Ο απαγορευμένος έρωτας ανάμεσα στους αλλόθρησκους, την ωραία Ελένη, κόρη άρχοντα από το Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, και τον Τούρκο Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας, λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821, μπορεί να ξεχάστηκε, αλλά το δημοτικό τραγούδι που τους μνημονεύει τραγουδιέται μέχρι σήμερα. Το δημοτικό αυτό, λοιπόν, βρίσκεται στο επίκεντρο του συναρπαστικού και συγκινητικού ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Ινδαρέ «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες», που εκτυλίσσεται σαν παραμύθι και σηματοδοτεί την επιστροφή του βραβευμένου σκηνοθέτη στο σινεμά -«Ο τσαλαπετεινός του Wyoming» (1995), «Γαμήλια νάρκη» (2003) κ.ά.- μετά από αρκετά χρόνια απουσίας. Προηγήθηκε το δοκίμιό του «Λενάκι. Δυο φωτιές και δυο κατάρες. Με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά», που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, αγαπήθηκε από τους αναγνώστες, απέσπασε θετικές κριτικές και εξακολουθεί να πηγαίνει καλά στις πωλήσεις.
Μετά από μια δυναμική πορεία σε φεστιβάλ, με διακρίσεις και επαίνους, το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε κύκλο προβολών (κάθε Σαββατοκύριακο από την 1η Φεβρουαρίου) στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ολοκληρώνονται σήμερα και αύριο, εκτός και αν δοθεί παράταση καθώς οι προβολές ήταν sold out.
Η έρευνα που πραγματοποίησε ο σκηνοθέτης τον οδήγησε εφτά γενιές πίσω, μέχρι τον προ-προ προπάππο του, τον οπλαρχηγό και συνονόματό του Δημητράκη Ινδαρέ, εξάδελφο της Ελένης, ο οποίος στις 16 Μαρτίου του 1821 έκαψε τον πύργο του αγά στη Μοστενίτσα και έστειλε πολεμοφόδια στην πολιορκία των Καλαβρύτων. Ο σύγχρονός μας Ινδαρές ξεκίνησε την έρευνα λίγο καιρό μετά την αδιανόητη περιπέτεια που είχαν ο ίδιος και οι δύο γιοι του, το 2019, όταν η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι τους στο πλαίσιο μιας αποτυχημένης αστυνομικής επιχείρησης με αποτέλεσμα την κακοποίησή τους. Αθωώθηκαν πανηγυρικά στο δικαστήριο και, όπως είχε προτείνει η εισαγγελέας, «όχι λόγω αμφιβολιών, αλλά γιατί δεν τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται».
● Η ιστορία αφορά πρόσωπα της οικογένειάς σας, ωστόσο δεν γνωρίζατε το παραμικρό μέχρι να ανακαλύψετε τυχαία τα χειρόγραφα του προ-προπάππου σας Λάμπρου Ινδαρέ, στο πατρικό σας σπίτι στην Πάτρα. Τι νιώσατε όταν τα διαβάσατε;
Αυτό ακριβώς αποδίδεται, νομίζω, στην ταινία. Με την αγωνία να μην πνιγεί στην αυτοαναφορικότητα. «Μια δίνη με παρέσυρε σε σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος», λέει ο αφηγητής. Και δεν είναι σχήμα λόγου.
● Ξέρατε ότι εμπρηστές έκαψαν τον πύργο του, στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, το 1895; Εξ αιτίας του γεγονότος, μάλιστα, η Εκκλησία εξέδωσε επιτίμιο -κάτι σαν αφορισμό- καθώς δεν βρέθηκαν οι ένοχοι. Οι σύγχρονοι κάτοικοι της περιοχής το γνωρίζουν;
Οχι, δεν το γνωρίζουν. Ή, τουλάχιστον, δεν το θυμούνται. Οταν βρήκα το επιτίμιο και στη συνέχεια συνάντησα σε κουβέντες άλλα σοβαρά γεγονότα που πλήγωσαν την κοινότητα, όπως, ας πούμε, φυσικές καταστροφές ή τα σκληρά εγκλήματα του Εμφυλίου, που φέρνουν ακόμη και σήμερα στους αφηγητές τους δάκρυα στα μάτια και ένα παράπονο βαθύ, κάπως τα πράγματα συνδέθηκαν μεταξύ τους μ’ έναν τρόπο συμβολικό. Αργότερα με την ανακάλυψη και της κατάρας της μάνας της Ελένης, που συνδέεται με τον γενέθλιο μύθο του χωριού, μια κατάρα που επίσης κανείς δεν θυμάται στο ίδιο το χωριό, άρχισα να σκέφτομαι για το αν η λήθη αρκεί τελικά για να γιατρέψει τα τραύματα. Και να αναρωτιέμαι αν η άρση αυτής της εκκλησιαστικής εκκρεμότητας θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μια αφορμή, σαν μια άσκηση καταλλαγής.
● Πώς καταφέρατε να ξετυλίξετε το νήμα της ιστορίας;
Οσο ψάχνεις, βρίσκεις. Εφτασα στα χρόνια πριν από το 1821 σχετικά εύκολα μέσ’ απ’ τα αρχεία και τις πηγές. Στο αρχείο του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας, που με οδήγησε η λαογράφος Ελένη Ψυχογιού, με τη δική της μελέτη για το δημοτικό τραγούδι της Ελένης, βρήκα αναφορές και στοιχεία για τα πραγματικά πρόσωπα της ιστορίας, που με ενθάρρυναν να ψάξω κι άλλο. Και να φτάσω σχεδόν διαισθητικά να συναντήσω ακόμη και τον ίδιο τον Ελμάζ στην αφήγηση ενός Αγγλου περιηγητή, του Ουίλιαμ Τζελ, που φιλοξενήθηκε από τον αγά σε μια χιονοθύελλα το 1805 στα Τριπόταμα, χωρίς μάλιστα να έχει συγκρατήσει το όνομά του.
● Προηγήθηκε του ντοκιμαντέρ το δοκίμιο. Ποιοι λόγοι σας ώθησαν να αφηγηθείτε την ιστορία και κινηματογραφικά;
Το βιβλίο είναι η έρευνα για το ντοκιμαντέρ. Ακόμα και οι ζωγραφιές της Λυδίας Βενιέρη που το εικονογραφούν, ήταν η δική της συγκινησιακή έκρηξη στη συνάντησή της με τα πρόσωπα, η γενναιόδωρη ανταπόκρισή της σε μια απρόσμενη σεκάνς. Η έκδοση του βιβλίου, που οφείλεται σε άλλους δύο γενναιόδωρους φίλους, τον Παντελή Μπουκάλα και την Εύα Καραϊτίδη, απελευθέρωσε την κινηματογραφική προσέγγιση από την πιο σχολαστική της πλευρά. Με πιο ελαφριά ψυχή και με την κάμερα του Δημήτρη Κατσαΐτη, αναζητήσαμε τις μνήμες της ιστορίας στους ίδιους τους κατοίκους και μαζί τις συνηχήσεις του τραγουδιού, της Ελένης και του Λιμάζη, στις πλαγιές του Ερυμάνθου.
● Είναι εντυπωσιακό ότι οι σύγχρονοι κάτοικοι στο Λειβάρτζι και στη γειτονική Μοστενίτσα, ιδιαίτερα οι γυναίκες, δικαιώνουν την απόφαση της Ελένης. Το περιμένατε;
Το δρομολόγιο και οι στάσεις της έρευνας έμοιαζαν σαν τη ροή ενός ποταμιού που σε παρασύρει. Ανοίγεις τα μάτια και τ’ αυτιά σου, ανοίγεις και την καρδιά σου και αφήνεσαι ταπεινά σ’ όσα σου αποκαλύπτονται. Αντιλαμβάνεσαι πόσο διαφορετική ήταν η πραγματικότητα, πόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις ακριβώς αυτά που συνέβαιναν πριν από 200 χρόνια. Πόσο ολέθριο είναι να τα κρίνεις ιδεολογικά και ιδίως με τα γυαλιά τού σήμερα…
● Πώς φαντάζεστε μια γυναίκα που υπερασπίζεται τα συναισθήματά της στον δικαστή της εποχής, ενώπιον του πατρός και της μητρός της, λέγοντας «Αντρα χρώσταγα, άντρα πήρα»; Μου είπατε ότι αντί για το μνημείο στον πρόγονό σας Δημητράκη Ινδαρέ, οπλαρχηγό της Επανάστασης, θα προτιμούσατε να στηθεί στο Λειβάρτζι μνημείο για την Ελένη. Γιατί;
Το «άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα» έχει διασωθεί στη μνήμη των ντόπιων. Λέγεται μέχρι και σήμερα. Αρα αποτελεί πραγματικά μια στιγμή πολύ σημαντική για τις ίδιες τις γυναίκες, που το λένε από τότε με καμάρι, κάθε φορά που η δική τους επιθυμία έρχεται σε σύγκρουση με εκείνη των γονιών τους. Νομίζω πως η περίπτωση της Ελένης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενώ τοπικοί οπλαρχηγοί, που οδήγησαν τους συντοπίτες τους στον αγώνα και διακρίθηκαν, υπήρξαν πολλοί. Οι τοπικές ιστορίες έχουν μακριές λίστες.
● Πώς το εξηγείτε ότι το τραγούδι τους διασώζεται μέχρι σήμερα;
Δεν είμαι ειδικός αλλά νομίζω πως το τραγούδι και συνολικά οι προφορικές παραδόσεις μεταβολίζουν τα βιώματα της κοινότητας κάνοντάς τα ένα είδος σοφίας. Μια εμπειρία στην οποία οι κοινωνοί προστρέχουν ή ανακαλούν τελετουργικά και παρηγορούνται. Βλέπεις το ύφος τους όταν το τραγουδούν. Οταν λένε «Λιμάζης με τον ταμπουρά κι Ελένη με τη ρόκα», όταν παίζει μια ζυγιά το θέμα, όταν μικροί και μεγάλοι χορεύουν… Θέλεις να χορέψεις κι εσύ. Μαζί τους. Οχι να χτυπηθείς μόνος. Και καθώς τα λόγια μιλάνε για την αγάπη, την αναγέννηση της ίδιας της ζωής, όλα γύρω σου και μέσα σου φωτίζονται αλλιώς. Για να το τραγουδούν τόσα χρόνια, κάτι θα ξέρουν…
● Στο ντοκιμαντέρ καταγράφετε μοναδικά την ομορφιά και την οργιώδη βλάστηση της ορεινής Πελοποννήσου. Σίγουρα σας έχουν πει ότι η φύση λειτουργεί λυτρωτικά στους θεατές. Ηταν η πρόθεσή σας να εξυμνήσετε τον τόπο των προγόνων σας;
Ολα αυτά που συζητάμε, το βιωματικό φορτίο της προφορικότητας, νομίζω πως τα καταλαβαίνεις καλύτερα στο πλαίσιο που γεννήθηκαν. Η φύση είναι όμορφη και γεμάτη συμβολισμούς. Το νερό που τρέχει διαρκώς κατατρώγοντας τα πάντα, δίνοντας ταυτόχρονα ζωή. Τα δέντρα με τις ρίζες τους, που ενώνουν τον κάτω με τον πάνω κόσμο. Τα γεφύρια. Ακόμη και τα συντρίμμια. Οι ίδιοι οι άνθρωποι του μόχθου, που διασώζουν τις μνήμες με ένα άλλο φως στο βλέμμα αλλά και στον ίδιο τον λόγο. Οσο υπάρχουν ακόμα, η κινηματογραφική μας ματιά οφείλει να συνομιλήσει μαζί τους. Γιατί τα πλατάνια έχουν αρρωστήσει και πεθαίνουν. Οπως πεθαίνουν και οι άνθρωποι. Ηδη το γεφύρι στα Τριπόταμα, που στην ταινία φαίνεται πνιγμένο στα πλατάνια, είναι σήμερα πιο γυμνό. Στο τέλος της ταινίας τέσσερις μορφές μάς γνέφουν ήδη απ’ τον άλλο κόσμο. Ετσι και η ίδια η ταινία καταλήγει να μοιάζει με γεφύρι…
● Τι κρατάτε πιο δυνατά μέσα σας από το ταξίδι των γυρισμάτων;
Την έξοδο όλων μας από το μεγάλο βάσανο του εγώ μας. Την απρόσμενη συνάντηση μ’ έναν άλλον κόσμο συμφιλίωσης και καταλλαγής, ενώνοντας τα καλά κομμάτια που κρύβουμε εντός μας. Λες και το τραγούδι της Ελένης ήταν το κλειδί, ή καλύτερα το μαγικό ξόρκι, που έδωσε σε όλους την ευκαιρία να γαληνέψουμε. Επειδή, από ό,τι φαίνεται, ένα από τα δώρα, ίσως το πιο σημαντικό, της λαϊκής μας παράδοσης, όταν τουλάχιστον δεν την προσεγγίζουμε ιδεοληπτικά, είναι αυτό. Η ουσία αυτού που λέμε και «παραμυθία».
● Κοιτώντας το ημερολόγιο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως η έρευνά σας για το βιβλίο και την ταινία μπορεί να επηρεάστηκε από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2019, όπου εσείς και η οικογένειά σας δεχτήκατε την εισβολή και την «περιποίηση» από την αστυνομία στο σπίτι σας.
Η διαπραγμάτευση με το κακό και το τραύμα ήταν εξαρχής σοβαρό κομμάτι του ταξιδιού της ταινίας. Η εντελώς απρόβλεπτη και απρόκλητη συνάντηση με το παράλογο, η στοχοποίηση από αμερόληπτους, υποτίθεται, εκπροσώπους των θεσμών, η αδιανόητη εμπάθεια και τοξικότητα των συμπολιτών, το ίδιο το «κακό», αν μου επιτρέπετε να πω, στην πιο ύπουλη μορφή του, έδωσε μια πιο ουσιαστική, υπαρξιακή διάσταση στην αναζήτηση. Και στην επιδίωξη της άρσης, της καταλλαγής.
● Πώς σχολιάζετε την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και τις καταιγιστικές εξελίξεις γύρω από το έγκλημα των Τεμπών;
Ποιος μπορεί να μετρήσει πόσο βαθιά είναι η κρίση; Μακάρι το κακό που έχει γίνει στους θεσμούς και στη συνείδηση των πολιτών να είναι αναστρέψιμο, έτσι όπως ο οπορτουνισμός και ο αμοραλισμός διδάχτηκαν και επιβλήθηκαν από ψηλά ως η νέα κανονικότητα. Ενας τραμπισμός με φιλικό πρόσωπο... Τα ηθικά πλεονεκτήματα αντικαταστάθηκαν από την έκπτωση της ίδιας της ηθικής και στον πολιτικό λόγο και την πρακτική. Οι δε αυταπάτες απέκτησαν άλλο περιεχόμενο, αυτό της ελπίδας πως θα τη σκαπουλάρουμε από τις όποιες ευθύνες... Πώς συμμαζεύεται όλο αυτό; «Είναι όλοι ίδιοι», εξακολουθούν να αναπαράγουν πολλοί ασυγχώρητα και σύντομα θα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο με αυτή την καθολική, μηδενιστική απαξίωση. Αλλη μια επιτυχία της γενικευμένης πολιτικής ακηδίας. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Πλην των μεγάλων μας «εγώ» αλλά κι ενός δόλιου φόβου, που πρέπει να νικήσουμε…
● Πώς βλέπετε να εξελίσσονται τα πράγματα για τους κινηματογραφιστές μετά τη συγχώνευση ΕΚΚ - ΕΚΟΜΕ;
Υπάρχουν εξαιρετικά επεξεργασμένες θέσεις και προτάσεις σε όλη τη διαδικασία της δημιουργίας του νέου υπερ-φορέα, από εξαιρετικά συγκροτημένους κι ενήμερους συναδέλφους. Ο διάλογος πρέπει να είναι διαρκής. Υπάρχει η αγωνία όλων μας να τον δούμε να αποδίδει σε όλες τις πτυχές της παραγωγής, σε μια αγορά που μεταλλάσσεται διαρκώς. Αυτό που οφείλουμε να υπερασπιστούμε, και ο φορέας και όλοι μας, συνειδητά και απενοχοποιημένα, είναι και η ανεξάρτητη ελληνική παραγωγή. Δεν είναι επαρχιωτισμός η εμμονή στη γλώσσα και την τοπική κουλτούρα. Κάποιες ταινίες που ξεφεύγουν από τις προδιαγραφές των script editors και των καναλιών, μπορούν επίσης να προσφέρουν μεγάλες συγκινήσεις και εκπλήξεις.
♦ «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες»
Ταινιοθήκη της Ελλάδος (15 & 16/2/25) στις 17.00. Aκολουθεί συζήτηση.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας