Δρόμο παίρνεις, δρόμο αφήνεις, κάποια στιγμή αρχίζει αναπόφευκτα και το στροφιλίκι, ωστόσο είναι λιγότερο απ’ όσο περιμένεις και τα χωριά από τα οποία περνάς ομορφότερα απ’ ό,τι φανταζόσουν. Οχι ότι δεν έχει γίνει και σε αυτά ό,τι και σε όλη την Ελλάδα: έφυγε η πέτρα για να έρθει ο τσιμεντόλιθος, βγήκαν τα κεραμίδια για να μπουν τα τσίγκια, μας τελείωσαν οι χειρόγραφες επιγραφές πάνω σε πραγματικό ξύλο που έλεγαν «Καφενείο» και τη θέση τους πήραν επιγραφές-τερατουργήματα νέον «Cafe-bar»... Οταν ασχημαίνει τόσο το περιβάλλον, είναι δυνατόν να παραμείνει όμορφος ο άνθρωπος μέσα του;
Δρόμο πήρα, δρόμο άφησα, απ’ όλα τα παραπάνω πέρασα, κάποια στιγμή έφτασα. Πάνω στο βουνό, σ’ ένα μικρό χωριό. Που κάποτε δεν ήταν ένα μικρό χωριό, αλλά πρωτεύουσα των Ευρυτάνων (σύμφωνα με τους ντόπιους αλλά και αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα). Τώρα είναι ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός μόνο με τέσσερις κατοίκους τον χειμώνα. Πάσχα και καλοκαίρι, κάπως περισσότερους. Υπάρχει ένας ξενώνας στο χωριό με ωραίο όνομα, αλλά καθόλου ωραίους ιδιοκτήτες.
Το ίδιο ισχύει και για τη μοναδική ταβέρνα του χωριού, όπου η αγένεια περισσεύει. Αλλά ποιος νοιάζεται; Το χωριό -ναι, αυτοί οι τέσσερις κάτοικοι μαζί με τα παιδιά τους και τ’ αγγόνια τους- φιλόξενοι κι ωραίοι άνθρωποι είναι. Γελαστοί και όμορφοι. Πραγματικά όμορφοι... Ο Νίκος και η Δήμητρα είναι ανάμεσα σε αυτούς τους τέσσερις του χωριού. Ακόμα τέσσερις μένουν στο διπλανό χωριό - οχτώ όλοι μαζί. Ογδόντα χρόνων είναι και ο Νίκος. Μα μόνο τα χρόνια του δεν δείχνει - ούτε καν. Οσο για τη Δήμητρα, μακάρι να πάρουμε τα ροδαλά της μάγουλα και το μυαλό της που στρόφαρε με χίλια.
Δεν είναι οι γνώσεις που ξεχωρίζουν τον πραγματικά έξυπνο άνθρωπο - είναι η αίσθηση του χιούμορ. Γι’ αυτό το χιούμορ των κατοίκων του ήταν διάσημο το χωριό. Το αναφέρει και ο Χαριτόπουλος στο «Αρης, ο αρχηγός των ατάκτων» και σαν το είπαμε στον Νίκο, χαμογέλασαν μεν τα μουστάκια του, μα δεν τ’ αρνήθηκε το άτιμο το παιδί. Βλέπεις, κάθε καινούργιος που ερχόταν στο χωριό, του έκαναν καζούρα. Τον τρόλαραν, δηλαδή. Είχε έρθει ένας καινούργιος παπάς. Τότε, λίγο πριν την Κατοχή. Πώς έκαναν και τον έφεραν και τον έπεισαν οι κάτοικοι ότι τα μοσχάρια του χωριού ήταν ένας ειδικός τύπος γαϊδάρου. Ανεβαίνει απάνω ο παπάς, πάρ’ τον κάτω! «Μωρέ εγώ το ήξερα πως δεν ήσουν γάδαρος, μα έλα που με έπεισαν οι αντίχριστοι!» αρχίζει τα καντήλια ο παπάς και τα γέλια οι ντόπιοι.
Ακόμα και τον Αρη, μωρέ, δεν άφησαν στην απέξω. Εκεί γύρω ήταν τα λημέρια του, πήγε στο χωριό να μιλήσει. Πάνε και τον χαιρετάνε με τα ρούχα της δουλειάς τους οι ντόπιοι. Μετά δυο τρεις απ’ αυτούς πήγαν κι άλλαξαν κι έβαλαν τα κυριακάτικά τους. Πάλι χαιρετούρες. «Ρε σεις, χαιρετηθήκαμε ήδη!» τους λέει ο Αρης και τους κέρδισε πιότερο, γιατί κατάλαβαν πως τους είχε δει, κοιτάξει πραγματικά. «Αυτός ήταν ο Αρης μας» μας λέει ο κυρ Νίκος και ανήμερα το Πάσχα ήταν έτοιμος να βγάλει το τρίτομο του καπετάν Νικηφόρου και ν’ αρχίσει να μας διαβάζει («Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης» -κυκλοφορεί ως τρίτομη έκδοση- από τον Καπετάν Νικηφόρο ή Δημήτρη Δημητρίου).
Κοίταγα τον Νίκο κι αναρωτιόμουν γιατί να είναι μόνος σχεδόν σήμερα πάνω σ’ αυτά τα βουνά. Που ακόμη και μεγαλύτερα χωριά έχουν ερημώσει. Ακόμα και έως το 2010 είχαν υπηρεσίες και σχολεία με 200 παιδάκια και ταχυδρομείο και ιατρείο και τα πάντα. Τώρα, αν θέλουν να προμηθευτούν πρώτες ύλες, πρέπει να κάνουν δυο ώρες δρόμο έως το Καρπενήσι ή το Αγρίνιο. Οσο για κατοίκους, ο νεότερος ήταν 50 ετών και μόνος. Μα και ο νέος πώς και γιατί να πάει εκεί; Από τη μια είναι η ομορφιά του τοπίου (ασύλληπτη ομορφιά όμως), από την άλλη καμία δομή... Δεν ξεκίνησε τώρα το κακό αυτό. Μα τα τελευταία χρόνια ολοκληρώθηκε.
Ελα όμως που υπάρχει ακόμα ο Νίκος. Και το χαμόγελο της Δήμητρας. Και ο γαμπρός τους ο Βαγγέλης και η νύφη τους η Μαρία. Κι επειδή υπάρχουν αυτά, η εγγόνα, πάλι Δήμητρα, μαθαίνει από τους καλύτερους. «Θα νικήσουμε» ήταν τα λόγια τους για καλό κατευόδιο. Τι δώρο!.. Εννοείται θα νικήσουμε. Με τις μπάντες!