυδιάστατη προσωπικότητά της έτσι όπως αποκαλύπτεται σταδιακά στη ροή της ιστορίας, γεγονός που την αναγορεύει σε πρωταγωνίστρια.
Η μητέρα της είναι μια γυναίκα δυναμική κι αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, μιας περιόδου ιδιαίτερα καταπιεστικής για τις γυναίκες, απωθητικής και αποτρεπτικής για υψηλούς στόχους και υλοποίηση φιλοδοξιών, αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα καθοριστικό για την πορεία που θα διαγράψει. Απαιτεί να σπουδάσει και το απαιτεί από έναν πατέρα συντηρητικό ο οποίος κάνει στο τέλος, ενδίδοντας στο πείσμα της, υποχωρήσεις αλλά υπό όρους. Εκείνη ωστόσο είναι ικανή και τα καταφέρνει. Αρχίζει να ξεδιπλώνεται η ιστορία της, η πορεία μιας γυναίκας που δεν στηρίζεται στην ομορφιά αλλά στην εξυπνάδα και στις ικανότητες διαχείρισης των δυσκολιών της ζωής που δεν είναι και λίγες: ένας πατέρας που εμφανίζεται στην πορεία να είναι μπλεγμένος σε καταχρήσεις, με μια οικογενειακή περιουσία εξανεμισμένη, ένας δικός της πρώτος γάμος αποτυχημένος, αλλά και μια προσπάθεια ανασύνταξης και επιβίωσης μέσα από αντίξοες συνθήκες. Ο δεύτερος γάμος της με τον πατέρα της αφηγήτριας της επιτρέπει να ζήσει έναν μάλλον συγκρατημένο αλλά ουσιαστικό έρωτα, όπως επιβάλλουν άλλωστε σε γενικές γραμμές τα δεδομένα της εποχής αλλά και οι δικές της αρνητικές εμπειρίες.
Η μητέρα είναι δημόσιος υπάλληλος, εκεί καταλήγει αναζητώντας τη σιγουριά και την ασφάλεια μετά τις αναταράξεις που βιώνει ως νεαρή κοπέλα στον οικογενειακό της περίγυρο. Εκ των πραγμάτων γίνεται τυπική, πειθαρχημένη σχεδόν αυστηρή με τα παιδιά της. Η αφηγήτρια την παρατηρεί από απόσταση και εκπλήσσεται όταν αργότερα, μέσα από τις σημειώσεις, ανακαλύπτει ιδιαιτερότητες στις επιλογές της που έρχονται σε σύγκρουση με την περσόνα που η ίδια προβάλλει και καλλιεργεί.
«Η δουλειά δουλειά και η γύρα γύρα. Είναι κάθε μέρα έξω. Τη μία σινεμά, την άλλη θέατρο, την παράλλη επίσκεψη. Η βραδιά καταλήγει σε χορό και για ύπνο στη μία. Και αυτό με συγκινεί. Δηλώνει ξεγνοιασιά. Κάτι που δεν είχε όσο τη θυμάμαι».
Βασικό στοιχείο της υπόθεσης και τραυματική εμπειρία για την αφηγήτρια η μάχη της μητέρας της με την αρρώστια, οι μεταλλάξεις στην καθημερινότητά τους, ο διαρκής αγώνας επιβίωσης με τα αλλεπάλληλα ταξίδια στο εξωτερικό ευελπιστώντας στην ίαση και κυρίως η απώλεια, που έρχεται με τρόπο σαρωτικό και επώδυνο όταν η αφηγήτρια και ο αδελφός της βρίσκονται στην εφηβεία.
Αντιδρά αναμενόμενα, σχεδόν τιμωρητικά προς τον εαυτό της, αναζητώντας διέξοδο στη θλίψη της. «Εκείνη τη χρονιά περπάτησα πολύ. Κάθε απόγευμα έβγαινα από το σπίτι μας στη Νεάπολη και περπατώντας έφτανα μέχρι το Παγκράτι, το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, την Ακρόπολη. Ετσι ανακάλυψα τα Αναφιώτικα, του Ψυρρή, το Γκάζι. Το ιστορικό κέντρο. Το Κολωνάκι. Τις μέρες που τα μαγαζιά ήταν κλειστά νόμιζα ότι ήμουν μόνη μου στον κόσμο. Ακόμα και τώρα, όταν περπατώ σε δρόμους με την αγορά κλειστή, έχω αυτή την αίσθηση της ερημιάς. Μέσα και έξω»
«Εμείς πηγαίναμε σχολείο.
Ο πατέρας μας πήγαινε γραφείο. Κάναμε τους φυσιολογικούς.
Αλλά δεν ήμασταν».
Ο λόγος της Ντούση ορμητικός, σε παρασύρει με την ταχύτητά του στη δίνη των γεγονότων, οι πληροφορίες έρχονται καταιγιστικές, σε βομβαρδίζουν. Οι προτάσεις μικρές, αλλά κοφτερές. Παρόλο που το θέμα παραπέμπει στο δράμα και θα μπορούσε να ξεφύγει σε ατραπούς μελοδραματικότητας ωστόσο η Ντούση τεχνικά αποφεύγει το μελό με στοιχεία χιούμορ και λεπτής ειρωνείας που προσφέρουν στον αναγνώστη τη συναισθηματική ισορροπία και τη νηφαλιότητα που απαιτείται, επιτρέποντάς του να παρακολουθεί αβίαστα τη συνέχεια του λόγου της.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας