Χρόνια τώρα με προβληματίζει η πορεία της «Ευρωπαϊκής Ενωσης». Ξανά πάλι, λίγο πριν από τις επικείμενες ευρωεκλογές, έναν μήνα μετά την «Ημέρα της Ευρώπης». Δηλαδή, η «Ευρώπη», ως αυτοτελής γεωπολιτική και πολιτική οντότητα, δεν υπήρξε και προφανώς δεν είναι και στις μέρες μας δεδομένη. Πάντα ήταν αντιληπτή η διχοτομία ανάμεσα στους ενδογενείς και τους εξωγενείς ορισμούς της καθώς και η πολλαπλότητα των διαφοροποιήσεων στους κόλπους κάθε κατηγορίας ορισμών, με αποτέλεσμα να συνιστά εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα η επαρκής ανασυγκρότηση της ιστορίας των ιδεών για την ήπειρο που θεωρήθηκε «finis mundi». Η δυσχέρεια βέβαια αυτή επιτείνεται, όταν πρόκειται να ανευρεθεί ο ομφάλιος λώρος των ιδεών αυτών με τα ιδεολογικά σύνολα και υποσύνολα που παρήγαγε στη μακραίωνη ιστορία της η Δύση.
Με τους ίδιους ιστορικούς περιορισμούς αντιμετωπίζονται και οι συλλογικές νοοτροπίες που εκπορεύονται από τους κρατικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη. Η επίγνωση της κοινής πολιτιστικής μήτρας που γεννά ενιαία περιγράμματα αντιλήψεων και συμπεριφοράς δεν αποτελεί μια πρόσφατη εμπειρία, ούτε στοιχειοθετείται χωρίς αποκλίνουσες συνδηλώσεις. Αιώνες νωρίτερα είχε καταγραφεί μια τέτοια κοινή αίσθηση, όπως για παράδειγμα την υπογραμμίζει το 1772 ο Rousseau: «Δεν υπάρχουν πια σήμερα Γάλλοι, Γερμανοί, Ισπανοί και Αγγλοι, παρά μονάχα Ευρωπαίοι. Ολοι έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια πάθη, τα ίδια ήθη, εφόσον κανένας τους δεν αποκτά εθνική μορφή από κάποιο ιδιογενή θεσμό [...] όπου βρουν λεφτά να κλέψουν ή γυναίκες για να τις κάνουν δικές τους – εκεί είναι η πατρίδα τους». Μια δεκαετία, περίπου, αργότερα, ο Schiller βεβαίωνε ότι «γράφει σαν κοσμοπολίτης που δεν υπηρετεί κανέναν ηγεμόνα» (1785), ενώ από τους Γάλλους φυσιοκράτες προβάλλεται η αξίωση τα έθνη να εκλαμβάνονται απλώς ως επαρχίες στο «μεγάλο βασίλειο της Φύσης» (1767). Είχαν προστεθεί στις ενδοευρωπαϊκές τριβές η αποικιακή εξάπλωση των δυτικών κρατών και συναφώς ο οξύς ανταγωνισμός για την κατάσταση του «νέου κόσμου», όταν άρχισαν να πληθαίνουν τα σχέδια για την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης και την παγίωση της ειρήνης, από τον William Penn ώς τον Rousseau και τον Kant.
Ο προβληματισμός πάντως αυτός τεκμηριώνεται από διανοούμενους, δηλαδή από εκπροσώπους μιας ορισμένης κοινωνικής κατηγορίας που διαθέτει την αυτοσυνειδησία της και, σε λίγο, με το άρθρο 11 της «Déclaration des Droits de l’ Homme et du Citoyen» κατοχυρώνει την ελεύθερη δραστηριότητα του πολίτη ως διανοούμενου, δηλαδή να γράφει και να δημοσιεύει στον Τύπο χωρίς καμιά προκαταβολική δέσμευση. Στην καμπή του 18ου αιώνα, ιδίως όσοι μετέχουν της ριζοσπαστικής γαλλικής παιδείας και αυτοκαθορίζονται με τα συνώνυμα πια «homme de lettres», «philosophe», «patriote» και «citoyen», διευρύνουν τα όρια της οικονομικής ανεξαρτησίας τους, αφού διαμορφώνεται ένα ολοένα πλατύτερο κοινό για να διαθέσουν αρκετά ανεμπόδιστα την πνευματική τους δημιουργία ή να προσφέρουν συναφείς «υπηρεσίες» στην ανασυντασσόμενη αστική κοινωνία της εποχής τους, με επίκεντρο τους πολιτικούς θεσμούς.
Ετσι έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν και έξω από το αυλικό περιβάλλον για τα χρόνια και τα νέα κοινωνικά προβλήματα ως ειδικοί για την επίλυσή τους, ονομάζοντας με την ευθυκρισία του Voltaire τους κατεστημένους διαχειριστές τους «διάσημους παλιανθρώπους» («illustres méchants», 1734). Η αποδοκιμασία των πολιτικών του «ancien régime» εδράζεται στην προσδοκία ότι η πολιτική θεωρία θα γίνει επιστήμη, εφόσον όλα κρίνονται στο φως του «ορθού λόγου» που δεν οπισθοχωρεί αντιμετωπίζοντας τις «σκοτεινές» πλευρές του κοινωνικού οργανισμού που ασθενεί. Η αντίληψη για τη «μεταβολή», που έχει ποιοτικό χαρακτήρα και αγκαλιάζει το σύνολο των επιτευγμάτων του «πολιτισμού» («civilisation», κατά τον νεολογισμό της ίδιας περιόδου), καθώς επίσης η βεβαιότητα για την τεράστια παιδευτική δύναμη και τη γρήγορη εξάπλωση των λογικών ιδεών έδιναν τα εχέγγυα για τη γέννηση μιας «επιστήμης που θα προβλέπει την πρόοδο του ανθρώπινου γένους», γεγονός που θα πιστοποιείται διαδοχικά από τα μεμονωμένα έθνη στο σύνολο της ανθρωπότητας (Condorcet, 1794).
Οι διανοούμενοι αυτοί, μολονότι δεν έφτασαν ποτέ στη «δημοκρατία των γραμμάτων», πλαισίωναν σχεδόν στην ολότητά τους τις διεκδικήσεις της «τρίτης τάξης», που είχε ταυτιστεί με το «έθνος» και την αντιπροσώπευαν –με επιμέρους εσωτερικές διαφοροποιήσεις– στην επανάσταση του 1789, που φαινόταν να επιβεβαιώνει την άποψη του Rousseau ότι το κράτος αποτελεί ως ανθρώπινο δημιούργημα «έργο τέχνης» (1762). Ηδη από τους πρωταγωνιστές της, όπως ήταν ο C. Desmoulins, ο συγκλονισμός αυτός αποδόθηκε στη «φιλοσοφία, στην ελευθερία και στον πατριωτισμό», ενώ για τον αυτόπτη Κοραή υπήρξε η πρώτη φορά που «έδειξε όλην αυτής την δύναμιν η φιλοσοφία» (1805: 19). Ανεξάρτητα από την ορθότητα αυτών των διατυπώσεων, στις οποίες ο όρος «φιλοσοφία» εκφράζει τη δύναμη και την αιχμή της πνευματικής παραγωγής, επιβάλλεται να συγκρατήσουμε την υποδούλωσή τους για τη συμβολή των διανοουμένων στη δημιουργία μιας ιστορικής εποχής που θα ερμηνεύεται με γνώμονα την «πολιτική λογική» («politischer Verstand»), σύμφωνα με την οποία το «κράτος οικοδομεί την αστική κοινωνία και όχι το αντίστροφο» (Marx 7-8-1844).
Στο πλαίσιο πάντως της «πολιτικής λογικής», κατά τους αιώνες που επακολούθησαν, δεν συγκρούστηκαν μόνο οι Ευρωπαίοι κατακτητές, όσοι δηλαδή κατονομάζονται από τον Rousseau ότι έχουν υπερβεί την εθνική τους ιδιοσυστασία, αλλά μετείχε σ’ αυτό το γίγνεσθαι μακρά σειρά εθνικών κρατών που αναδύονται το ένα μετά το άλλο σε όλα τα σημεία της γηραιάς ηπείρου. Τα γεγονότα επίσης που σφράγισαν την ιστορία της –και όχι μόνο– είναι μάλλον γνωστά και επιμερίζονται σε όλους τους τομείς της δραστηριότητας των ανθρωπίνων κοινωνιών. Απ’ αυτήν την άποψη η Ευρώπη σήμερα αποτελεί ένα σύνθετο πλέγμα από μερικότερες πραγματικότητες που συμβατικά θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε πεδία κοινής οικονομικής και πολιτιστικής πολιτικής, τα οποία συνάμα εμπεριέχουν ροπές που αποδυναμώνουν την πρόθεση για την ενοποίηση: λειτουργίες Υπερδύναμης, που καταγράφονται και στο εσωτερικό της ίδιας της ευρωπαϊκής περιφέρειας, τοπικοί πόλεμοι, ξενοφοβία και ξενηλασία, αισθήματα ανασφάλειας, νέες μορφές ρατσισμού, «εσωτερικός αποικισμός», αποσχιστικοί εθνικισμοί που χρησιμεύουν ως εισιτήριο για τη νέα τάξη πραγμάτων, μειονότητες που καταπιέζονται ή τείνουν να καταστούν θύλακες αποσύνθεσης των κρατικών σχηματισμών κ.λπ.
Είναι προφανές ότι τα φαινόμενα αυτά υποδεικνύουν ότι η Ευρώπη δεν εξαντλείται στην ΕΟΚ, μολονότι η τελευταία συγκροτεί την αιχμή της αναπτυξιακής της πορείας. Μια διαδικασία ωστόσο που από την «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα» (1952) και την «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα» (1958) ώς την «Ευρωπαϊκή Ενωση», όπως την καθορίζει η συμφωνία του Maastricht, υποτάσσει στη νομισματική ενοποίηση τα επιμέρους στοιχεία μιας διευρυνόμενης ενιαίας πολιτικής των κρατών-μελών της. Η νομισματική ενοποίηση, ειδικότερα, που προβλεπόταν να προκύψει από τη σύγκλιση των εθνικών οικονομιών ως προς τον πληθωρισμό, το δημόσιο χρέος, το δημόσιο έλλειμμα, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, επικρίνεται για τη διαφαινόμενη εγκαθίδρυση ενός θεσμικού πλαισίου υπερεθνικής επικυριαρχίας και ιδίως για την αυτονόμηση της οικονομικής ζωής της «Ενωσης» μέσω ενός ειδικευμένου μηχανισμού «πνευματικής τεχνολογίας». Μάλλον θα επανέλθω…
*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας