«Το ζώο πεθαίνει ή ψοφάει;… [το ζώο] δεν μπορεί να πεθάνει, αλλά μονάχα να ψοφήσει, δεδομένου ότι αποδίδουμε στον άνθρωπο το χαρακτηριστικό ότι θνήσκει»
Χάιντεγκερ, Θεμελιώδεις έννοιες της μεταφυσικής
Τα ζώα σκέφτονται τον θάνατο; Εχουν αντίληψη του θανάτου; Και, αν ναι, με ποιο τρόπο το κάνουν; Αν ούτε η χρήση εργαλείων ούτε ο πολιτισμός ούτε η ηθική ούτε η γλώσσα ούτε η λογική συνιστούν αποκλειστικά προνόμια του ανθρώπινου ζώου, είναι αναπόφευκτο να συμπεράνουμε πως και η έννοια του θανάτου θα πρέπει να αποτελεί μια ιδιότητα κοινή των όντων και επομένως θα οφείλαμε να παραδεχτούμε ότι και αυτό το προπύργιο, το νιοστό που επινόησε ο sapiens, προκειμένου να παραμείνει κάτι (ξε)χωριστό από τα άλλα ζώα, είναι καταδικασμένο να πέσει.
Σε κάθε περίπτωση απόψεις όπως εκείνες του Χάιντεγκερ, για τον οποίο η διαφορά μεταξύ ζώου και ανθρώπου είναι οντολογικής φύσης, αποκαλύπτουν την ανικανότητά μας να σκεφτούμε ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι σύνδεσης με τον θάνατο και τη ζωή που δεν είναι εκείνοι του ανθρώπου: καλύτερα, εκείνων που έχει επιβάλει μια συγκεκριμένη αντίληψη του ανθρώπου, καθότι γνωρίζουμε καλά πως ούτε μεταξύ όλων των ανθρώπων είναι ίδια η ιδέα του θανάτου. Πολλώ μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με πλάσματα που ακόμη δεν καταδεχόμαστε να γνωρίσουμε πραγματικά.
Εξάλλου δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι τα ζώα δεν αντιλαμβάνονται τον θάνατο. Αν ο δικός μας τρόπος αντιμετώπισης του θανάτου είναι διαποτισμένος από διανοουμενισμό, για τα υπόλοιπα ζώα αυτός αποτελεί μια συνεχή πραγματικότητα.
Σύγχρονες μελέτες συγκριτικής θανατολογίας (βλ. Σουσάνα Μονσό, Το οπόσουμ του Σρέντιγκερ. Πώς τα ζώα ζουν και αντιλαμβάνονται τον θάνατο, 2021) μας αποδεικνύουν ότι υφίστανται διαστάσεις στη σχέση των ζώων με τον θάνατο που δεν είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε. Ο σημαντικότερος λόγος αυτής της αδυναμίας εντοπίζεται στον ανθρωποκεντρισμό μας και στη δογματική ερμηνεία του ορθολογισμού μας: τα δύο στοιχεία δεν είναι άσχετα και ασύνδετα μεταξύ τους.
Είναι ένδειξη ματαιοδοξίας και ξιπασιάς να πιστεύουμε ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα θα πρέπει να αποτελούν τη λυδία λίθο για τον έλεγχο εκείνων των υπόλοιπων πλασμάτων: ένα ζώο θα μπορούσε να καταλάβει τον θάνατο ενός ομοειδούς του δίχως να δείξει σημάδια θλίψης. Υπό το φως αυτό είναι θεμιτό να πιστεύουμε ότι ίσως τα ζώα που είναι σε θέση να κατανοήσουν τον θάνατο είναι περισσότερα από όσα μπορούμε να φανταστούμε. Ούτε θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποια από αυτά να κατέχουν την έννοια της προσωπικής θνητότητας. Στον κατάλογο όσων θα μπορούσαν να κατέχουν κάτι ανάλογο θα πρέπει ασφαλώς να συμπεριλάβουμε τα δελφίνια, για τα οποία έχει υποστηριχτεί ούτε λίγο ούτε πολύ η πιθανότητα της αυτοκτονίας.
Φαίνεται πως απέναντι στο ζήτημα του θανάτου έχουμε να κάνουμε με έναν διττό ανθρωποκεντρισμό. Αφενός με έναν «διανοητικό ανθρωποκεντρισμό» που έχει την τάση να θεωρεί αποκλειστικά ανθρώπινα κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον τρόπο αντίληψης του θανάτου, τον οποίο κάποιος κατέχει ή δεν κατέχει, δίχως δυνατές διαβαθμίσεις ή άλλες οπτικές.
Αφετέρου με έναν «συναισθηματικό ανθρωποκεντρισμό» ο οποίος δεν αφήνει χώρο και δεν αναγνωρίζει συγκινησιακές αντιδράσεις απέναντι στον θάνατο που να είναι διαφορετικές από εκείνες των sapiens, προπαντός ως προς την έκφραση του πένθους, το οποίο απαντά μεταξύ των πρωτευόντων και των ελεφάντων. Είναι απαραίτητο να απελευθερωθούμε από τα δεσμά μιας οπτικής προσανατολισμένης αποκλειστικά βάσει της δικής μας ιδέας του θανάτου. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση πολύ δύσκολα θα αναγνωρίσουμε ότι και τα ζώα έχουν μια δική τους, μοναδική, ιδέα.
Η ανθρωποποιητική/ανθρωπολογική μηχανή στον Χάιντεγκερ μετατοπίζει το όριο μεταξύ ανθρώπινου (που κατέχει την αυθεντική σκέψη, την ομιλία, τον λόγο) και εκείνου που κάθε φορά μπορεί ή/και πρέπει να θεωρηθεί-εκτοπιστεί ως μη ανθρώπινο και άρα κοντά στο ζωικό (η μη αυθεντική σκέψη κ.λπ.), φροντίζοντας να μη γεφυρωθεί το χάσμα που απείλησαν να ακυρώσουν ο δαρβινισμός και η βιολογία μεταξύ των ανθρώπινων και των υπόλοιπων εμβίων. Ωστόσο, σε πείσμα του Χάιντεγκερ, τα ζώα, όπως και οι άνθρωποι, πεθαίνουν, δεν ψοφάνε απλώς· πεθαίνουν με διαφορετικούς τρόπους. Το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ επιλέγει την (ανθρώπινη και αυθεντική) γλώσσα ως πεδίο αναφοράς και «αναμέτρησης», για να οικοδομήσει εκεί πάνω την ανωτερότητα και τη μη ζωότητα του ανθρώπου, μαρτυρά την κυκλικότητα και τη φαυλότητα του συλλογισμού του: «αποδεικνύεται» ό,τι λαμβάνεται ως αξίωμα και προϋπόθεση. Γιατί, αν την εκκίνηση αποτελέσει κάποιο άλλο σημείο, αλλά όχι η γλώσσα ως ανθρώπινου προνομίου (για παράδειγμα, αν ως σημείο σύγκρισης ληφθεί η όσφρηση ή η ικανότητα να νιώθει κάποιος τις δονήσεις του αέρα), τότε ενδεχομένως να διαπιστώσουμε ότι είναι ο άνθρωπος εκείνος που ψοφάει και όχι το συγκεκριμένο ζώο.
Δεδομένου ότι είναι δογματικό, παρακινδυνευμένο και εκτός πραγματικότητας να θεωρούμε τα ζώα ως ένα σύνολο ομοιόμορφο και αδιαφοροποίητο, το στοίχημα συνίσταται στο να απελευθερωθούμε από κάθε αφαίρεση. Αν κάθε ζώο έχει τον δικό του κόσμο, άρα και τον δικό του θάνατο, η αξίωσή μας να γνωρίσουμε πλήρως τα υπόλοιπα πλάσματα, μυστηριώδη όντα που όπως και εμείς ζουν και υποφέρουν, είναι απατηλή.
Αναγνωρίζοντας ότι οι αισθητηριακές ικανότητές τους είναι πολύ διαφορετικές από τις δικές μας, τα ζώα προσλαμβάνουν, βλέπουν, ζουν τον κόσμο με άλλους τρόπους και επομένως, αν η αντίληψη του θανάτου είναι παρούσα στο κάθε είδος, τότε αυτή στα μη ανθρώπινα θα εκφράζεται με τρόπους που απέχουν από την ανθρώπινή γλώσσα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι, όπως δεν υπάρχει το Ζώο, αλλά τα ζώα στις ποικίλες συγκεκριμένες μορφές τους, έτσι και ο θάνατος αποτελεί μία απτή πραγματικότητα, η οποία κλίνεται αποκλειστικά και μόνο στον πληθυντικό αριθμό…
*Διδάκτορας Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων