Μια αναδρομή στα χρόνια του Εμφυλίου και της δεκαετίας του ’50 επιχειρεί η Νίτσα Λουλέ στο νέο της βιβλίο «Γιατί μου έκρυβες την αλήθεια;». Πρωταγωνιστές δέκα «παιδιά», στην 8η σήμερα δεκαετία της ζωής τους, που εξιστορούν τα προσωπικά τους βιώματα από εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή.
Την εποχή που παρά την επικράτηση του Εθνικού Στρατού και τη λήξη του Εμφυλίου, οι κυβερνήσεις της Δεξιάς επέμεναν εκδικητικά στην αντικομμουνιστική υστερία, εξαπολύοντας –παράλληλα με την αγριότητα των εκτελέσεων που συνεχίζονταν, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων, τη μετατροπή των απομακρυσμένων νησιών σε τόπους εξορίας και εξόντωσης– άγριο κυνηγητό στις μάνες, τις συζύγους και κυρίως τα παιδιά των κομμουνιστών.
Μέσα από τις διηγήσεις αναβιώνουν εικόνες παιδιών που έζησαν μαζί με τις μητέρες τους στη Μακρόνησο και στο Τρίκερι, που γεννήθηκαν στις φυλακές και παρέμειναν έγκλειστα ώς τα τέσσερα (έτσι όριζε ο νόμος) χρόνια τους, παιδιά που άλλαζαν σπίτια σε ξένες οικογένειες παίρνοντας κάθε φορά και άλλο όνομα, που έσμιξαν με τους γονείς τους ύστερα από χρόνια, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα συγχρωτισμού μαζί τους. Ηταν και εκείνα που δεν γνώρισαν πατέρα γιατί σκοτώθηκε στο βουνό, που βρέθηκαν μακριά από την Ελλάδα σε χώρες που κάποιοι άλλοι επέλεξαν γι’ αυτά.
Και παρότι τα βιώματά τους διαφορετικά, το τραύμα που σφράγισε την τρυφερή τους ηλικία κοινό. Με αυτό πορεύτηκαν, μορφώθηκαν, εργάστηκαν, δημιούργησαν οικογένειες και με αυτό κατάφεραν να βγουν από το σκοτάδι, για το οποίο τους προόριζε η πολιτεία.
Από το νέο βιβλίο της Νίτσας Λουλέ, που κυκλοφορεί τις προσεχείς μέρες από τις εκδόσεις Πεδίο, η «Εφ.Συν.» δημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Αποσπάσματα
■ Φλεβάρης 1948, Τρίπολη
Του φόρεσε το καλό του παντελόνι και το παλτό του μεγαλύτερου αδελφού. «Θα πάμε να γνωρίσεις τον πατέρα σου», του είπε η μάνα και χτύπησε με δύναμη την πόρτα βγαίνοντας. Ο Διονύσης Ταλαγάνης, όταν έφυγε για το βουνό, το φθινόπωρο του ’45, άφησε πίσω του πέντε παιδιά. Το μικρότε ρο, ο Δημήτρης, μόλις είχε γεννηθεί. Τώρα στα τρία του η μάνα τον πήρε από το χέρι για μία πρώτη και τελευταία συνάντηση γιου και πατέρα. Μέλος της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών), ο Διονύσης συνελήφθη από την Ασφάλεια της Τρίπολης μαζί με άλλους έξι. Με συνοπτικές διαδικασίες πέρασαν γρήγορα Στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως εγκληματίες και εχθροί της πατρίδας.
– Ποια είναι η τελευταία επιθυμία σου, τον ρώτησαν τις παραμονές της εκτέλεσης.
– Να αγκαλιάσω το παιδί μου, απάντησε. […]
«Η εκτέλεση του πατέρα ήταν η χαριστική βολή για εκείνη. Ημουν μικρός αλλά αρκετά μεγάλος για να βλέπω τη λύπη στα μάτια της. Ημουν μικρός αλλά αρκετά μεγάλος για να νιώθω την προσπάθεια των αδελφών μου να τη συνδράμουν όπως όπως. Το μεροκάματο της παραδουλεύτρας δεν έφθανε για να ταϊστούν τόσα στόματα. Κι έπειτα ήταν κι εκείνοι που δεν την ξαναπήραν στα σπίτια τους από φόβο μη χαρακτηριστούν».
■ Το σμίξιμο μάνας και γιου μετά από δυο χρόνια έγινε στα Χάνια του Πηλίου. Οπως υποσχέθηκαν οι αντάρτες στον 8χρονο Θανάση τον συνόδευσαν με τ’ άλογα στην αγκαλιά της. Η Μαρία Παπαρήγα δεν πίστευε στα μάτια της. Τούτο το μικρό παλικαράκι αψήφησε κάθε κίνδυνο για να βρεθεί κοντά της. Τον φιλούσε, τον ξαναφιλούσε κι όλο ρωτούσε τι κάνει ο μικρός του αδελφός. Μα εκείνος δεν είχε μάθει ότι πιάστηκε η θεία που τον φύλαγε και την ησύχασε πως όλα ήταν καλά.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά οι δυο τους θα περάσουν τα χίλια μύρια, περπατώντας μέρες και μήνες στα βουνά της Ελλάδας. Ο ίδιος μετά διηγήθηκε τις περιπέτειές τους και η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου τα μετέφερε στο βιβλίο της, με τίτλο «Λουλούδια στη θύελλα»:
«Περπατούσαμε τη νύχτα και κρυβόμασταν την ημέρα, για να μη μας δούνε από τα αεροπλάνα που πετούσαν συνέχεια πάνω από τα κεφάλια μας και έριχναν βόμβες. Από το ένα βουνό στο άλλο. Χωρίς φαΐ, χωρίς νερό. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Κράνα, βελανίδια, χελώνες. Κάποια στιγμή τελείωσαν τα σπίρτα και αρχίσαμε να τις τρώμε άψητες. Εγώ μέχρι και τα έντερα έτρωγα για να χορτάσω. Μια φορά σε ένα φαράγγι βρήκαμε κεράσια που είχαν γεμίσει μυρμήγκια. Βγάλαμε τα μυρμήγκια και τα φάγαμε. Μείναμε εκεί τρεις μέρες για να τα φάμε όλα. Στην αρχή ήμασταν πολλοί. Περπατούσαμε ένας ένας. Στα τελευταία λιγοστέψαμε. Αλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πέθαναν από την πείνα… Νέοι και γέροι… Ενας δείλιασε… Ηθελε να κατέβει στο χωριό. Τον είπαν προδότη και τον σκότωσαν. Δυο φορές χτυπηθήκαμε μέρα. Τη μια πληγώθηκα. Εχω το σημάδι στα πλευρά μου. Κι άλλη μια, στο Αρκουδοχώρι. Εκεί χάσαμε πολλούς. Η μάνα τραυματίστηκε. Κάποια στιγμή βρήκαμε ανάμεσα στα χόρτα ένα ρυάκι που έτρεχε. Εβαλε τα κλάματα από τη χαρά της. Σε αυτή τη μάχη χάσαμε τον Αντωνάκη, τον φίλο μου. Αυτός είχε και όπλο. Εγώ δεν είχα. Πήγε να βρει καμιά χελώνα στο δάσος και πάτησε νάρκη. Πέντε μήνες περπατούσαμε ώσπου να βγούμε από την Ελλάδα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας