Το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου Αλέξη Ηρακλείδη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο, αποτελεί την πρώτη ελληνόγλωσση συστηματική προσπάθεια εισαγωγής στα βασικά ρεύματα της ισλαμικής σκέψης από την εποχή του Μωάμεθ έως σήμερα. Αντίστοιχα έργα αναφοράς εισαγωγικού χαρακτήρα για το Ισλάμ εμφανίζονται στην εγχώρια βιβλιογραφία ήδη από τη δεκαετία του ’70. Ωστόσο, αφορούν καθαρά θεολογικές-θρησκειολογικές επισκοπήσεις (Α. Γιαννουλάτος, Γ. Ζιάκας) ή ανθρωπολογικές προσεγγίσεις περί το Ισλάμ (Γ. Μακρής), ενώ πιο πρόσφατα πονήματα (Α. Ζιάκα, Μ. Μαριόρας) εστιάζουν σε επιμέρους πτυχές του ισλαμικού φαινομένου (διαθρησκειακές σχέσεις, ιστορικές καταβολές κ.ά.). Ο Ηρακλείδης, από την άλλη, επιχειρεί μια πολιτικο-φιλοσοφική ανάλυση της ισλαμικής σκέψης και της ιστορικής της εξέλιξης μέσα από την εξέταση των επιμέρους διανοητικών ρευμάτων που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του ισλαμικού στοχασμού ανά τους αιώνες. Σκοπός του είναι η ανάδειξη του ισλαμικού μοντερνισμού –αυτού που στις μέρες μας εκφράζεται ως ισλαμικός φιλελευθερισμός– σε βιώσιμη εναλλακτική απέναντι στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, η οποία είναι συμβατή με τις αρχές της νεωτερικότητας, καθιστώντας τους μουσουλμάνους δημιουργικούς πολίτες του σύγχρονου κόσμου, άνευ θρησκευτικών εκπτώσεων.
Βασική θέση του συγγραφέα είναι πως η δυσκολία μεγάλου μέρους του μουσουλμανικού κόσμου να συνδιαλλαγεί με τη νεωτερικότητα οφείλεται σε ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά της ισλαμικής παράδοσης, που συγκροτούν μια ισχυρή θρησκευτική ταυτότητα κι έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής έναντι του κυρίαρχου δυτικού-χριστιανικού προτύπου. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, το βιβλίο εκκινεί με μια εισαγωγή στα θεμέλια της ισλαμικής πίστης: τον Προφήτη και το Κοράνι (κεφ. 1). Εκεί περιγράφονται οι στερεοτυπικές θεωρήσεις δυτικών συγγραφέων για το Ισλάμ και τον Μωάμεθ, ενώ αναλύονται διεξοδικά κρίσιμες έννοιες (Κοράνι, Σούνα, Χαντίθ, Σαρία, τζιχάντ) και βασικές διαφορές μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού. Με τη γεωγραφική επέκταση του Ισλάμ προς δυσμάς, οι μουσουλμανικές ελίτ έρχονται σε επαφή με ρεύματα της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας, εγκαινιάζοντας τη Χρυσή Εποχή του (8ος-14ος αιώνας) (κεφ. 2). Εκεί, κυριαρχούν δύο τάσεις: αυτή του «ανοίγματος» των πολυμαθών φιλοσόφων (al-Razi, al-Farabi, ibn-Sina, Αβερρόης) και εκείνη της αντίδρασης της τάξης των ουλαμάδων (al-Ghazali, ibn-Taymiyya). Τελικά θα επικρατήσουν οι τελευταίοι και η ισλαμική σκέψη θα εισέλθει σε περίοδο διανοητικής στασιμότητας μέχρι τον 19ο αιώνα και τη συνάντηση του Ισλάμ με τον Διαφωτισμό – οπότε και εμφανίζονται τρεις διαδοχικές χρονικά τάσεις, που διαπραγματεύονται τον βαθμό αποδοχής και υιοθέτησης των δυτικών αξιών και προτύπων (κεφ. 3).
Με το πέρασμα στη μεταπολεμική εποχή, το ζήτημα της προσαρμογής του μουσουλμανικού κόσμου στα σύγχρονα πρότυπα ζωής θα επανέλθει επιτακτικότερα. Επίκεντρο της συζήτησης θα αποτελέσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και η συμβατότητά τους ή όχι με το Ισλάμ (κεφ. 4). Ετσι, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα θα σημαδευτεί από μια νέα αντιπαράθεση μεταξύ των εχθρών του ισλαμικού μοντερνισμού και των προασπιστών του. Οι πρώτοι (κεφ. 5) κινούνται ανάμεσα στο παραδοσιακό φονταμενταλιστικό Ισλάμ, τη ριζοσπαστική-τζιχαντιστική εκδοχή του, και μια νεο-παραδοσιακή σχολή που προκρίνει την ισλαμοποίηση της γνώσης. Οι δεύτεροι (κεφ. 6) χωρίζονται ουσιαστικά σε δύο τάσεις: τη συμβιβαστική, που προτείνει τη διατήρηση των συμβατών με τις νεωτερικές αξίες στοιχείων της ισλαμικής διδασκαλίας· και τη ριζοσπαστική, που προχωράει σε ρήξη με το ισλαμικό παρελθόν, προτείνοντας την επαναδιατύπωση του ισλαμικού μηνύματος σε νεωτερικές βάσεις. Μια τρίτη τάση, αυτή των φιλοσόφων, βρίσκεται πολύ κοντά στους ριζοσπάστες, διακρινόμενη κυρίως από τα αναλυτικά εργαλεία που αξιοποιεί. Εντέλει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι μόνες ρεαλιστικές και βιώσιμες λύσεις για τη συνύπαρξη του Ισλάμ με τον σύγχρονο νεωτερικό κόσμο είναι η επιλεκτική προσαρμογή ορισμένων πτυχών του –με στόχο τον εκσυγχρονισμό– ή η ριζική ανανέωση και αλλαγή της μουσουλμανικής νοοτροπίας. Βέβαια, όπως επισημαίνεται, η ισχυρή θρησκευτική ταυτότητα των μουσουλμάνων αποκλείει το ενδεχόμενο ριζοσπαστικών μετατοπίσεων.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη αποτελεί πολύτιμη συμβολή στην περί το Ισλάμ ελληνόγλωσση βιβλιογραφία και χρήσιμο βοήθημα για όσους και όσες επιθυμούν μια πανοραμική εισαγωγή στην ισλαμική σκέψη. Στις αρετές του συγκαταλέγονται -πέρα από την καθαρή γραφή του συγγραφέα και το καλαίσθητο της έκδοσης- η άρτια και εις βάθος ανάλυση των διαφόρων σχολών σκέψης, η νηφάλια και αντικειμενική προσέγγισή τους, η συγκριτική οπτική σε σχέση με τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό και το εύρος της παρατιθέμενης βιβλιογραφίας, που φέρνει σε επαφή το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με έργα-σταθμούς εμβληματικών εκπροσώπων της διεθνούς ισλαμικής διανόησης που, δυστυχώς, παραμένουν αμετάφραστα. Από την άλλη, η έλλειψη παραπομπών σε πρωτογενείς πηγές (π.χ. συλλογές Χαντίθ) και η παράθεσή τους μέσω αναφορών σε δευτερογενή έργα, η απουσία ευρετηρίου (παρά το πλήθος ειδικών όρων και ονομάτων), ορισμένες τυπογραφικές αβλεψίες αλλά και κάποιες θεωρητικές γενικεύσεις (ότι, π.χ., η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε θεοκρατικό καθεστώς, σελ. 194, ή ότι ο χριστιανισμός δεν αναγνωρίζει τη σεξουαλική επιθυμία, σελ. 200) ίσως δυσχεράνουν τους πρωτόπειρους αναγνώστες. Ανεξάρτητα, όμως, από τα όποια errata –τα οποία, εξάλλου, δεν λείπουν από καμία εκδοτική απόπειρα και διορθώνονται εύκολα σε περίπτωση επανέκδοσης– το «Ισλάμ και ισλαμική σκέψη» συμβάλλει στη διεύρυνση της συζήτησης για τον ρόλο του Ισλάμ στον σύγχρονο κόσμο και θέτει στο ελληνόφωνο κοινό επίκαιρα ερωτήματα για θέματα που το αφορούν για ιστορικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Υπ’ αυτή την έννοια, πρόκειται σίγουρα για έργο αναφοράς και απαραίτητο βιβλιογραφικό εργαλείο, το οποίο οφείλει να υπάρχει στο ράφι κάθε επιστήμονα, συγγραφέα, διανοούμενου, φοιτητή και φοιτήτριας που καταπιάνεται με τη μελέτη του Ισλάμ.
*Θεολόγος, πολιτικός επιστήμονας και υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας