Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο: να γίνει ένας πόλεμος ή να γίνει ένας πόλεμος και να μην επιτρέπεται σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο να πει την αλήθεια γι’ αυτόν; Λένε πως το πρώτο θύμα σε μία εμπόλεμη κατάσταση είναι η αλήθεια. Τελικά, μήπως είμαστε και εμείς –οι μη εμπλεκόμενοι σε αυτή την κατάσταση– υπεύθυνοι γι’ αυτό;
Αυτά σκεφτόμουν καθώς συνομιλούσα με την Αναστασία Τροφίμοβα. Είναι ένα νέο κορίτσι στην ηλικία μου, 37 ετών, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μόσχα, ενώ έχει μοιράσει τη ζωή της ανάμεσα στη ρωσική πρωτεύουσα και το Τορόντο του Καναδά. Εργάζεται ως κινηματογραφίστρια δημοσιογράφος και φέρει σημαντικές σπουδές: έχει σπουδάσει Επικοινωνία και Πολιτική στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και Διεθνείς Σχέσεις στο Αμστερνταμ. Εχει γυρίσει πολλά τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Συρία), στο Κονγκό και στην Ουκρανία. Αυτή είναι η πρώτη της ταινία τεκμηρίωσης όμως.
Το «Russians at War» είναι ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο που εξελίσσεται εδώ και τρία χρόνια, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ηταν να προβληθεί στις πρόσφατες «Νύχτες Πρεμιέρας» και η Αναστασία ήταν καλεσμένη του Φεστιβάλ. Είχαμε προγραμματίσει τη συνέντευξή μας, οπότε είχαμε τη δυνατότητα να δούμε δημοσιογραφικά την ταινία πριν από την επίσημη προβολή της στο Φεστιβάλ. Την ώρα, ωστόσο, που πήγαμε να συναντήσουμε τη σκηνοθέτρια, μάθαμε πως η ταινία δεν θα προβαλλόταν τελικά, αν και θα συνέχιζε να συμμετέχει στο διεθνές διαγωνιστικό. Γιατί ακυρώθηκε η προβολή της; «Είχαμε πολλές αντιδράσεις» ήταν η απάντηση από το Φεστιβάλ. Και είχαν δίκιο: δυστυχώς, σε μια προσπάθεια πολιτιστικής λογοκρισίας την οποία καταδικάζουμε με κάθε τρόπο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ μάθαμε πως πραγματικά πολύ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ξένης πρεσβείας (όχι της ουκρανικής) επενέβησαν ώστε να ακυρωθεί η προβολή. «Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;» ρωτήσαμε την Αναστασία Τροφίμοβα. «Λυπάμαι γιατί δεν έχουν δει καν την ταινία».
Είχε δίκιο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ – όχι μόνο τεχνικά (σενάριο, φωτισμοί, μοντάζ) αλλά και θεματικά: αναδεικνύει όλη την αλήθεια γύρω από το τι σκέφτονται και πώς αισθάνονται οι στρατιώτες (πολλοί είναι μισθοφόροι) που πολεμούν στο μέτωπο στο πλευρό της Ρωσίας. Η Τροφίμοβα πήγε εκεί. Και βλέπουμε όχι μόνο τη φρίκη ενός πολέμου (Ρώσους στρατιώτες χτυπημένους να παρακαλάνε στην κάμερα των ουκρανικών ντρόουν να μην τους αποτελειώσουν, αλλά δίχως αποτέλεσμα) αλλά και τους προβληματισμούς και τις αναρωτήσεις των ίδιων των στρατιωτών: Γιατί είναι εκεί; Είναι πατριώτες, έχουν ανάγκη και τα χρήματα, αλλά τι πόλεμος είναι αυτός; Γιατί πολεμούν; Η ρωσική κυβέρνηση αναγκάζει τους άνδρες να πάνε στο μέτωπο. Αν δεν πας, πας φυλακή. Υπάρχουν ωστόσο και αρκετοί που θέλουν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους ώστε «τα παιδιά μας να μην ξαναδούν πόλεμο» (όπως λέει ένας από αυτούς, απαντώντας στο γιατί, ενώ είναι άνω των 50 ετών, πήγε να πολεμήσει: «Αν έρθω εγώ, το παιδί μου θα γλιτώσει» λέει στην κάμερα. «Ισως σταματήσει ο πόλεμος και δεν ξαναγίνει ποτέ»). Αλλοι θέλουν να γλιτώσουν από εθισμούς, άλλοι εξαναγκάζονται, νέα παιδιά πιστεύουν... αλλά σε τι; Οταν δεν ξέρεις γιατί πολεμάς και βλέπεις τον φίλο σου, 20 χρόνων, που πήγαινες μαζί του σχολείο, να ανατινάζεται δίπλα σου, όσο κι αν έχεις δεχθεί το αφήγημα του πατριωτισμού, αναρωτιέσαι γιατί πολεμάς. Αυτή είναι και η κύρια ερώτηση: Γιατί αυτός ο πόλεμος;
Ολα τα παραπάνω και πόσα ακόμα φανερώνονται στην κάμερα της Τροφίμοβα (ηλικιωμένες γυναίκες που δεν φεύγουν από τα σπίτια τους, ενώ αναγκάζονται να μένουν συνεχώς στα υπόγεια λόγω βομβαρδισμών, κλαίνε και θυμούνται πως με τους Ουκρανούς ζούσαν ειρηνικά. Θυμούνται πως μεγάλωσαν με το ότι έπρεπε να κάνουν περήφανο τον Λένιν και τώρα έχουν χάσει τα πάντα: και την οικογένειά τους και τη ζωή τους και τα οράματα του Λένιν). Για την ίδια, το να κάνει αυτή την ταινία ήταν βαθιά υπαρξιακή ανάγκη. Μας κάνουν εντύπωση όσα μας λέει, αλλά το εννοεί. Μιλάει ήρεμα, σε πολύ καλά αγγλικά, είναι φιλική, ειλικρινής και σίγουρη για τα όσα λέει: «Ηθελα να απαντήσω στο ερώτημα: Γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος; Ποιοι είναι αυτοί που πολεμάνε και ποιους πολεμάνε; Είναι υπαρξιακό ερώτημα για μένα και όχι μόνο. Είμαι Ρωσίδα και η χώρα μου κάνει πόλεμο. Γιατί; Επρεπε να το μάθω. Το είχα ανάγκη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ξεκίνησε η Ρωσία αυτόν τον πόλεμο. Πώς και γιατί. Δεν είχα λογική απάντηση. Η κυβερνητική προπαγάνδα δεν με κάλυπτε.
Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν τρομερά στρεσαρισμένη. Εκλαιγα κάθε μέρα. Ενας παράλογος, από το πουθενά πόλεμος είχε ξεκινήσει από τη χώρα μου... Ξέρετε, σχεδόν κάθε ρωσική οικογένεια έχει και έναν βετεράνο από κάποιον πόλεμο – από τον Β΄ Παγκόσμιο, το Αφγανιστάν, την Τσετσενία, από κάπου. Οπότε εμείς μεγαλώσαμε στο εξής κλίμα: σε κάθε γιορτή υψώνουμε τα ποτήρια μας και η ευχή είναι “Είθε να έχουμε πάντοτε έναν ειρηνικό ουρανό”. Ενώ λοιπόν μεγαλώνεις σε αυτό το κλίμα, που πιστεύαμε πως δεν θα ξαναδούμε ποτέ πόλεμο, ξαφνικά ξυπνάς μια μέρα και είσαι σε πόλεμο! Αυτό ήταν ένα τεράστιο σοκ, βαθιά υπαρξιακό: Ποιοι είμαστε; Γιατί συνέβη αυτό; Τι κάνουμε; Ποια η θέση μας;
Ο πόλεμος ήταν στην αυλή μου πλέον – φυσικά και θα έπαιρνα θέση. Ολοι μου οι συνάδελφοι με θεώρησαν τρελή. Ωστόσο ποτέ δεν φοβήθηκα, ούτε όταν πήγα να κινηματογραφήσω στο μέτωπο. Επρεπε να βρω απαντήσεις... Και κατάλαβα πως και οι ίδιοι οι στρατιώτες τελικά το ίδιο έψαχναν: απαντήσεις. Με κόστος την ίδια τους τη ζωή βέβαια. Σε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν ήξεραν και δεν ξέρουν γιατί γίνεται».
Πώς κατάφερε όμως να πάει στο μέτωπο: «Ξεκίνησα με έρευνες για όσους διαδήλωναν κατά του πολέμου στη Μόσχα. Αρχικά ακολούθησα τις δικές τους ιστορίες: τις δικαστικές διαμάχες με το κράτος, γιατί τελικά έχαναν κάθε δίκη. Ωστόσο, ήθελα να μάθω τι γίνεται με τους Ρώσους στρατιώτες, καθώς αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές - υπάρχει ο σκηνοθέτης που είναι η Ρωσική κυβέρνηση, αλλά οι στρατιώτες είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές» μάς λέει. «Τις δικές τους ιστορίες ήθελα να μάθω, καθώς, όπως δείχνω και στην ταινία, στη Ρωσία το επίσημο αφήγημα είναι πως είναι αήττητοι και ήρωες και μόνο αυτό. Δεν έχουμε ιδέα τι συμβαίνει στο μέτωπο, τι γίνεται με όλους αυτούς τους ανθρώπους». Στην προσπάθειά της να προσεγγίσει το θέμα, όλες οι πόρτες ήταν όχι απλά κλειστές, αλλά ερμητικά κλειστές. Τα στρατολογικά γραφεία την έδιωχναν. Αρχισε λοιπόν να ψάχνει σε διαλόγους στο telegram όπου διάφορες ομάδες έδιναν τον αριθμό των νεκρών Ρώσων στρατιωτών από ανοιχτές πηγές και όχι σύμφωνα με τα «επίσημα στοιχεία». Αρχισε να ψάχνει στον τοπικό Τύπο. Από εκεί μάθαινε πού γίνονταν κάποιες κηδείες φαντάρων. Ταξίδευε ώς εκεί και άρχισε να συνομιλεί με τους συγγενείς τους. «Προσπαθούσα να μπω στον κόσμο τους. Στον κόσμο των φαντάρων στο μέτωπο. Από τις κηδείες τους, πέρασα σε όσους αρνούνταν να καταταγούν και περνούσαν από δίκη. Στη Ρωσία όποιος αρνείται να πολεμήσει, φυλακίζεται. Ακόμα και εκείνοι όμως ήταν πολύ φοβισμένοι και εν τέλει δεν ήθελαν να μιλήσουν στην κάμερα. Οπότε και εκεί ήταν αδιέξοδο... Ηταν, θυμάμαι, παραμονή Πρωτοχρονιάς που γύριζα με το τρένο από ένα ακόμη αδιέξοδο γύρισμα, κάπου μακριά από τη Μόσχα, όπου ένας 18χρονος με καρδιακά προβλήματα ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει, ενώ δεν μπορούσε, αλλά είχε αρνηθεί (και αυτός) να μου μιλήσει. Γυρίζοντας από εκεί και ενώ είμαι για ώρες στο τρένο, απέναντί μου ένας ήταν ντυμένος Αγιος Βασίλης. Ηταν ο Ιλια. Φορούσε στρατιωτικά ρούχα και ένα αγιοβασιλιάτικο καπέλο και γενειάδα. Με τα πολλά, του έπιασα κουβέντα – όπως ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει στην αρχή του ντοκιμαντέρ. Ο Ιλια ήταν στρατιώτης στο μέτωπο, μισθοφόρος και μάλιστα ουκρανικής καταγωγής. Επέστρεφε από το μέτωπο για να δει για ελάχιστα την οικογένειά του στη Μόσχα και θα τους έκανε έκπληξη ως Αγιος Βασίλης. Μην τα πολυλογώ, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και σαν ήταν να επιστρέψει στη μονάδα του, αποφάσισα να πάω μαζί. Ηταν στα σύνορα. Πήρα εισιτήριο, έφτασα εκεί δίχως να έχω ιδέα τι θα βρω, και ενώ όλοι εκεί ήθελαν να μού μιλήσουν, δεν είχα επίσημη άδεια. Ημουν εκεί παράνομα, εγώ και η κάμερά μου.
Πηγαίνοντας εκεί, είχα ήδη δημιουργήσει μία ψεύτικη ιστορία στο μυαλό μου (πήγα μόνο με το διαβατήριό μου). Είχα σκεφτεί να πω πως εκεί είναι ο πατέρας μου, ο φίλος μου, κάτι, γιατί άφηναν τις γυναίκες να επισκεφθούν τους συγγενείς τους. Αυτό ήταν το εύκολο κομμάτι. Οταν όμως ήρθε η στιγμή να πάρω την τελική άδεια από τον τελικό ανώτερο (ο ένας με έστελνε στον άλλο), κατάλαβα πως είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Είπα “Τι μπορεί να συμβεί; Να με διώξουν; Να με στείλουν λίγο φυλακή; Ο,τι είναι να γίνει, ας γίνει”. Μόνο τη γάτα μου είχα αφήσει πίσω σε μια γειτόνισσα να την προσέχει, οπότε προχώρησα. Για καλή μου τύχη, ο πλέον ανώτερος ήταν πράγματι αξιωματικός που ήξερε από μάχες και δεν άντεχε όλη αυτή τη γραφειοκρατική λογική που του είχαν αναθέσει. Οταν, λοιπόν, του εξήγησα με κάθε ειλικρίνεια πως ήθελα να τραβήξω με την κάμερα τι γίνεται στο μέτωπο, τι σκέφτονται και πώς ζουν οι άνθρωποι εκεί, μου λέει: “Εξαφανίσου. Δεν με είδες και δεν σε είδα ποτέ. Πήγαινε”. Επαθα σοκ. Δεν είχα την άδεια, αλλά δεν είχα και την απαγόρευση. Οπότε έκανα ό,τι μου είπε: έβγαλα εισιτήριο, πήρα ένα παλτό και την κάμερά μου και πήγα στο μέτωπο».
«Η χώρα μου εισέβαλε σε μια άλλη χώρα. Μπορεί ο λόγος να είναι πως το ΝΑΤΟ ήθελε να βάλει βάσεις δίπλα μας, μπορεί να είναι κάτι άλλο, μπορεί το ότι μεγάλο μέρος της Ουκρανίας έχει “πουληθεί” σε μεγαλοβιομηχανίες που της δίνουν όπλα. Είναι πολλά που δεν ξέρουμε. Για να μάθεις την αλήθεια πρέπει να ακολουθήσεις το χρήμα, γιατί πολλά και μεγάλα συμφέροντα διακυβεύονται σε αυτόν τον πόλεμο και από τις δυο πλευρές. Η ταινία μου δεν έχει να κάνει με το δημοσιογραφικό “Γιατί;” αυτού του πολέμου, αλλά με το υπαρξιακό. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που πολεμάνε; Τι σκέφτονται; Πώς νιώθουν;
Είδα απλούς, συνηθισμένους ανθρώπους σε μια εντελώς ασυνήθιστη κατάσταση. Νέα παιδιά, οικογενειάρχες, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, απλούς πολίτες που αναγκάστηκαν να καταταγούν δίχως να έχουν καμία απολύτως στρατιωτική εκπαίδευση. Ναι, υπάρχουν και εθελοντές, αλλά οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να πάνε (επί πληρωμή μεν) δίχως να γνωρίζουν καν πώς κρατάς το όπλο και δεν έγινε καμία εκπαίδευση πριν. Απλά τους έστειλαν στο μέτωπο... Ολο μιλάμε –δίχως να λέμε τίποτα– για τα πολιτικά παιχνίδια αυτού του πολέμου. Κανείς δεν στρέφει την κάμερα στους ανθρώπους που παίρνουν μέρος. Εκεί την έστρεψα εγώ. Να δω, να μάθω, να δείξω. Η ταινία μου απαγορεύεται και δεν καταλαβαίνω γιατί: δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί, οι Ρώσοι στρατιώτες. Βλέπουμε μόνο τον Πούτιν. Εγώ θέλω να δείξω τους ανθρώπους, που έχουν μεν υπόσταση, αλλά δεν φαίνονται πουθενά. Είναι ουσιαστικά αόρατοι άνθρωποι! Να πούμε ό, τι θέλετε για τον Πούτιν - εμένα οι άνθρωποι με ενδιαφέρουν. Οι αθέατοι άνθρωποι αυτού του πολέμου. Απανθρωποποιούμαστε – αυτό κάνει ο πόλεμος. Μας στερεί την ανθρώπινη υπόστασή μας. Αυτό ήθελα να δείξω».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας