Χρόνια πριν σε «σκυλάδικο» στις παρυφές της πόλης, η φίρμα της μαρκίζας, τραγουδιστής μπάσος και βαρύς, πρωτοβγαίνει στην πίστα κατά τη 1.30 τα ξημερώματα, υποστηριζόμενος από γκαρσόνι. Είτε έφταιγαν τα ποτά της αναμονής, είτε τα «μαυράκια», πάντως ο άνθρωπος βρίσκει κάποτε τον κεντρικό του άξονα, στήνεται, δίνει σήμα στην ορχήστρα... Aλλά με τις πρώτες νότες ξεπηδάει τύπος από τα πρώτα τραπέζια κι αρχίζει να γυρνοβολάει περιχαρής. Ο τραγουδιστής γυρνάει στην ορχήστρα ξανά και με τα χίλια ζόρια της ζάλης του, της κάνει νόημα να σταματήσει. Απευθύνεται ύστερα στον χορευτή: «Ρε φίλε, αυτό δεν χορεύεται. Είναι “Μπετόβεν”», του λέει. Το περιστατικό μάς το ’χε πει αυτόπτης μάρτυρας, αγαπημένος συνάδελφος και θιασώτης των original σκυλάδικων, κάποτε που σχολιάζαμε την -πασοκική τότε- μόδα των επιδεικτικών ζεϊμπέκικων στις πίστες. Ισως να ’φταιγε αυτό, ίσως ο πατέρας μου που χόρευε μονάχος τις Κυριακές μετά τα πρώτα ούζα με μεζέ, μ’ εμένα να τον παρατηρώ και εκείνον να μου δείχνει «στο αυθεντικό ζεϊμπέκικο ο χορευτής δεν κάνει τσαλίμια, ούτε σηκώνει το βλέμμα. Χορεύει σκυφτός, βαρύς και μερακλωμένος».
Ισως πάλι να φταίει κι η αγάπη που ’χω στην πένα του Διονύση Χαριτόπουλου και σε κείμενα όπως αυτό που ’χε γράψει το 2002 στα «Νέα», επιμένοντας ότι «Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. [...] Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα “να γίνει”, να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε.[...]». Κι αλλού έγραφε για τον χορευτή πώς «επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. [...] Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το “Πάτερ Ημών”. Τα είπες όλα με τη μία». Πιθανότατα όλα αυτά φταίνε κι αναπτύσσω δυσανεξία στα πιο show off ζεϊμπέκικα. Αλλά τι να πω; Οτι βρήκα ωραίο το ενσταντανέ με το ποτηράκι και τον ζογκλερικό χορό του Παύλου του «Ελληνα», όπως προσφωνούσε ο Ρέμος τον «Ντεγκρές»; Ή ότι μου αρέσει το μπαλετικό ζεϊμπέκικο κι οι απλωτές τού Βασίλη Μπισμπίκη; «Ασε τους ανθρώπους να εκφράζονται όπως γουστάρουν», επιμένει μία ενοχική εσωτερική φωνούλα. «Αν το ζεϊμπέκικο», την αποστομώνω «είναι σαν το “Πάτερ Ημών”, ε, τότε ήμαρτον!»
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας