Σου μιλάει με την αθωότητα ενός παιδιού. Τα μάτια της κουράστηκαν, έδωσαν τόσα χρόνια φως στις καρδιές μας! Αναστύλωσαν το παιδικό θέατρο. Η όρασή της είναι πολύ εξασθενημένη, όμως, ενώ την οδηγεί σε αθέατους κόσμους, βρίσκει τρόπο να μορφοποιεί, να επικοινωνεί, να μας παραπέμπει γενναιόδωρα σε πρόσωπα και μνήμες. Να τα φέρνει όλα στο φως, όπως απαιτεί η τέχνη του ηθοποιού.
Μπόρεσε να διεισδύσει στον μυστηριώδη κόσμο των παιδιών με απλότητα, αισθητική και ομορφιά. Κάθε φορά που άνοιγε η «Πόρτα», με μια πρωτοποριακή, παιδική παράσταση γινόταν σημείο αναφοράς.
Νιώθει μοναξιά, μια απομόνωση, αλλά χωρίς ψυχικά αδιέξοδα. Βρήκε τρόπους να περνά δημιουργικά την καθημερινότητά της. Το μυαλό της στριφογυρίζει στον «Αγρυπνο νου» του Κωστή Σκαλιόρα, που υπήρξε ο μεγάλος της έρωτας. Θυμάται την πρώτη αναστάτωσή της όταν στο γράμμα που της έστειλε, μόλις την πρωτοείδε, έγραφε μεταξύ άλλων: «[…] Ξένια, θα ’θελα να μπω στη ζωή σου όπως μπήκες εσύ στη δική μου. Αν η βιασύνη σε τρομάζει, τότε δεν βιάζομαι. Δεν περιμένω άλλωστε να ’ναι όλα πολύ εύκολα. Είμαστε κι οι δύο λιγάκι καραβοτσακισμένοι. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να ’μαστε ανεξάντλητα τρυφεροί κι υπομονετικοί. Εγώ νομίζω πως το μπορώ. Είμαι ανάστατος, αλλά μαζί με τη βαθιά ανησυχία αισθάνομαι πως η ευτυχία είναι δυνατή».
Εικονογράφησε τη ζωή της σαν παιδικό παραμύθι, ένα απόγευμα, καθισμένη στο σαλονάκι του σπιτιού της, με τη σοφία και τη γνώση μιας γεμάτης ζωής.
Ξένια Καλογεροπούλου: Σκέφτηκα για πρώτη φορά να κάνω θέατρο για παιδιά, επί χούντας. Ηθελα κάτι χαρούμενο. Στην πρώτη παράσταση έπαιζαν οι Λήδα Πρωτοψάλτη, Σταμάτης Φασουλής, Κώστας Αρζόγλου, Υβόννη Μαλτέζου. Μετά έγραψα το πρώτο μου έργο, «Οδυσσεβάχ». Στη συνέχεια την «Ελίζα». Το καλύτερό μου, όμως, είναι το «Σκλαβί».
Αρχικά, δεν επιτρεπόταν να έρχονται σχολεία. Αυτά ξεκίνησαν μετά τη Μεταπολίτευση. Οπότε δουλεύαμε μόνο με γονείς και παιδιά. Τώρα, έχουμε πια ανθρώπους που παρακολουθούσαν ως παιδιά και τώρα φέρνουν τα εγγόνια τους.
Εστησα το θέατρο «Πόρτα», γιατί ήθελα οι παραστάσεις αυτές να έχουν κάτι δικό τους κι όχι να είναι φιλοξενούμενες. Μετά, γνώρισα τον Θωμά Μοσχόπουλο. Συνεργαστήκαμε άριστα επί πολλά χρόνια και του άφησα το θέατρο, για να το διαχειριστεί ο ίδιος. Εχει μια ικανότητα ο Θωμάς να ανακαλύπτει νέα ταλέντα.
Λειτουργεί κι ένα εργαστήρι με την Πέγκυ Στεφανίδου. Είχα δει ένα κοριτσάκι, τη Μάρθα, που είχε έρθει ως παιδάκι στο Νηπιαγωγείο, έπαιζε στο εργαστήρι μας κι αφού αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Σχολή, είναι τώρα δασκάλα εκεί.
● Αναγνωρίστηκε το έργο σας. Εχετε βραβευτεί πολλές φορές.
Ξ.Κ.: Δεν μου λείπουν τα βραβεία. Τεράστια επιτυχία, όμως, από τα βιβλία μου έκανε το «Γράμμα στον Κωστή» που μ’ έσωσε και οικονομικά, μια εποχή που βρισκόμουν σε άθλια κατάσταση. Αυτό το βιβλίο είναι η αυτοβιογραφία μου.
● Πού βρίσκετε πιο έντονα τις αλήθειες της ζωής; Στο θέατρο, στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση;
Ξ.Κ.: Στο καθένα απ’ αυτά υπάρχουν αλήθειες. Τώρα πια δεν βλέπω τηλεόραση, παρά μόνο ακούω. Βρίσκω ενδιαφέρουσα την εκπομπή της ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου, κάθε Σάββατο, στο κανάλι της Βουλής. Μαθαίνω και κομπιούτερ για τυφλούς. Ευτυχώς, έχω ανθρώπους που μ’ αγαπάνε κι ενδιαφέρονται, γιατί όταν είσαι ημίτυφλος έχει αρκετή μοναξιά.
● Πώς ξεκίνησε αυτό;
Ξ.Κ.: Πήγαινα στη Στέγη Γραμμάτων. Οταν βγήκα από το ταξί, ξαφνικά έγινε νύχτα. Ηταν απότομο και πολύ άσχημο. Παίζαμε μια ιδιαίτερη παράσταση, την «Εξημέρωση», όπου το περισσότερο κείμενο ήταν ηχογραφημένο, αλλά υπήρχε κι ένα σημείο που μου είχε πει η σκηνοθέτιδα Σοφία Μαυραγάνη να πω κάτι από την παιδική μου ηλικία. Αμέσως, θυμήθηκα το «Ενα νερό, κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό, κρύο νερό». Ηταν μια πολύ ωραία στιγμή της παράστασης, γιατί παίζαμε με τις σκιές μας. Από τότε δεν ξαναέπαιξα για μεγάλο διάστημα.
● Περάσατε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;
Ξ.Κ.: Η μαμά μου ήταν ζωγράφος. Οταν χώρισε απ’ τον πατέρα μου, μείναμε πολύ μόνες και κάναμε καλή παρέα. Μέχρι τα δώδεκα χρόνια μου, ζούσα σ’ έναν παράδεισο. Μετά το διαζύγιο γκρεμίστηκε ο κόσμος μου. Ημουν σε δύσκολη ηλικία.
● Με το θέατρο πώς ξεκινήσατε;
Ξ.Κ.: Συνεργάστηκα με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, όπως και με τον θίασο του Φωτόπουλου. Ομως, εξελίχθηκα αργότερα σαν ηθοποιός. Συνέχισα με το «Ψύλλοι στ’ αυτιά», που είχε σκηνοθετήσει ο Μίνως Βολανάκης. Μετά δούλεψα με τον Λευτέρη Βογιατζή και με άλλους θιάσους. Ομως, το ενδιαφέρον μου ήταν πάντα το παιδικό θέατρο. Δεν μου πήγαινε πολύ να είμαι θιασάρχης. Διάλεγα έργα που να έχουν ωραίο ρόλο για μένα, να μπορούν να αρέσουν, να είναι καλής ποιότητας, αλλά το θέατρο το έφτιαξα κυρίως για τα παιδιά.
● Χτίζετε έναν καινούργιο κόσμο τώρα με τη λίγο προβληματική όραση;
Ξ.Κ.: Γράφω κάπου στο βιβλίο του «Κωστή» αυτό που είπε ο Μπουνιουέλ: «Αν μπορούσα πού και πού να βγαίνω από τον τάφο μου για να πεταχτώ στο περίπτερο να πάρω μια εφημερίδα και να δω τι έγινε μετά, δεν θα με πείραζε και τόσο».
Δεν φανταζόμουν βέβαια τον εαυτό μου να τρέχει από τον τάφο μου στο περίπτερο. Ενας λόγος που μου άρεσαν τα λόγια του Μπουνιουέλ ήταν ότι και τώρα που είμαι ακόμα ζωντανή αναρωτιέμαι συχνά για το «τι θα γίνει μετά». Τι θα γίνουν οι άνθρωποι που γνωρίζουμε και αγαπάμε; Τι θα γίνει στην Ελλάδα, στον κόσμο; Αν η γη μας θα συνεχίσει να υπάρχει, αν τα λόγια και τα έργα των ανθρώπων θα σώζονται ή θα έχουν χαθεί για πάντα. Δεν σκεφτόμουν, όμως, δεν μπορούσα ούτε και θα ήθελα να φανταστώ πώς μπορεί να είναι να μην υπάρχει κάποιος που μοιραζόταν τη ζωή σου.
● Πιστεύετε ότι θα οικοδομηθεί ένας νέος κόσμος στην πολιτική;
Ξ.Κ.: Μου φαίνεται δύσκολο, ούτε μπορώ να τον φανταστώ. Εγώ δεν θα τον προλάβω αυτόν τον κόσμο. Παρακολουθώ τα δρώμενα με ενδιαφέρον και προβληματίζομαι, όμως, δεν σας κρύβω ότι απογοητεύομαι, διότι ακούω πολλές βλακείες.
Το ενδιαφέρον μου ήταν πάντα το παιδικό θέατρο. Δεν μου πήγαινε πολύ να είμαι θιασάρχης. Διάλεγα έργα που να έχουν ωραίο ρόλο για μένα, να μπορούν να αρέσουν, να είναι καλής ποιότητας, αλλά το θέατρο το έφτιαξα κυρίως για τα παιδιά
● Ποιες αξίες σάς κεντρίζουν;
Ξ.Κ.: Θαυμάζω τους ανθρώπους που εμπνέουν. Εκτιμούσα πολύ τον Θάνο Μικρούτσικο. Γνώρισα και συνεργάστηκα, τελευταία, με τη Ρένη Πιττακή που θεωρώ ότι ξεχωρίζει. Και, φυσικά, συνεργάστηκα με τον Γιώργο Λούκο που είναι η προσωποποίηση της έμπνευσης. Μου είχε αναθέσει να πηγαίνω σε φεστιβάλ διαφόρων χωρών, να παρακολουθώ παιδικές παραστάσεις και να φέρνω τις καλύτερες.
Με πονάει το επίπεδο των ανθρώπων και κυρίως των νέων που δεν προσπαθούνε. Πηγαίνουν στα Πανεπιστήμια, παίρνουν διπλώματα αλλά δεν ψάχνονται. Πρέπει να το κάνεις και μέσα σου, παντού.
● Φοβάστε τη μοναξιά;
Ξ.Κ.: Από παιδί μπορούσα να είμαι μόνη μου. Επαιζα μόνη μου. Διάβαζα πριν ακόμα πάω στο σχολείο, μόνη μου. Εξοικειώθηκα με τη μοναξιά. Κι ο Ταρκόφσκι λέει για τη μοναχικότητα ότι μπορεί να είναι πολύτιμη και απαραίτητη. Εχω καλές σχέσεις με τα εγγόνια του Κωστή. Αγαπιόμαστε πολύ, αλλά δεν βλεπόμαστε συχνά. Είναι δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Χαίρομαι γι’ αυτά, γιατί προοδεύουν. Δεν τους βλέπω και δεν τους παρεξηγώ. Ε, δεν είναι και το πιο συναρπαστικό να πας σε μια γιαγιά ημίτυφλη (γέλια).
● Δεν είστε, όμως, τυχαία γιαγιά.
Ξ.Κ.: Ούτε αυτοί το πιστεύουν. Απλά δεν έχουν καιρό για μένα. Και οι μεγάλοι, όχι μόνο τα παιδιά. Η ζωή μας είναι τέτοια που όλοι είμαστε με ένα ρολόι στο χέρι. Οπότε τους καταλαβαίνω.
Πάντα θυμάται τις στιγμές που έζησε με τον Κωστή. Την αγάπη τους, τη συμπόρευσή τους, τον αλληλοσεβασμό τους. Περιγράφει με συγκίνηση την πρώτη τους εκδρομή στο Πήλιο, σαν να ήταν χθες. Μου αφηγείται το αντίστοιχο απόσπασμα από το βιβλίο της:
«Παίζαμε ακόμη τη “Μάνα”, αλλά κάποια στιγμή θέλησα να σου γνωρίσω το σπιτάκι μου στις Μηλιές. Θα φεύγαμε μεσάνυχτα της Κυριακής, μόλις τελείωνε η παράσταση. Μόνο για μιάμιση μέρα. Είχα αρχίσει να πλέκω ένα κασκόλ με χαρούμενα χρώματα για να το φορέσω όταν θα φεύγαμε. Αλλά περνούσε η ώρα και δεν προλάβαινα να το τελειώσω. Αυτό φάνηκε φοβερά σημαντικό στα κορίτσια του θιάσου και η καθεμιά τους, μόλις έβγαινε για λίγο απ’ τη σκηνή, έπιανε τις βελόνες κι έπλεκε με τρομερή βιασύνη. Στο τέλος έφυγα με ένα αρκετά πρωτότυπο κασκόλ που είχε φράντζες μόνο από τη μια του άκρη. Τα κορίτσια μού το φόρεσαν με γέλια και ευχές. Ηταν λίγο σαν να φεύγαμε για ταξίδι γάμου.
Ταξιδέψαμε όλη τη νύχτα και κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά στο σπίτι μου, κουκουλωμένοι με μια χοντρή κουβέρτα που είχε πλέξει κάποτε μια θεία του Γιάννη για κείνον και για μένα.
Την άλλη μέρα με πήγες βόλτα στον Μυλοπόταμο. Δεν είχα ξαναπάει εκεί ποτέ. Ηταν χειμώνας και είχε τεράστια κύματα. Τα χαζεύαμε αγκαλιασμένοι, ευτυχισμένοι. Μόνο σε μια στιγμή θυμήθηκα τον Γιάννη (Φέρτη), και σκέφτηκα ότι ήταν κρίμα που δεν τα έβλεπε κι εκείνος. Ενας μικρός πόνος ξεμύτισε πάλι κάπου μέσα μου, αλλά μόνο για μια στιγμή.
Ξαναπήγαμε κι άλλες φορές ταξιδεύοντας μεσάνυχτα σε χειμωνιάτικες νύχτες. Παρκάραμε στο καλντερίμι λίγο πριν ξημερώσει κι ανεβαίναμε στο σπίτι ξεπαγιασμένοι, με τους φακούς στο χέρι…»
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας