Εν αρχή ην ο λόγος. Αυτός γοήτευσε τον Γιώργο Παπαγεωργίου που, ίσως ακολουθώντας μια αντίστροφη πορεία, πρώτα διάβασε την εμβληματική νουβέλα του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» και μετά, όταν πια είχε δώσει σχήμα στην παράσταση που ήθελε να ανεβάσει, είδε και την ταινία αναφοράς του Βισκόντι.
Ηρωας του έργου ο Ασενμπαχ, άλτερ έγκο του συγγραφέα, που στη δύση της στερημένης από επίγειες απολαύσεις αλλά γεμάτης καταξίωση συγγραφικής ζωής του αποφασίζει ένα ταξίδι φιλήδονων προσδοκιών στη μαγική Βενετία, όπου γοητεύεται από έναν νεαρό που παραθερίζει στο ίδιο ξενοδοχείο, τον Τάτζιο. Τον παρακολουθεί εμμονικά και από απόσταση σε μια φιλοσοφική αναζήτηση του Κάλλους. Ταυτόχρονα με τις πιο σκοτεινές πλευρές της ύπαρξής του ανακαλύπτει τον αυθεντικό πόθο και παραμένοντας στη Βενετία, που πλήττεται από επιδημία χολέρας, ρισκάρει τη ζωή του ελπίζοντας ότι «η ομορφιά θα νικήσει».
Ετσι οπλισμένος με την ποίηση του λόγου, το βαθύ σκοτεινό σύμπαν που αποκαλύπτει ο Τόμας Μαν που την περιγράφει ως «μια ιστορία θανάτου, μια ιστορία για την ηδονή του Τέλους», ο Παπαγεωργίου, μεταφέρει ακόμη ένα βιβλίο στη σκηνή.
Μετά τη βραβευμένη παράστασή του «Αρίστος», τη μυθοπλασία του Θωμά Κοροβίνη για τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη που αποτύπωσε στο «Ο γύρος του θανάτου», ανεβάζει στο θέατρο Πορεία τη δική του εκδοχή για τη γεμάτη πάθος νουβέλα του Μαν. Ενα τολμηρά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με επιρροές από τον Πλάτωνα, τον Γκέτε, τον Φρόιντ και τον Νίτσε που έγραψε ο μεγάλος συγγραφέας το 1912, αποτυπώνοντας πολλές από τις εμπειρίες και τις σκέψεις του μετά τις διακοπές του στη Βενετία.
● Πού εδράζεται η τολμηρή επιλογή να δώσετε έναν ποιητικό αφηγηματικό χαρακτήρα στην παράσταση ενός τόσο φορτισμένου έργου;
Είμαι μάλλον από τους ελάχιστους που πρώτα διάβασα τη νουβέλα και την ερωτεύτηκα. Το να προσπαθείς να μεταφέρεις στο θέατρο ένα πολύ φορτισμένο έργο, το οποίο το συνοδεύει μια μυθολογία λόγω του βιβλίου και της ταινίας, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εχεις να υπερπηδήσεις το τι θα περιμένει ο κόσμος από αυτό και το πολύ υψηλό επίπεδο που έχει θέσει τόσο ο συγγραφέας όσο και ο Βισκόντι στην ταινία. Νομίζω όμως ότι τα κλασσικά κείμενα και έργα που είναι τόσο αριστοτεχνικά φτιαγμένα δεν πρέπει να τα φοβόμαστε και πρέπει να έχουμε την τόλμη να προσπαθήσουμε να τα επικοινωνήσουμε στο τώρα με έναν τρόπο και μια αισθητική η οποία να έχει και μια προσωπική ματιά, αλλιώς μπορούμε για πάντα να μένουμε στις αποτυπώσεις του παρελθόντος. Η δική μου ματιά έχει να κάνει με την πρώτη μου αίσθηση όταν το διάβασα. Για μένα αυτό το βαθιά φιλοσοφικό έργο έχει αυτή την αξία, μιλάει για κάτι βαθιά υπαρξιακό κρύβοντας μέσα του μια σκοτεινή ποίηση. Από τη διασκευή μέχρι το πώς αυτό σκηνικά αποτυπώθηκε, η πρόθεση είναι να ταξιδέψει τον θεατή μυσταγωγικά στο ταξίδι που κάνει ο Ασενμπαχ προς τη Βενετία και εν τέλει προς τον θάνατο.
● Είναι και ένα ταξίδι στην αυτοσυνείδηση, στην ανακάλυψη ενός μύχιου εαυτού που η αποκάλυψή του είναι ίσως ακόμη ένα θέμα ταμπού, πόσο μάλλον έναν αιώνα πριν.
Υπάρχει το βίωμα του συγγραφέα στο Λίντο, όπου πραγματικά γνωρίζει έναν νέο που τον λένε Τάτζιο και τον ερωτεύεται πλατωνικά. Με αφορμή αυτή τη συνάντηση, επιστρέφει και γράφει αυτή την ιστορία χρησιμοποιώντας το πλαίσιο στο οποίο του συνέβη, που είναι η Βενετία σε μια περίοδο επιδημίας, μια τρελή σύμπτωση σε σχέση με αυτήν την εποχή, ωστόσο το έργο το είχα επιλέξει πριν από τη συνθήκη της πανδημίας. Ο συγγραφέας όταν του συνέβη αυτό έφυγε και βάζει τον Ασενμπαχ να πεθαίνει, άρα σκοτώνει την επιθυμία που του γεννήθηκε...
● Το έργο βρίθει αντιθέσεων, έρωτας/θάνατος στην πόλη που συνδέεται με τον «κόσμο του αλλόκοτου και τις γιορτές του μυστηρίου» όπως ακούγεται κάποια στιγμή στην παράσταση, νεότητα/γήρας, επιθυμία και ονειροπόληση σε ένα μαγικό σκηνικό όπου υποβόσκει κάτι σκοτεινό.
Ο Βισκόντι είχε πει ότι «όταν αντικρίζει κάποιος πρώτη φορά τη Βενετία, είναι σαν να αντικρίζει τον ίδιο το θάνατο». Οταν επισκέφτηκα τη Βενετία πήγα στις περιοχές που αναφέρονται στο βιβλίο, τις οποίες ο Βισκόντι χρησιμοποίησε για να γυρίσει την ταινία, και διαπίστωσα ότι είναι πολύ πιστός σε σχέση με το πού ο Τόμας Μαν τοποθετεί την ιστορία... Μάλιστα το ξενοδοχείο ήταν κλειστό, αλλά υπάρχουν ακόμη αυτές οι καμπίνες στην παραλία και με εξέπληξε ότι αυτή η παραλία είναι ιδιωτική, κάτι ασυνήθιστο για μας στην Ελλάδα. Αλλωστε ο συγγραφέας αλλά και ο σκηνοθέτης είναι της υψηλής κοινωνίας καλλιτέχνες και αυτό συμβαίνει σε μέλη της υψηλής κοινωνίας. Αυτό που αντιπροσωπεύει η Βενετία, το κομμάτι του νερού, ο θάνατος του Ασενμπαχ μέσα σε ένα ωκεάνιο τέλος, μου θύμισε το φινάλε του Αγγελόπουλου στην ταινία «Η αιωνιότητα και μια μέρα», την ποιητική αποτύπωση που κάνει, που ο μεσήλικας πεθαίνει καθώς πηγαίνει προς τη θάλασσα.
● Και ενώ στην ταινία παρακολουθούμε μια ποιητική της εικόνας, στην προσέγγισή σας έχουμε σε πρώτο πλάνο έναν φορτισμένο ποιητικό λόγο «κάτι παράξενα ιερό πρέπει να υπάρχει στο αλάτι, γι’ αυτό είναι αλμυρά τα δάκρυα και η θάλασσα»...
Αυτό είναι του Γκιμπράν. Η ποίηση έχει να κάνει με τη διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος χρησιμοποιεί Μαλαρμέ, Ρίλκε, Γκιμπράν με στόχο να ενισχυθεί η πρόθεση του συγγραφέα να λειτουργήσει ποιητικά. Ο Μαν δεν γράφει ένα ποίημα, αλλά αφηγείται την καταβύθιση του ήρωα στα σκοτεινά πάθη του και εν τέλει στον θάνατο με έναν ποιητικό τρόπο. Αυτή η συνάντηση, αυτός ο έρωτας, είναι ένα πρόσχημα, γιατί πίσω από το πρόσωπο του Τάτζιο κρύβεται ουσιαστικά ένας άγγελος θανάτου. Ο Ασενμπαχ στο τέλος του έργου, όταν τον κοιτάζει κατάματα, αντικρίζει το βλέμμα του ψυχοπομπού του. Το κομμάτι του κρυμμένου πόθου, της απαγορευμένης επιθυμίας, είναι κάτι που πάντα θα απασχολεί. Για να είμαι ειλικρινής, επειδή προσωπικά είμαι αρκετά τακτοποιημένος μέσα μου με τα πάθη μου, επικεντρώθηκα σε κάτι πιο πυρηνικό μέσα στο έργο και όχι στο κομμάτι της ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Αυτό που με κέρδισε είναι η υπαρξιακή διαδρομή του Ασενμπαχ προς τον τρόπο που επιλέγει να πεθάνει.
● Αυτό που λέει στο έργο ότι «ζούμε μό νο για να αντικρίσουμε την ομορφιά...».
«...όλα τα άλλα είναι μια μορφή αναμονής». Κι αυτό είναι του Γκιμπράν και αποτυπώνει όλο αυτό που ο συγγραφέας βλέπει στο έργο. Σκεπτόμενος και εγώ το πώς θα ήθελα να αντικρίσω τον θάνατό μου, νομίζω θα ‘θελα να τον αντικρίσω ως την απόλυτη ομορφιά.
● Αυτό το κάλλος το οποίο αναζητά και η παράφορη ερωτική επιθυμία του μεσήλικα, που μέσα του ξυπνά η «νεανική ορμή», και η παράστασή σας αναπαριστά με την ποιητική σωματικότητα των ηθοποιών που συμπλέκονται εν είδει αγαλμάτων...
Ο θαυμασμός ενός μεσήλικα που πηγαίνει προς τη δύση της ζωής του αναζητώντας την αναγέννηση και το κάλλος, ένα κάλλος που συνομιλεί με αρχαιοελληνικές αναφορές, πλατωνικές... Ουσιαστικά κάνω αναφορές σε αγάλματα του Ροντέν. Για μένα αυτό είναι η ομορφιά. Στη ζωή μου αν κάτι έχω θαυμάσει δεν είναι μια εικόνα στο ίνσταγκραμ με χιλιάδες φίλτρα, είναι ο Ηνίοχος για παράδειγμα ή τα αγάλματα του Ροντέν που χρησιμοποιήσαμε ως αναφορά στην παράσταση. Για μένα εκεί ή σε ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο έγκειται το κάλλος, όλα αυτά είναι υλικά ζωής τα οποία μας ορίζουν ως καλλιτέχνες και ως ανθρώπους στο πώς στεκόμαστε απέναντι στη ζωή, αυτή η ομορφιά είναι τα δεκανίκια μου απέναντι στην ασχήμια. Οταν ήμουν σε μια πολύ κομβική στιγμή της ζωής μου, που όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι συνομιλήσαμε με το χάος, θυμάμαι ότι ο τρόπος για να μπορέσω να σώσω λίγο την ψυχή μου και το νευρικό μου σύστημα δεν ήταν αυτό που κάνει πολύς κόσμος, που λέει «βγες και διάλυσέ τα όλα», ήταν ότι μέσα σε ένα καταστροφικό πλαίσιο που με περιέβαλε έψαχνα να βρω νησίδες σωτηρίας μέσω της τέχνης, πιανόμουν από τη λεγόμενη όμορφη τέχνη.
● Είστε απόφοιτος Λυκείου;
Ως καλλιτέχνης ναι, γιατί έχω και ένα πτυχίο Πανεπιστημίου σε άλλο αντικείμενο...
📌 «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν.
Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Δραματουργική επεξεργασία: Eρι Κύργια, Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά-κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου
Σύνθεση ηχοτοπίων: Βαγγέλης Τούντας
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Επιστημονικός σύμβουλος: Αντώνης Γαλέος. Βοηθός σκηνοθέτη: Αννα Πασπαράκη
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Σχεδιασμός κομμώσεων: Θωμάς Γαλαζούλας
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Οlga Faleichyk. Διανομή: Νίκος Χατζόπουλος, Γιάννης Λεάκος, Ορέστης Χαλκιάς / Δημήτρης Κίτσος (από 12/4), Γρηγορία Μεθενίτη, Γιάννης Μαστρογιάννης
Θέατρο Πορεία: Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλατεία Βικτωρίας. Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη στις 21.00, Τετάρτη στις 18.00. Διάρκεια 90’. Εισιτήρια 12-25€. Προπώληση poreiatheatre.com, viva.gr, 11876, Wind, Public, MediaMarkt, Ευριπίδης
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας