«H πρόοδος των πόλεων δεν μετριέται με το μέγεθός τους, αλλά με τον αντίκτυπό τους στους ανθρώπους και στη γη που τους περιβάλλει»
(απόσπασμα από την τηλεοπτική σειρά «Yellowstone»)
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι στο κέντρο–επίκεντρο των ποικίλων και διαρκών κρίσεων του μεγεθυνσιακού, υπερσυσσωρευτικού και υπερσυγκεντρωτικού μεγασυστήματος (κόσμος των τελευταίων δεκαετιών) βρίσκονται οι μεγαπόλεις (συνήθως άνω των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων), όπου κατοικεί το 8,5% του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, με 47 τέτοιες στον πλανήτη (Δ. Πεπόνης, 2023) και, μέσω αυτών, η «μητροπολιτοποίηση» του κόσμου.
Ο όρος σημαίνει σήμερα την αυξανόμενη επιρροή των μεγαλουπόλεων, συγκριτικό πλεονέκτημα των οποίων καθίσταται (Γκ. Φαμπουρέλ, 2022) η ικανότητά τους: α) «να προσελκύουν και να διαρθρώνουν λειτουργίες διευθυντικές και μεταφορικές, β) να πολώνουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές και γ) να συγκεντρώνουν αγορές εργασίας «υψηλού επιπέδου αλλά και συγκεκριμένες καταναλωτικές αγορές» (στο ίδιο).
Η προώθηση και γιγάντωση αλλά και δικτύωση των μητροπολιτικών κέντρων και των οικονομικο-πολιτικών ελίτ τους μέσω της συγκέντρωσης-στοιβάγματος του πληθυσμού στις μεγα-πόλεις (έτσι που να) σχηματίζουν οιονεί κοσμοπολιτικά κράτη. Τα κέντρα αυτά γιγαντώνονται, με πλανητική κυριαρχία, έναντι των περιφερειακών/επαρχιακών κρατών, με τα οικονομικά (χρηματοοικονομικά και σήμερα τεχνοκαινοτομικά και ψηφιακά) κέντρα σε συμμαχία με τις πολιτικές εξουσίες (Γκ. Φαμπουρέλ, 2022 ). Το φαινόμενο στη στενή μετα-πολιτική του διάσταση δεν ήταν/είναι άνευ μετα-δημοκρατικών συνεπειών: αποξένωση των πολιτών από τη λήψη των αποφάσεων και σταδιακή εξαφάνιση μιας άμεσης ή αμεσοσυμμετοχικής δημοκρατίας, αλλά και «εγκατάσταση» ενός χαώδους μεγα-συστήματος (αν μπορεί να γίνεται ακόμα λόγος για τέτοιο), μη ελέγξιμου, απορρυθμισμένου και περισσότερο εκμεταλλευτικού αλλά και ολοκληρωτικού και βιοεξουσιαστικού (βλ. πανδημία και όχι μόνο) με ταυτόχρονη και αυξανόμενη συνεχή παραπομπή στην «ατομική ευθύνη» –υπευθυνοποίηση και ενοχή, σ’ έναν πολυμέτωπο αγώνα για επιβίωση μέσα στην πολυπλοκότητα, την αβεβαιότητα και το χάος. Στο πλαίσιο των υπεραστικοποιημένων και μητροπολιτοποιημένων κοινωνιών της μετανεωτερικότητας, οι σύγχρονες (δια-)κυβερνήσεις, κρατικές και υπερεθνικές, απλώς διαχειρίζονται ex post (σύνδρομο του Επιμηθέα) και αυταρχικά με περιοριστικά και αστυνομο-κατασταλτικά μέτρα «έκτακτης ανάγκης». Αυτά θεσμοποιούνται πλέον «ανεπαισθήτως» ως κανονικά, μέσω νέων συναινέσεων, γινόμενα αποδεκτά από τους ανθρώπους. Και τούτο ιδίως μέσα και από μια νέα (μετα-)γλώσσα και νέους ψυχοδιανοητικούς κώδικες. Πρόκειται στο εξής για μια τεράστια μεταβολή-μετάλλαξη του ίδιου του ανθρώπου στο φαντασιακό του, στην ατομική και κοινωνική του στάση και συμπεριφορά, αλλά και του δικαιικού πολιτισμού του όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Οι μεγαπόλεις αποτελούν το κατεξοχήν πρόσφορο έδαφος των παραπάνω.
Από την άλλη, οι μεγαπόλεις αυξήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως από τη δεκαετία του 1980, με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (διεθνοποίηση των αγορών), όπως και οι ήδη υπάρχουσες μεγεθύνθηκαν περαιτέρω, κυρίως ένεκα της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης (και της συνεπακόλουθης ερημοποίησης της υπαίθρου). Σε αυτήν πρέπει να προστεθεί και η μετανάστευση και η προσφυγική ροή προς τις μεγαπόλεις φτωχών και σε διατροφική επισφάλεια αγροτών του Νότου, μη αντέχοντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό μιας «άνισης ανταλλαγής».
Οι μεγαπόλεις έχουν επίσης συνδεθεί με την αστικοποίηση-αποικιοποίηση της γης με τις ευλογίες των κυβερνήσεων. Οι τελευταίες δίνουν στην κυριολεξία επενδυτική «γην και ύδωρ» στις γιγάντιες κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις αλλά και άλλες. Χρηματοδοτούν και προωθούν έτσι την κατασκευή τεράστιων οικοδομών-κέντρων τέχνης και ψυχαγωγίας, την εκκαθάριση γειτονιών μέσω «αναβάθμισης» και «εξευγενισμού» κατοικιών προς εκμετάλλευση (στο πλαίσιο της τουριστικοποίησης των μεγαπόλεων), αλλά και την «αξιοποίηση» – διαχείριση – ιδιωτικοποίηση δημόσιων/κοινών χώρων (πάρκα, μικρά δάση-αλσύλλια κ.λπ.) με συνέπεια την τρομακτική αύξηση παντού σχεδόν της τιμής ακινήτων και ενοικίασης. Ταυτόχρονα, δεν προωθούνται μορφές κοινωνικής ή συνεταιριστικής κατοικίας, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων. Μια τεράστια νέα κοινωνική κρίση αναδύεται παγκοσμίως προερχόμενη από τη στεγαστική κρίση και την έντονη χρηματιστικοποίηση στον τομέα αυτόν. Στα ερείπια αυτής της εμπορευματοποίησης της στέγασης ανθούν και διαρκώς αυξάνονται οι πάσης φύσεως ανισότητες (έντονα τελευταία και οι οικοκλιματικές) και η επισφάλεια με θύματα/εκτοπισμένους τους αόρατους και τους πιο ευάλωτους που φυτοζωούν εγκλωβισμένοι (Δ. Αθανασοπούλου, 2023).
Την ίδια στιγμή οι πλούσιοι και προνομιούχοι, κυρίως εισοδηματίες–ραντιέρηδες, απολαμβάνουν «ασφαλισμένοι» σε πολυτελή και περίκλειστα κτίρια τη νεοφεουδαρχία τους και τη νεοαποικιακή κερδοσκοπία τους μέσω αειφόρων και…υπεύθυνων οικολογικών(!) επενδύσεων και περιφράξεων, όπως οι προαναφερθείσες. Παράλληλα αυτοί απολαμβάνουν το πράσινο και τον καθαρό αέρα, προφυλαγμένοι σε μεγάλο βαθμό και από τις συνέπειες π.χ. του καύσωνα, ενώ είναι αυτοί και οι ως άνω επενδυτικές δραστηριότητές τους που ευθύνονται για τη ρύπανση (ειδικότερα για τις εκπομπές αερίων). Στη Γαλλία, π.χ., το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού εκπέμπει οκτώ φορές περισσότερους ρύπους από το φτωχότερο μισό των Γάλλων το οποίο ζει στα προάστια και στις υποβαθμισμένες γειτονιές. Είναι γνωστό ότι «ο καύσωνας σκοτώνει σιωπηλά τους σιωπηλούς και αόρατους ανθρώπους» των μεγαπόλεων. Οι υπόλοιποι ζουν με το καπιταλιστικό φαντασιακό της υπέρ κατανάλωσης βομβαρδιζόμενοι διαρκώς από τις νέες προσφορές του. Ομως, είναι αναμφισβήτητο σήμερα ότι οι μεγαπόλεις-τέρατα έχουν συνδεθεί με την αίσθηση μη ικανοποίησης από τη ζωή σε αυτές, ιδίως στον δυτικό κόσμο, ακόμα κι αν υπάρχει (ποσοτική) μεγέθυνση και πλούτος (ΑΕΠ - προκλητικά ανισομερώς κατανεμημένο) και ακόμα κι αν έχουν καλυφθεί σ’ έναν βαθμό οι βασικές ανάγκες (Ντ. Μάσεϊ, 2023).
Κύριο και κρίσιμο χαρακτηριστικό των μεγαπόλεων είναι πάντως ότι αυτές έχουν πλέον αποκοπεί από την ύπαιθρο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής, την επαφή με τη φύση και τα οικοσυστήματα, αλλά και με τη διατροφική αλυσίδα να μακραίνει (κατά εκατοντάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα) και να συντίθεται από πολλούς κρίκους-μεσάζοντες από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αυτές οι μεγαπόλεις-τέρατα, εάν διατηρηθούν στο σημερινό επίπεδο, είναι δυνατόν, όπως υποστηρίζεται (H. Tordjman, 2021), να παίξουν έναν ρόλο στην παραγωγή και τη διακίνηση της τροφής μέσω της άμεσης σύνδεσής τους με την πλησιέστερη ύπαιθρο. Πρόκειται για, εδώ και αρκετά ήδη χρόνια, την αστική και περιαστική γεωργία που αναπτύσσεται ραγδαία σε διάφορες μητροπόλεις (π.χ. στις ΗΠΑ στις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές ζώνες έξω από το Ντιτρόιτ, στην Κένυα στο Ναϊρόμπι όπου η μισή τροφή παράγεται στην πόλη, κ.α.). Γεωργία η οποία μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο μέρος των τοπικών αναγκών ιδίως των φτωχότερων πληθυσμών (λαχανόκηποι δημοτικο-συνεταιριστικοί κ.ά.). Σε αυτά πρέπει να προστεθούν, όμως, σε μεσαίες πόλεις, τα πάνω από 1.500 περίφημα AMAP (Ενώσεις για τη διατήρηση της γεωργίας των αγροτών) στη Γαλλία: συμφωνία ενώσεων πολιτών γειτονιών με κοντινούς αγροτοπαραγωγούς για απευθείας εβδομαδιαία παράδοση, σε προκαθοριζόμενη και προκαταβαλλόμενη τιμή. Αλλωστε δεν είναι μακριά ο χρόνος που οι πόλεις (μικρότερες βέβαια) τρέφονταν από τις αστικές και περιαστικές καλλιέργειες ή από τα κοντινά χωριά. Φαίνεται συνεπώς αναγκαίο και επείγον, αλλά εφικτό σ’ έναν βαθμό, να ξαναβρεθεί ή να ξαναφτιαχτεί το ζωτικό νήμα πόλης - υπαίθρου, αλλά και καταναλωτών - παραγωγών που είναι χαμένο σήμερα.
Οπως και να ’χει, μια μετα-αστική οικοκοινωνία και οικοδημοκρατία με οικολογική χωροταξία και αρχιτεκτονική και αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ουσιαστική και πλήρη αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση σε όλα τα επίπεδα, στο πλαίσιο μιας επαναχωροτοπικοποίησης ακόμα και στη βάση της δημο-κρατικής αρχής της επικουρικότητας. Κάτι τέτοιο, σε τελευταία ανάλυση, οι πολίτες είτε θα το απαιτήσουν και θα το εξαναγκάσουν είτε θα το οικοδομήσουν οι ίδιοι σταδιακά «εκ των κάτω», συλλογικά στον μικροβιο-χωροτόπο τους, και με άξονα τον δήμο (και τους συνομοσπονδιοποιημένους δήμους) ή την κοινότητα ή τη συνοικία ή γειτονιά και όχι πρωτίστως τις περιφέρειες (και την ανταγωνιστική «Ευρώπη των περιφερειών» της Ε.Ε.). Οικοδόμηση που θα προωθήσουν δημιουργώντας, πέρα από ίδιους (τοπικούς) οικονομικούς και χρηματοδοτικούς θεσμούς (κοινούς - συνεργατικούς), και τα δικά τους δίκτυα παραγωγής - κατανάλωσης με την ύπαιθρο, σε μια συμβιω(ο)τική κοινότητα και οικονομία των αναγκών και όχι των αγαθών, με γνώμονα την ολιγοεπάρκεια.
*Ομ. καθηγητής Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας