Σεπτέμβριος του 1913, σανατόριο Γκέρμπερσντορφ, Κάτω Σιλεσία (σημερινό Σοκολόφσκο στην Πολωνία). Στους πρόποδες των βουνών λειτουργεί ένα από πρώτα στον κόσμο και διάσημο σε όλη την Ευρώπη σανατόριο για τη θεραπεία ασθενειών «θώρακος και τραχήλου». Ο Βόινιτς, ένας φοιτητής, πηγαίνει εκεί με την ελπίδα πως οι καινοτόμες ιατρικές μέθοδοι και ο καθαρός αέρας θα τον βοηθήσουν. Πλην όμως, η φυματίωση με την οποία διαγνώστηκε δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Στην Πανσιόν για Κυρίους ο Βόινιτς θα συναναστραφεί και άλλους θεραπευόμενους, ασθενείς από τη Βιέννη, το Κένινγκσμπεργκ, το Μπρέσλαου, το Βερολίνο. Πίνουν ένα χειροποίητο λικέρ και συζητούν ακούραστα για τα σημαντικότερα ζητήματα της εποχής. Ερχεται πόλεμος; Μοναρχία ή δημοκρατία; Υπάρχουν δαίμονες; Οταν αφοσιώνεσαι σε ένα ανάγνωσμα, μπορείς να αναγνωρίσεις από τι χέρι είναι γραμμένο: ανδρικό ή γυναικείο; Τη ρουτίνα ταράζει ένας ξαφνικός θάνατος. Στα αυτιά του Βόινιτς φτάνουν τρομακτικές, μυστηριώδεις και σαγηνευτικές ιστορίες, δίχως ο ίδιος να αντιλαμβάνεται ότι σκοτεινές δυνάμεις τον έχουν βάλει στο μάτι. Στο «Εμπούσιον» η Ολγκα Τοκάρτσουκ αποκαλύπτει αλήθειες για τον κόσμο, τις οποίες είτε δεν παρατηρούμε είτε με κάθε τίμημα αρνούμαστε να παραδεχτούμε.
Το «Εμπούσιον», λέξη επινοημένη από τη συγγραφέα, αποτελεί συμφυρμό δύο λέξεων που προέρχονται από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό: Εμπουσα και Συμπόσιον. Ξεκινώντας από το πιο γνωστό, το Συμπόσιον αναφέρεται σαφώς στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα και γενικά στην ψυχαγωγία των αρχαίων Ελλήνων, όπου η φιλοσοφική συζήτηση συνδυαζόταν με φαγητό, ποτό και μουσική. Ισως λιγότερο γνωστή, η Εμπουσα ήταν δαίμονας (ή φάντασμα) θηλυκού γένους που σχετιζόταν με τη χθόνια θεότητα Εκάτη, άλλαζε διαρκώς μορφές και έτρωγε ανθρώπινες σάρκες.
Στη λέξη «Εμπούσιον» ενώνονται τα δύο στοιχεία που εν πολλοίς συνθέτουν τη δυτική σκέψη: το αρσενικό, που επιβάλλει την κυρίαρχη φιλοσοφία, και το θηλυκό, που σε αυτή τη φιλοσοφία είναι το Αλλο, το ανοίκειο. Ενώ οι ήρωες του βιβλίου, όλοι άντρες, περνούν τον χρόνο τους φιλοσοφώντας επί παντός επιστητού, οι γυναίκες παραμένουν στην αφάνεια. Σαν άλλες έμπουσες εμφανίζονται μόνο σποραδικά, με διαφορετικές μορφές, αμίλητες αλλά απειλητικές: ως αινιγματικές συνθεραπευόμενες, κακάσχημες γριές, τρομακτικές ανθρωπόμορφες κούκλες, αόρατες μάγισσες. Ή μήπως ο τίτλος υποδηλώνει πως, ενώ οι άντρες αναλώνονται στα καθημερινά τους συμπόσια, εκείνες έχουν στήσει το δικό τους φαγοπότι, το «Εμπούσιον»;
Ακολουθεί απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:
«[…] Πανσιόν για Κυρίους
Τη θέα καλύπτουν νέφη καπνού από την ατμομηχανή, που τώρα αργοκυλούν πάνω στην αποβάθρα. Πρέπει να κοιτάξουμε κάτω από αυτά, για να δούμε τα πάντα, να αφεθούμε για μια στιγμή να μας τυφλώσει η γκρίζα ομίχλη ώσπου το βλέμμα που θα προκύψει από αυτή τη δοκιμασία να είναι οξύ, διαπεραστικό και τα πάνθ’ ορών.
Τότε θα παρατηρήσουμε τις πλάκες της αποβάθρας, τετράγωνα που περιβάλλονται από αχαμνά χορταράκια· χώρος που θέλει με κάθε τίμημα να διατηρήσει την τάξη και τη συμμετρία.
Λίγο μετά εμφανίζεται επάνω τους ένα αριστερό παπούτσι, καφέ, δερμάτινο, όχι ακριβώς του κουτιού, κι αμέσως ακολουθεί το δεύτερο, το δεξί· αυτό μοιάζει ακόμα πιο ταλαιπωρημένο. Η μύτη είναι λίγο φθαρμένη, στο φόντι αποκαλύπτονται κατά τόπους μικρές ανοιχτόχρωμες κηλίδες. Τα παπούτσια κοντοστέκονται για μια στιγμή αναποφάσιστα, ωστόσο έπειτα το αριστερό κινείται προς τα εμπρός. Αυτή η κίνηση ξεσκεπάζει για μια στιγμή τη βαμβακερή μαύρη κάλτσα κάτω από το μπατζάκι του παντελονιού. Το μαύρο επαναλαμβάνεται και στα τελειώματα του ξεκούμπωτου μαλακού παλτού· η μέρα είναι ζεστή.
Την καφέ, δερμάτινη βαλίτσα την κρατά μια λεπτεπίλεπτη παλάμη, χλωμή κι αναιμική. Από το βάρος έχουν πεταχτεί οι φλέβες της και τώρα δείχνουν προς τις πηγές τους, κάπου βαθιά, στα έγκατα του μανικιού. Κάτω από το παλτό ξεπροβάλλει ένα φανελένιο σακάκι όχι πολύ καλής ποιότητας και επιπλέον λίγο ζαρωμένο από το μακρύ ταξίδι. Επάνω του διακρίνονται ψιλά ανοιχτόχρωμα στίγματα απροσδιόριστης ακαθαρσίας – τα λέπια του κόσμου. O λευκός γιακάς του πουκαμίσου, από εκείνους τους αποσπώμενους, προφανώς έχει αλλαχτεί αρκετά πρόσφατα, γιατί η λευκότητά του είναι πιο φρέσκια από τη λευκότητα του ίδιου του πουκαμίσου και έρχεται σε αντίθεση με το πελιδνό χρώμα του προσώπου του ταξιδιώτη. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια, τα φρύδια και οι βλεφαρίδες κάνουν το πρόσωπο να μη μοιάζει υγιές. Ολη αυτή η μορφή μέσα στον έντονα κόκκινο ουρανό του ηλιοβασιλέματος προκαλεί την ανατριχιαστική εντύπωση πως έχει φτάσει εδώ, σε τούτα τα μελαγχολικά βουνά, από τον άλλο κόσμο.
Ο ταξιδιώτης προχωρά μαζί με άλλους αφιχθέντες προς την κεντρική αίθουσα του αναπάντεχα μεγάλου για την ορεινή περιοχή σιδηροδρομικού σταθμού. Ωστόσο, διαφέρει από εκείνους γιατί περπατά χωρίς βιασύνη, ή μάλλον με δισταγμό, γιατί δεν τον υποδέχεται κανείς· κανείς δεν έχει έρθει να τον παραλάβει. Ακουμπά τη βαλίτσα στα φθαρμένα πλακάκια του δαπέδου και φοράει τα φοδραρισμένα του γάντια. Το ένα εξ αυτών, το δεξί, μαζί με τη σφιγμένη γροθιά που τυλίγει, μετά από λίγο κατευθύνεται προς το στόμα για να δεχθεί έναν καταιγισμό από κοφτά και ξερά βηξίματα.
Ο νεαρός σκύβει και ψάχνει στην τσέπη του το μαντίλι. Για μια στιγμή, τα δάχτυλα αγγίζουν το σημείο της τσέπης όπου, κάτω από το ύφασμα του παλτού, είναι κρυμμένο το διαβατήριο. Αν συγκεντρώσουμε για λίγο την προσοχή μας, θα δούμε τον ευφάνταστο γραφικό χαρακτήρα κάποιου Γαλικιανού υπαλλήλου που συμπλήρωσε προσεκτικά τα πεδία του εγγράφου: Μιετσίσλαβ Βόινιτς, καθολικός, φοιτητής Πολυτεχνείου Λεόπολης, γεννηθείς το 1889, μάτια γαλανά, ανάστημα μέτριο, σχήμα προσώπου ωοειδές, μαλλιά ξανθά […]».
● Η Ολγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 στο Σουλέχοφ της Πολωνίας και σήμερα ζει στο Βρότσλαβ. Σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με το βιβλίο «Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί», άρχισε να καθιερώνεται ως μια κορυφαία προσωπικότητα της πολωνικής λογοτεχνίας. Εχει εκδώσει διηγήματα, μυθιστορήματα και δοκίμια. Εχει αποσπάσει το Βραβείο Nike, τη σημαντικότερη διάκριση της πατρίδας της, δύο φορές. H πρώτη ήταν το 2008 με το μυθιστόρημα «Πλάνητες», του οποίου η αγγλική μετάφραση κατέκτησε και το Διεθνές Βραβείο Booker 2018. Η δεύτερη ήταν το 2015, για το μυθιστόρημα «Τα βιβλία του Ιακώβ», που θεωρείται ευρέως το επίτευγμά της. Η συγγραφέας τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018 «για την αφηγηματική της φαντασία η οποία με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναπαριστά το πέρασμα ορίων ως τρόπο ζωής».
♦ Το νέο μυθιστόρημα της νομπελίστριας συγγραφέως Ολγκα Τοκάρτσουκ, το οποίο η ίδια χαρακτήρισε «κλιματοθεραπευτικό θρίλερ», κυκλοφορεί τη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση από τα πολωνικά της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας