Υπάρχει κατά γενική ομολογία στην ελληνική αγορά βιβλίου πληθώρα νέων εκδόσεων –ειδικά ποιητικών βιβλίων– κυρίως σε σχέση με τον αναγνωστικό κοινό. Λογικό είναι λοιπόν η κριτική να μην μπορεί να παρακολουθήσει την ολοένα αυξανόμενη εκδοτική παραγωγή. Ενώ όμως πολλές φορές βλέπουμε μέτριες συλλογές να αποσπούν σωρεία υμνητικών βιβλιοκρισιών χωρίς να το αξίζουν ιδιαίτερα, είναι απορίας άξιο πώς αξιόλογες συλλογές και δημιουργοί διαφεύγουν τελείως από τον οφθαλμό της κριτικής. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η συλλογή Φανερά αφανή της Ειρήνης Ανδρεάδη, η οποία κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2023 από τις καλαίσθητες εκδόσεις ΑΩ, με έργο εξωφύλλου του Νίκου Σκλαβενίτη και αποτελείται από 43 μικρής έκτασης ποιήματα (16 στίχοι το μεγαλύτερο).
Πρόκειται για ποιήματα κατά κύριο λόγο υπαρξιακά, όπου το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, ένα μεταίχμιο που επιτάσσει απολογισμούς, συμπεράσματα και καταμέτρηση δυνάμεων για τη συνέχιση της όποιας πορείας του. Αναλογιζόμενο από τη μια τα παιδικά χρόνια που έφυγαν ανεπιστρεπτί και νιώθοντας, από την άλλη, ως αιχμή το ερώτημα «και τώρα τι/πώς;», έρχεται αντιμέτωπο με τη δύναμη της φθοράς η οποία, χρόνο με τον χρόνο, γίνεται όλο και πιο επεκτατική.
Η συλλογή δεν χωρίζεται σε ενότητες, υπάρχει ωστόσο συνοχή ανάμεσα στα ποιήματα, σαν ένα αόρατο νήμα να τα συνδέει από την αρχή ώς το τέλος, με το ανθρώπινο πρόσωπο –ως πομπό και δέκτη– να αποτελεί την αφόρμησή τους. Είναι σαν, κάποιο μοιραίο πρωινό, το καθρέφτισμά μας να εγείρει εντός μας ερωτήματα και να αναζητά αιτίες: «Ο,τι κοιτάς βλέπεις/ κι ό,τι βλέπεις υπάρχει// το υπόλοιπο ταλανίζεται/ περίσσευμα στο βλέμμα σου/ μετέωρο στην άκρη των βλεφάρων// Θα βυθιστεί στων ματιών/ την υποβρύχια χώρα σου// ή στο άγνωστο του κόσμου/ που ρέει ακίνητος μπροστά σου/ θα ναυαγεί» («Οπτική», σ. 9). Η σκυτάλη περνάει στην πικρή αποτίμηση της παρούσας κατάστασης που, εντέλει, δεν ήταν η προσδοκώμενη. Εδώ, μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος και για την αντίθεση ανάμεσα στην ευεργετική εύθραυστη φύση και στην ασφυκτική ζωή της πόλης, με τους ήχους, τις οσμές, την κόπωση και την αποξένωση που επιβάλλει στους κατοίκους της.
Η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποιητικό υποκείμενο να ερευνά τους χρησμούς που έκρυβαν τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας και που στην ερμηνεία τους μοιάζουν να εξυφαίνονται οι όποιες συνωμοσίες του μέλλοντος: «Δικαιοσύνη από παιχνίδι παιδικό/ κρατάει για πάντα το κρυφτό/ Αν σε βρουν χάνεις/ Καταλήγεις να τα φυλάς/ Γυρίζεις πλάτη/ κλείνεις τα μάτια και μετράς/ ώσπου να κρυφτούν/ πίσω σου τα χρόνια συνωμοτούν/ Οσοι θα ψάχνεις/ δεν είναι φίλοι/ ούτε παιδιά/ Ούτε οι κρυψώνες τους/ θα ’ναι στη γειτονιά σου πια». («Ως τα εκατό», σ. 40). Τα δύο δε τελευταία ποιήματα ενδεχομένως να προαναγγέλλουν μια αλλαγή πορείας ή τη θεματική της επόμενης συλλογής της ποιήτριας.
Ο λόγος της Ανδρεάδη είναι αφαιρετικός. Αναζητεί λέξεις ακριβείας, τις λέξεις που θα δώσουν στο νόημα των ποιημάτων τον πλέον κατάλληλο ήχο ή εικόνα, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να ξαφνιάζουν εκείνες που επιλέγει [κινδυνοβατούν (αντί ακροβατούν), δελφινίζοντας (με τον τρόπο του δελφινιού), ποταμένιους (αντί ποταμίσιους), γυρολογούσε (αντί τριγύριζε), μιλητά (λόγια, ομιλίες), φεγγαρόγιομη (αντί πανσέληνη ή φεγγαρόλουστη)], ενώ δεν θα διστάσει να πλάσει νέες: [ηλιοθεραπεύεται (αντί κάνει ηλιοθεραπεία), γυποκοιτούν (κοιτούν όπως οι γύπες) κ.ο.κ.].
Ομοίως, οι λέξεις των τίτλων, αποσυναρμολογούνται για να προσδώσουν στο ποίημα κι άλλες διαστάσεις («Σπηλαιο/λογικό», «Ηθος ποιούν», «Προς όψεως», «Διά βρώση», «Θεό λογικό») είτε παρατίθενται με παιγνιώδη διάθεση, κατά τρόπο που η όποια ειρωνεία εμπεριέχουν να προσδίδει εντέλει στο ποίημα μια τραγικότητα («Παλιατζηηής», «Πολυκατοικώ», «Εξώκλειστοι», «Γηρασκόμενος», «Σσσσσςςς»).
Από τα παραπάνω μπορούμε να συνάγουμε ότι η γραφή της Ανδρεάδη είναι ενδιαφέρουσα και δεν απέχει πολύ από το να κατακτήσει τη διακριτότητα. Η ποιητική οικονομία και η ωριμότητα που την χαρακτηρίζουν, θαρρώ, θα ενισχύσουν περαιτέρω τη δημιουργική φωνή της ώστε στο μέλλον να συνεχίσει με αυτοπεποίθηση να αναζητά θέματα Φανερά αφανή, δηλαδή εκείνες τις «μαγικές εικόνες» που η πολύπλοκη και απαιτητική ζωή δεν μας επιτρέπει να δούμε και, κάτω από το πρόσταγμα για επιβίωση, μας γεμίζει θυμό, ενώ παράλληλα μας φορτώνει ευθύνες και ενοχές αναγκάζοντάς μας να λησμονούμε το πραγματικό της νόημα: «Εχω θυμό στο ξύπνημα/ Ιδανικά θα έκλαιγα/ όπως όταν πρωτοήρθα στον κόσμο/ Ομως συνήθισα μάλλον// Αν ο ύπνος και ο θάνατος/ είναι αδέρφια/ τότε το ανάμεσο/ θα ’ναι γονιός τους/ Μ’ αυτόν θυμώνω/ που επιμένει/ πως μοιραζόμαστε την επιμέλεια» («Οικογενειακό δίκαιο», σ. 37).
*Ποιητής
♦ Τη σελίδα αυτήν δεν τη φτιάχνουν επαγγελματίες κριτικοί βιβλίου. Γράφεται από αναγνώστες που απευθύνονται σε αναγνώστες για να τους μιλήσουν για κάποιο βιβλίο που τους συνεπήρε. Αν θέλετε να μοιραστείτε όσα νιώσατε διαβάζοντας ένα βιβλίο, στείλτε το κείμενό σας (το πολύ 700 λέξεις) στο [email protected]
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας