Αν τίθεται εντός μας το ερώτημα αν χωρά η ποίηση (ή και η λογοτεχνία, εν γένει) στον καθημερινό αγώνα μας για την επιβίωση, η απάντηση βρίσκεται ασφαλώς στην ποίηση της Αντωνίας Μποτονάκη. Μπορεί να μοιάζει μεγαλόσχημη αυτή η εισαγωγή αλλά, ειλικρινά, στα τόσα χρόνια που σκύβω -με σεβασμό και επιμέλεια, θέλω να πιστεύω- στις γραφές των άλλων, η Αντωνία Μποτονάκη είναι από τις περιπτώσεις που έχουν επιβεβαιώσει την εντός μου άποψη ότι η γραφή αποτελεί ανάγκη και όχι πολυτέλεια. Επιπλέον ή και ακριβώς γι’ αυτό, οι στίχοι της έχουν τη δύναμη να μας μετακινήσουν με τρόπο ουσιαστικό από το κέντρο μας.
Ηδη από το εναρκτήριο πεζοποίημα της παρούσας συλλογής «Το δρεπάνι και το φεγγάρι» καταφέρνει να ξεπαστρέψει όλες μας τις βεβαιότητες και τις ασφάλειες. Ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι η εν προκειμένω «μελέτη περίπτωσης» δεν αποτελεί μια ακόμα συνηθισμένη μικροαστική ιστορία που μπορούμε εύκολα να παρακολουθήσουμε και να οικειοποιηθούμε, μας αναγκάζει να πάρουμε θέση και να διαχειριστούμε (ή όχι) τα δικά μας «κακώς κείμενα» που συνηθίζουμε να θάβουμε κάτω από το χαλί της υποτιθέμενης τακτοποιημένης ζωής μας.
Οι στίχοι της, ευθυτενείς και διάφανοι, άλλοτε σκληροί και αδιάλλακτοι: «Να ’μαι λοιπόν./ Μία ακόμα θηλυκιά./ Ιδια, όπως οι προβατίνες, οι αγελάδες και οι σκύλες./ Κι ολόιδια, όπως αυτές,/ δεν επιτρέπεται να τρώω τσάμπα το ψωμί μου» γράφει στο ποίημα «Ατροπος» κι άλλοτε αδιαπραγμάτευτα τρυφεροί όπως στο ποίημα «Πρόσφορο»: «Η μητέρα είχε ανορεξία νευρική. Από παιδί./ Μεγάλωσε σε πλήρη ένδεια./Το φαγητό ήτανε σπάνιο αγαθό./ Θαρρώ, το μίσησε από περηφάνια. //(...) Υστερα, έκοβε με το χέρι της ένα κομμάτι χθεσινό ψωμί.// Ετσι έμαθα πώς γράφεται η ποίηση».
Μη γελαστείτε όμως. Η ποίηση της Αντωνίας Μποτονάκη δεν είναι διόλου παρηγορητική. Εμφορούμενη από ένα μείγμα αυτοαναφορικότητας, προσωπικής και συλλογικής εμπειρίας και μνήμης, καταφέρνει με χειρουργική ακρίβεια μια εγκάρσια τομή που αποκαλύπτει με ωμότητα αλλά χωρίς κυνισμό την ανθρώπινη περιπέτεια, στην αγωνία αλλά και την υποκρισία της (όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Ασκηση μνήμης. Μικρό Αλγέρι»).
Ανυπόκριτα, ωστόσο, τα ίδια τα ποιήματα, ένα προς ένα, δεν εκβιάζουν ούτε στιγμή την εύνοια είτε τη συναίνεση του αναγνώστη. Τουναντίον, ποιήματα όπως π.χ. το «Παστούρωμα» («...ρωτήστε μας κι εμάς/ στην επαρχία που ζήσαμε (...) πώς ζήσαμε// Με το κεφάλι μες στα σκέλια μας/ Σακάτες, πληγιασμένοι και κουτσοί/ Το αίμα της καρδιάς μας φτύνοντας/ μέσα στις λίμνες των περιττωμάτων μας») αλλά και «Ποιος είναι;», «Ταπεινά δολώματα» κ.ά. είναι χτισμένα θαρρείς για να ενοχλήσουν καθώς ξεμπροστιάζουν το λίγο που συνήθως είμαστε απέναντι στο πολύ που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να είμαστε.
Από την άλλη, ποιήματα όπως το «Μυθιστόρημα Γ’ (Δικαίωση)» («Σαν βγήκε ο άγγελος για την παραλαβή/ φοβήθηκε ο νεκρός.// Να κλαίει άρχισε, να οδύρεται./ Δεν ήμουνα καλός, να λέει/ ούτε πατέρας μήτε σύντροφος, οκνός, δειλός και γυναικάς και πότης.// Κι άλλα πολλά ετοιμαζότανε να πει/ μα ο άγγελος σήκωσε τη ρομφαία/ (...)// Σε είχα δει. Ετσι του είπε./ Τρυφερά./ Σε είχα δει πώς μπόλιαζες τα δέντρα, πώς έπλαθες τη λάσπη/ και πώς με τις ασφοδιλιές έφτιαχνες ανεμόμυλους.// Και πέτρα λησμονιάς του ’δείξε να καθίσει») αλλά και «Νοσταλγία», «Μεταφορά», «Πατριδογνωσία» κ.ά. είναι περισσότερο συμπεριληπτικά και μαλακώνουν το μέσα μας έτσι που να μπορούμε πιο εύκολα να αντέξουμε τη σκληρή αλήθεια των στίχων της.
Εχω μιλήσει κι άλλοτε για τη μυστική συνωμοσία της ποιήτριας με τη φύση, κάτι που διασώζει τόσο το ποιητικό εγώ όσο και του αναγνώστη από την ολέθρια καταβύθιση. Ετσι κι εδώ, οι πλέον ανακουφιστικές ανάσες, μέσα στο σχεδόν αδιάκοπο σφυροκόπημα του εγώ, εδράζουν εκεί που ανασταίνονται «τα μανουσάκια στο γυραλάκι του λιόφυτου».
Αρκετές είναι και οι συνομιλίες της με άλλους δημιουργούς καταδεικνύοντας ότι η τέχνη είναι ένα δοχείο ώσμωσης που ξεπερνά τον χρόνο και τον χώρο. «Να ζήσεις φωναχτά δεν άντεχες», «Το μωρό έγινε πάγος», «Στον Αντρέι Ταρκόφσκι» και «Ο θάνατος του ποιητή» είναι οι άμεσες.
Ενδιαφέρουσα και ευρηματική η σύλληψη να διαχωρίσει και ταυτόχρονα να ενοποιήσει τα ποιήματα των πέντε ενοτήτων που αποτελούν τον κορμό του βιβλίου μέσα από τα εναρκτήρια κάθε φορά πεζοποιήματα που ονοματίζει Ομολογίες ή ψαλμούς, έτσι ώστε εντέλει συνθέτουν μια αφήγηση συνεκτική.
Ενα είναι βέβαιο: Από τα ποιήματα της Αντωνίας Μποτονάκη δεν μπορείς να βγεις αλώβητος γιατί η ποίησή της είναι η νύχτα μας. Η ώρα, οι ώρες που «καταμεσής της σιωπής», όταν πια δεν είμαστε «ένα θαυμαστικό, ένα ερωτηματικό/ ή έστω ένα κόμμα» παρά «μονάχα μια τελεία», ξέρουμε πως «είναι η απουσία που θα μας περιγράψει». Ας αφήσουμε, λοιπόν, την ποίησή της να μας ταράξει συθέμελα μήπως και γίνει και η αυγή μας.
*Ποιήτρια, συγγραφέας και βιβλιοκριτικός
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας