Ενας από τους προβληματισμούς των νομικών, ιδιαίτερα σε σχέση με την ευθύνη των πολιτικών προσώπων, είναι το ζήτημα της εμπλοκής του νόμιμου με το ηθικό, ο οποίος καταλήγει συνήθως στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει η ηθική να υπερβαίνει τον νόμο. Ομως ο συλλογισμός αυτός κάνει ένα θεωρητικό άλμα χρησιμοποιώντας το αξίωμα ότι το ηθικό είναι απόλυτη έννοια διαχρονική και αναλλοίωτη, με συνέπεια να ταυτίζεται με το σωστό και το δίκαιο. Ωστόσο η ιστορία του νόμου και της ηθικής έχει αποδείξει ότι οι έννοιες αυτές δεν έχουν καμία σχέση με φυσικές σταθερές, άρα αποτελούν και οι δύο επινοήσεις οι οποίες αλληλεξαρτώνται, υπακούοντας άλλοτε ο νόμος στην ηθική και άλλοτε η ηθική στον νόμο, ανάλογα με το πολίτευμα. Σε ένα θεοκρατικό πολίτευμα ο νόμος πρέπει να υπακούει στην ηθική, ενώ σε ένα κοσμικό η ηθική πρέπει να υπακούει στον νόμο.
Συνεπώς είναι άσκοπο να αναλύουμε αν το νόμιμο πρέπει να είναι και ηθικό, διότι με αυτές τις ανησυχίες οδηγούμαστε στην αποσύνθεση της θετικιστικής βάσης της δικαιοσύνης και οπισθοδρομούμε στον σχολαστικισμό και τη μεταφυσική. Η ηθική όταν διαπλέκεται με τον νόμο επηρεάζει το δίκαιο υποκειμενικοποιώντας το, με τον ίδιο τρόπο που ο ολοκληρωτισμός αποσυνθέτει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της εμπλέκοντάς την στο εξουσιαστικό του πρόταγμα. Η ηθική, όπως έχει εντυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο, είναι ένα μείγμα κυρίως θρησκευτικών αντιλήψεων, οι οποίες έχουν περάσει σε αυτό εξαιτίας πολλών αιώνων θεολογικής και ταξικής καταπίεσης, με αποτέλεσμα να αποτελούν το θεμέλιο των κοινωνικών συμπεριφορών και εξ αυτού του λόγου αποτελεί μια αμφίβολης ανθρωπιστικής βάσης κατήχηση στις μεθόδους υποταγής του ατόμου στις κοινωνικές συμβάσεις.
Το ότι πολλοί νόμοι είναι άδικοι δεν αποκλείει την πιθανότητα να είναι ηθικοί, όπως και το ότι πολλοί δίκαιοι νόμοι μπορεί να είναι για κάποιους ανήθικοι. Γιατί; Διότι δεν υπάρχει νόμος που να είναι ηθικός για όλους, αφού αφενός εμπερικλείει περιορισμούς, άρα καταπίεση, αφετέρου προβλέπει τιμωρίες, χρησιμοποιεί δηλαδή βία. Και ο δράστης και ο κριτής και o δήμιος χρησιμοποιούν το ίδιο μέσο, τη βία, το οποίο δεν μπορεί για το υποκείμενο του εγκλήματος να είναι ανήθικο, ενώ για τον νομοθέτη και τους δικαστικούς/σωφρονιστικούς παράγοντες ηθικό. Αυτή η αντινομία γίνεται αντιληπτή από κάθε καταδικασμένο, ο οποίος απορεί με το γεγονός ότι η τιμωρία του στη στενή έννοια της ηθικής είναι ανάλογης απαξίας με την πράξη του. Ο οποιοσδήποτε νόμος, ακόμα και αυτός με την ευρύτερη αποδοχή, δεν θα πάψει για κάποιους να είναι εντέλει ανήθικος, εξαιτίας των μεθόδων εφαρμογής του.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα απόκλισης από τη δημοκρατική λειτουργία της δικαιοσύνης, εξαιτίας της υποχώρησης του δικαίου μπροστά στην ηθική, ήταν ο νόμος που τιμωρούσε με υποβολή σε ορμονοθεραπεία, αλλιώς με φυλάκιση, τους ομοφυλόφιλους στη Μεγάλη Βρετανία μέχρι τη δεκαετία του 1960 και είχε ηθική ratio, η δουλεία στις χώρες που ίσχυε με νόμο είχε σαν θεμέλιο την Παλαιά Διαθήκη και συνεπώς εθεωρείτο ηθική, τα βασανιστήρια κάποτε ήταν ηθικά, το κάτεργο το ίδιο, η θανατική ποινή, η απομόνωση, η λοβοτομή ήταν ηθικώς αποδεκτές τιμωρίες και ως τέτοιες ήταν και είναι νόμιμες. Σαν πρώτο συμπέρασμα, εφόσον μας ενδιαφέρει ο νόμος να μην υπακούει πουθενά παρά μόνο στη δημοκρατικότητα της δικαιοσύνης, δηλαδή στην επανόρθωση της αδικίας, θα ήταν η σπουδαιότερη πράξη επίδειξης δημοκρατικού ήθους που δεν είναι άλλο από την απόλυτη αποσύνδεση του νόμου από την ηθική, επειδή η ηθική ως προϊόν των πιο συντηρητικών κοινωνικών συμβάσεων και αντιλήψεων είναι μια άλλη λέξη για την υποκρισία.
Αυτό που τελικά ισχύει είναι η συνύπαρξη μέσα στο σύστημα της δικαιοσύνης δύο αντιφατικών εννοιών, αφού η ηθική είναι συνυφασμένη με την καταπίεση της προσωπικότητας, η οποία επιδρά στο σώμα, ενώ ο νόμος με την καταπίεση του σώματος, με σκοπό να επιδράσει στην προσωπικότητα∙ δηλαδή η πρώτη τιμωρεί κάποιον γι’ αυτό που δεν είναι (ηθικός) και δεν κάνει (το «σωστό»), ενώ ο νόμος γι’ αυτό που κάποιος, είτε είναι είτε δεν είναι, κάνει. Ο Αντόρνο, απογυμνώνοντας την ηθική από το υποκριτικό «αστικό καλό» θεωρώντας το σαν εξέγερση κατά της καλοσύνης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η αντιηθική, απορρίπτοντας το ανήθικο της ηθικής, την καταπίεση, κάνει δικό της το εσώτατο αίτημα της ηθικής να εξαφανιστεί και κάθε βία» (Τ.W. Adorno, «Μinima moralia», εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Εδώ κρύβεται και η μέθοδος δημοκρατικοποίησης της δικαιοσύνης, εφόσον ενδιαφέρονται γι’ αυτό και ο νομοθέτης και ο δικαστής, ώστε μέσω της αντιηθικής να συντελέσουν στην άρση της αντινομίας όσον αφορά το ζήτημα της χρήσης βίας για την καταστολή της βίας. Αυτός δεν θα έπρεπε να είναι ο κοινός σκοπός τελικά όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης; Η εξαφάνιση της βίας, είτε αυτή προέρχεται από τον πολίτη, είτε από το κράτος. Η ετερόνομη και ετερόδικη αστική δικαιοσύνη αδυνατεί να δώσει απάντηση και λύση στο ζήτημα αυτό, αποκλειστικά εξαιτίας της εξάρτησής της από το πολιτικό και θεολογικό δόγμα του εντολέα της και συγκεκριμένα του σκληρού πυρήνα του, της θρησκευτικής και κοσμικής ολιγαρχίας. Και συνοψίζοντας καταλήγουμε ότι υπάρχουν ζητήματα που δεν πρέπει να θεωρούνται υπαγόμενα στην αποκλειστική αρμοδιότητα κάποιου ετεροπροσδιοριζόμενου φορέα που τον καθιστά ανεξέλεγκτο, όπως είναι η δικαιοσύνη ή η εκτελεστική εξουσία, αλλά ότι είναι μείζονα ζητήματα δημοκρατίας, που μπορούν να επιλυθούν μόνο με αδογμάτιστο διάλογο στη βάση της κοινωνίας.
Και στο πλαίσιο αυτό ας σταματήσουμε επιτέλους να επικαλούμαστε την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, γιατί η λέξη ανεξαρτησία μπορεί να εκλαμβάνεται από κάποιους δικαστικούς ως μη υποχρέωση λογοδοσίας και οποιοσδήποτε κριτής που δεν λογοδοτεί στον λαό, από τον οποίο πρέπει να αντλεί τη δικαιοδοτική του αρμοδιότητα, είναι κίνδυνος για τη δημοκρατία και ρέπει προς την αυθαιρεσία. Είναι άλλο «η ανεξαρτησία» της δικαιοσύνης και άλλο η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά αυτό είναι ένα διαφορετικό θέμα συζήτησης. Ο δικαστής οφείλει να είναι απόλυτα εξαρτημένος∙ όμως όχι από την ηθική, όπως θέλει το θρησκευτικό κατεστημένο, ούτε από τον Νόμο και το Σύνταγμα stricto sensu, όπως ισχυρίζονται οι νομικοί γραφειοκράτες, αλλά από τα ιδεώδη που θα έπρεπε να υπηρετούν και ο ίδιος και ο Νόμος και το Σύνταγμα, που είναι οι δημοκρατικές ανθρωπιστικές αξίες και η προστασία των αδικούμενων.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας