Για τον κυρίαρχο (και κατευθυνόμενο) σήμερα λόγο, δύο είναι τα κύρια (πέραν των εργασιακών σχέσεων και του παραγωγικού μοντέλου) διακυβεύματα και τα πεδία παρέμβασης: η ψηφιακή και η πράσινη/περιβαλλοντική μετάβαση με τις αντίστοιχες οικονομίες τους. Πρόκειται για δύο νέες αγορές-διεξόδους του καπιταλισμού (με την πρώτη -ψηφιακός και πλατφορμικός καπιταλισμός- να υλοποιείται εκτός της κλασικής τυπικής αγοράς και με μονοπωλιακά, νεοαποικιακά και νεοφεουδαρχικά χαρακτηριστικά). Ομως και οι δύο δημιουργούν, λόγω της εγγενούς μεγέθυνσης εντός του συστήματος στο οποίο αναπτύσσονται, κοινωνίες ανισότητας και νέου ολιγαρχικού πλούτου.
Και οι δύο, τέλος, βασίζονται στην (κάθε άλλο παρά ουδέτερη και οικολογικά πλήρως «καθαρή») τεχνοεπιστήμη/καινοτομία, που παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη φυσική εξέλιξη και πρόοδος. Εξέλιξη μάλιστα μη επιδεκτική αντιρρήσεων ή/και επιλογών με βάση τις ουσιαστικές ανάγκες των πολιτών, και για τούτο μη ελέγξιμη. Ας μην ξεχνάμε ότι η τεχνοκαινοτομία συνέβαλε στην ιεραρχικοποίηση, συγκεντροποίηση, αλλά και πειθαρχικοποίηση της κοινωνίας. Είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι καμία τεχνοκαινοτομική πρόοδος δεν θα είναι βιώσιμη, δεν θα προστατεύει δηλαδή τις ανάγκες των πολιτών και γενικότερα την «επίγεια ζωή», εάν δεν εντάσσεται σ’ ένα αμεσοσυμμετοχικό, πλήρως και ουσιαστικά αποκεντρωμένο, αποσυγκεντροποιημένο όπως θα δούμε στο τέλος, οικοκοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό σχέδιο (βλ. και S. Audier 2021).
Ειδικότερα, η νέα πράσινη τεχνολογία/καινοτομία παρουσιάζεται, ως γνωστόν, ως η λύση στην οικοκλιματική κρίση. Και τούτο συγκαλύπτοντας την (οικο)εξουδετέρωσή της από τη νέα αύξηση της μαζικής χρήσης της/κατανάλωσής της (φαινόμενο της αναπήδησης ή παράδοξο του Τζέβονς) σε συνδυασμό με τον στόχο του διαρκώς αυξανόμενου κέρδους. Παράλληλα μάλιστα υπονοώντας ότι η κρίση αυτή οφείλεται πρωτίστως στην οικονομία του άνθρακα και των ορυκτών καυσίμων και όχι στον ίδιο τον (εγγενώς-δομικά) μεγεθυνσιακό, ανταγωνιστικό και αρπακτικό/εκμεταλλευτικό («καπιταλόκαινο») καπιταλισμό. Αρα στην ουσία ισχυρίζεται ότι ένα είναι το πρόβλημα, η αποανθρακοποίηση, και μία λύση, η νέα πράσινη τεχνολογία και τα παρακολουθήματα αυτής, η νέα πράσινη αγορά και φυσικά η σύστοιχη και απαραίτητη (χρηματο)οικονομία της.
Ταυτόχρονα, η νέα -πράσινη- μεγέθυνση του νέου (πράσινου) συμβολαίου ως (επι)διόρθωση των προηγούμενων ζημιών της… προηγούμενης καπιταλιστικής μεγέθυνσης δεν είναι παρά μια νέα (πράσινη) σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση (μετά από αυτή της δεκαετίας του ’90) αφενός των πολιτικών και οικονομικών/ολιγαρχικών ελίτ και αφετέρου συναίνεση του πληθυσμού («υφαρπαζόμενη» αλλά και αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια).
Πιο συγκεκριμένα, η νέα πράσινη μεγέθυνση εμφανίζει όψεις συμβατές προς μια νέα (πράσινη) αγορά. Αγορά της οποίας τα κέρδη κατευθύνονται και τροφοδοτούν και πάλι απλώς τη (μία και ποσοτική) μεγέθυνση με πράσινο προ/επικάλυμμα: πράσινες τράπεζες για πράσινες επενδύσεις, πράσινα ομόλογα, πράσινες ασφαλίσεις, πράσινη κερδοσκοπία κ.ά. Είναι γνωστή από παλιά (A. Gorz κ.ά.) η οικειοποίηση της οικολογίας από την (πράσινη) βιομηχανία και την (πράσινη) χρηματοοικονομική… Ομως και αυτός ο νεομεγεθυνσιακός καπιταλισμός δεν μπορεί εγγενώς να τηρήσει τα οικοκοινωνικά όρια και αυτοϋπονομεύεται. Είναι αντίθετο στην (ορθο)λογική του, και εγγράφεται, όπως και άλλες ιστορικές φορές, στις μικρές –τομεακές μεταρρυθμίσεις– κινήσεις του αναπαραγωγής. Είναι γνωστό και αληθινό πως «ό,τι είναι πράσινο δεν είναι και οικολογικό», ενώ ούτε κατ’ ελάχιστο οικοκοινωνικό.
Πράγματι η (απλή) πράσινη μετάβαση (η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με οποιονδήποτε οικο-κοινωνικό μετασχηματισμό) δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τον πυλώνα της (πράσινης) χρηματοοικονομίας με τους κλασικούς ρόλους της. Δηλαδή τη ροπή αυτής να δημιουργεί αφενός νέα (πράσινα) εργαλεία για μια άριστη διαχείριση των κινδύνων (π.χ. κλιματική υπερθέρμανση, μείωση της βιοποικιλότητας κ.λπ.) και να αναπροσανατολίζει αφετέρου τα επενδυόμενα κεφάλαια έτσι ώστε να κατευθύνονται σε δραστηριότητες όπου θα αξιοποιούνται αποδοτικότερα. Παράλληλα, η πράσινη χρηματοοικονομική σχετίζεται και με την τιμολόγηση-εμπορευματοποίηση της φύσης μέσω των παρεχόμενων (οικοσυστημικών) υπηρεσιών της στον άνθρωπο. Αυτές όμως δεν έχουν «φυσική» τιμή και εκλαμβάνονται ως τεχνητά εμπορεύματα αποϋλοποιώντας έτσι τη φύση και τα οργανικά στοιχεία της. Η φύση θεωρείται (άλλο ένα) κεφάλαιο που παράγει εισοδήματα, όπως το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο ή το ανθρώπινο (H. Tordjman, 2021).
Ηδη πολλά από τα χρηματοοικονομικά παράγωγα χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση μερικών φυσικών καταστροφών («ομόλογα καταστροφής») με την ανάπτυξη και των σχετικών αγορών (κερδοσκοπικών βέβαια πάντα). Τα νέα πράσινα χρηματοοικονομικά προϊόντα (κυρίως επενδύσεις ΑΠΕ και άλλες πράσινες τεχνολογίες) θα συγκροτήσουν ένα νέο greenwashing και όχι πράσινη μετάβαση εάν δεν συνοδεύονται από καθαρά και συγκεκριμένα κριτήρια. Η δυσκολία για τα πράσινα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (ιδίως πράσινα ομόλογα που γνώρισαν μια θεαματική άνοδο σε όγκο από το 2015 και με θετικό τοπικό αποτύπωμα π.χ. στην ανακαίνιση κτιρίων, χωρίς όμως επίπτωση στη μείωση των εκπομπών αερίων) συνίσταται στον ορισμό του «πράσινου», με τις σχετικές απαιτήσεις μέχρι σήμερα να είναι χαλαρές (H. Tordjman, ο.π.). Στις αποδόσεις των πράσινων χρηματοοικονομικών προϊόντων θα μπορούσαν να ενσωματωθούν κλιματικά κριτήρια, όπως επίσης σε κάθε απόφαση επένδυσης θα μπορούσε να είναι υποχρεωτική η ενσωμάτωση της κλιματικής επίπτωσης (Altern. Economiques, no 413/2021). Το σημερινό πρασίνισμα του μεγεθυνσιακού και χρηματιστικού καπιταλισμού εγγράφεται (και είναι παράγωγό του) στον χρηματοπιστωτικό, μετοχικό και «αδιευκρίνιστο» περιουσιακό καπιταλισμό-πλούτο από τη δεκαετία του ‘80 (με τη σταδιακή απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, την εμφάνιση των θεσμικών επενδυτών κ.λπ.).
Το ερώτημα που τίθεται, με δεδομένο πλέον ότι οικοκλιματική και (οικο)κοινωνική κρίση έχουν κοινές αιτίες, είναι εάν μπορεί να υπάρξει οικοκοινωνικός μετασχηματισμός με αλληλεγγύη, δικαιοσύνη και ουσιαστική «δημο»-κρατία, χωρίς ανοιχτό έλεγχο της σημερινής κερδοσκοπικής χρηματοοικονομίας (επί τίτλων και ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων που αυξάνονται γεωμετρικά παγκοσμίως). Ενας τέτοιος έλεγχος καθίσταται αδύνατος, όπως φαίνεται σήμερα, εκτός και αν προέλθει από συνασπισμένα κράτη και είναι συνδεδεμένος με τη δημιουργία εναλλακτικού κοινού νομισματικού ταμείου, ακόμα και εναλλακτικού νομίσματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα είναι χωρίς ρίσκο και εμπόδια, αφού (Γκ. Θέρμπορν, εφ. «Η Εποχή», 21-22/10/2023) θα έχει κόστος και συνέπειες στο νόμισμα (υποτίμηση) και στον δανεισμό. Το θέμα όμως είναι εάν μπορεί να υπάρξει τέτοιος μετασχηματισμός χωρίς επαναπροσδιορισμό του ρόλου νομίσματος (στην ουσία επαναφορά του στην κοινωνική του διάσταση) και της χρηματοδότησης ιδίως των μαζικών «πράσινων» επενδύσεων προς μακροπρόθεσμη κατεύθυνση. Οι σύγχρονες κερδοσκοπικές χρηματαγορές δεν είναι σίγουρο ότι θα διοχετεύσουν τους επενδυτές σε πράσινες δραστηριότητες, αφού αυτοί ενδιαφέρονται πρωτίστως για βραχυπρόθεσμες υπεραξίες και όχι για μακροπρόθεσμες αποδόσεις σε τόκους (H. Tordjman, ο.π.).
Το πράσινο χρήμα δεν θα είναι οικολογικό/οικοκοινωνικό, ούτε καν «μεταβατικό», εάν δεν ελέγχεται και εάν δεν εγγράφεται και αυτό στον γενικότερο δομικό-ριζικό μετασχηματισμό του οικονομικού και κοινωνικού μεγα-συστήματος. Κυρίως μάλιστα εάν τούτο δεν συμβάλλει στην (επαν)ένταξη της οικονομίας στην κοινωνία ως οικο-κοινωνικής επιστήμης και «επιστήμης της ζωής» – βιοοικονομία κατά τον N. Georgescu-Roegen. Προς τούτο καθίστανται πρωτίστως αναγκαίες η αμεσοσυμμετοχική κοινωνική οργάνωση (συνελεύσεις, ανακλητότητα κ.λπ.) και η θεσμική ουσιαστική αποσυγκέντρωση και αποσυγκεντροποίηση σε όλα τα επίπεδα με ανάδειξη του μικρο/βιο-χωροτοπικού και με βάση τον ανοιχτό δήμο, κοινότητα κ.λπ. Ολα αυτά με παράλληλη εγκαθίδρυση νέων/εναλλακτικών οικονομικών, χρηματοδοτικών και παραγωγικών σχέσεων -συνεργατικών και αυτοδιαχειριστικών- με μοναδικό (και όχι συγκριτικό) πλεονέκτημα και με άξονα την ολιγοεπάρκεια, την αξιοχρησία και το κοινό αγαθό, στο πλαίσιο μιας αλληλέγγυας και ευχάριστης συμβιωτικότητας (convivialite), όπου ο άνθρωπος θα δρα με τον πιο αυτόνομο τρόπo και τον πιο δημιουργικό (I.Ιllitch, 1973). Τα παραπάνω προϋποθέτουν βέβαια και τη δομική αλλαγή και λειτουργία του κράτους με βάση αφενός την ουσιαστική εφαρμογή της δημο-κρατικής (ομοσπονδιακής καταγωγής) αρχής της επικουρικότητας σε μια «σύνθετη κυριαρχία» (μέσα από τη χωρο-τοπική και υλική κατανομή αρμοδιοτήτων στη βάση της αποκέντρωσης και αποσυγκέντρωσης) και αφετέρου την επανεύρεση της σχεδιαστικής και παρεμβατικής του φύσης (στον βαθμό που είναι εφικτό κάτι τέτοιο σήμερα ένεκα των συνεχών έξωθεν -διεθνών και ευρωπαϊκών- καταναγκαστικών «προϋποθέσεων» και ιδιωτικών αξιολογήσεων).
Αν και δεν φαίνεται εφικτή, τουλάχιστον με τα κλασικά-ιστορικά εργαλεία, μια συλλογική λύση εντός του υπάρχοντος και «αφύσικου» με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά μεγα-συστήματος, εν τούτοις εναλλακτικές συλλογικές λύσεις εντός του -και μέσα από τις ρωγμές του- και ενάντια στην ορθο-λογική του που θα μπορούσαν να το «βραχυκυκλώνουν» ή να το «αγνοήσουν» σ’ έναν βαθμό γεννιούνται ως μικρές αντι-εξουσίες, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικο-«αυτοδιοικητικό» μικρο-βιοχωροτοπικό επίπεδο. Τα μικρο-αντιπαραδείγματα/«μικροφράγματα» στο υπερχειλίζον ποτάμι υπάρχουν ως «ζωντανές ουτοπίες», παρότι το «ρεαλιστικό» μεγα-σύστημα επιδιώκει να αποκλείει κάθε μελλοντική ουτοπία (και ευθύνη), περιοριζόμενο στο βολικό διαρκές και ατομικό παρόν (παροντισμός), όπως λέει και ο Μ. Φίσερ.
.*Ομ. καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας