Με αφορμή την πρόσφατη έρευνα του ΟΣΔΕΛ «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα» -η οποία κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Gutenberg-, μιλά μαζί μας ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Νίκος Παναγιωτόπουλος που είχε την επιστημονική διεύθυνση του εγχειρήματος.
Μετά την έρευνα, ο ίδιος εξέδωσε και τη μελέτη του «Η αγάπη για την ανάγνωση» (εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου-Καρδαμίτσα) στην οποία επιχειρεί να «διαλευκάνει» περισσότερο την υπόθεση «ανάγνωση» στη χώρα μας. Διαβάζουν ή δεν διαβάζουν οι Ελληνες; Το ερώτημα φαίνεται εύκολο αλλά η απάντηση, πολύπλοκη.
● Κύριε Παναγιωτόπουλε, τι μας δείχνει συνοπτικά η έρευνα για την αναγνωστική συμπεριφορά των Ελλήνων;
Με δυο λόγια, πως το πολιτισμικό κεφάλαιο πάει στο πολιτισμικό κεφάλαιο. Πως η κατανόηση της σχέσης που διατηρεί ένα άτομο με την ανάγνωση περνά από την κατανόηση της έντονης συσχέτισης μεταξύ της ανάγνωσης και του σχολικού κεφαλαίου του και της κοινωνικής καταγωγής του, η οποία προσδιορίζεται με βάση το επάγγελμα και το μορφωτικό κεφάλαιο των γονέων του και των γονέων των γονέων του.
Ή, αν θέλετε, πως και η ανάγνωση αποτελεί προϊόν κοινωνικών καθορισμών και όχι «προσωπικών κλίσεων», πως η αγάπη για την ανάγνωση είναι άνισα κατανεμημένη μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, πως η ανάγνωση αποτελεί προϊόν εκπαίδευσης, αποτέλεσμα «καλλιέργειας».
● Γιατί δεν «υπερασπιστήκαμε» μια εθνική πολιτική για το βιβλίο;
Απουσίαζε και απουσιάζει μια ουσιαστική, επινοητική, δημοκρατική πολιτική στήριξης του βιβλίου και διάχυσης της φιλαναγνωσίας. Πέρα από τις γνωστές δομικές κρατικές αδυναμίες και, ειδικότερα, τον κατακερματισμό των τομέων πολιτικής ευθύνης για το βιβλίο, όσοι έζησαν και ζουν από και για την πολιτική της σχέσης μεταξύ πολιτών και βιβλίου, αιωρούνται εδώ και δεκαετίες μεταξύ μιας πολιτισμικής υπερευαισθησίας χωρίς αποτέλεσμα και μιας τεχνοκρατικής στάσης χωρίς γνώση του αντικείμενου.
Μεταξύ δύο κακών δεν επιλέγω κανένα, έλεγε ο Kraus. Οφείλουμε να υπερβούμε αυτή τη διαίρεση που κυβερνά τους εγκεφάλους όσων διοικούν τον πολιτισμό. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από έναν ιδεαλισμό χωρίς ιδέες ούτε από έναν τεχνοκρατισμό χωρίς τέχνη.
Στον χώρο της πολιτικής για το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία, οφείλουμε να θυμόμαστε πως έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη αγορά εργασίας και κατανάλωσης, πως η διάχυση της εντατικοποίησης της ανάγνωσης συμβάλλει τελικά στην, ατομική και συλλογική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πως στις σημερινές κοινωνίες της γνώσης δεν μπορεί να απουσιάζει ένα σαφές πολιτικό πλαίσιο στήριξής τους. Αλλά αυτή η πολιτική δεν μπορεί να κάνει οικονομία στην κοινωνική γνώση, όπως κάνει μέχρι τώρα.
● Ποιο είναι το ποιοτικό στοιχείο της έρευνας που σας εξέπληξε;
Ενα ποιοτικό στοιχείο που αποτυπώνεται ποσοτικά είναι το φαινόμενο του «μη εγγραμματισμού», όπως το ονομάζω. Ενα φαινόμενο που δεν το συνειδητοποιούμε εξαιτίας της πλήρους, σχεδόν, εξάλειψης του αναλφαβητισμού στις εγγράμματες κοινωνίες μας. Το ένα τρίτο του πληθυσμού μας δεν διαβάζει, και αυτό το ποσοστό αντιπροσωπεύει κατά κύριο λόγο τις λαϊκές τάξεις. Το ότι μπορούμε να διαβάζουμε όλοι δεν σημαίνει ότι διαβάζουμε όλοι. Και αυτό το ποσοστό συγκρίνοντάς το με παλαιότερες έρευνες παραμένει σταθερό. Πρόκειται για ένα γεγονός μείζονος πολιτικής σημασίας.
Η πρόσβασή μας στην κουλτούρα εξακολουθεί ύστερα από τόσα χρόνια «σχολικού εκδημοκρατισμού» να προσδιορίζεται από την πολιτισμική και κοινωνική κληρονομιά που διαθέτουμε. Και συνεπώς, όταν δεν εξετάζονται οι κοινωνικές, αθέατες σχέσεις που καθιστούν δυνατή την παραγωγή της αγάπης για την ανάγνωση, αυτό έχει αποτέλεσμα την αναπαραγωγή της ιδεολογίας του «χαρίσματος» και στον χώρο της αναγνωστικής συμπεριφοράς, μιας ιδεολογίας κεντρικής στην κουλτούρα των καλλιεργημένων τάξεων, η οποία νομιμοποιεί τα πολιτισμικά και κοινωνικά προνόμιά τους.
● Αναγνώστες λαϊκών τάξεων και αναγνώστες «εκλεπτυσμένοι», όπως τους χαρακτηρίζετε. Πού συναντιούνται και πού αποκλίνουν;
Συναντώνται στην κοινή τους ιδιότητα ότι αποτελούν προϊόντα κοινωνικών δομών, ότι αποτελούν φορείς των κοινωνικών συνθηκών που τους διαμόρφωσαν, και αποκλίνουν στα χαρακτηριστικά αυτών των συνθηκών. Από τη μια μεριά, έχουμε μια πραγματιστική και λειτουργική «αισθητική» στην ανάγνωση, στην οποία επιδίδονται οι πιο ενδεείς σε πολιτισμικό κεφάλαιο, μια ανάγνωση που απορρίπτει ως ανώφελες τις μορφικές ασκήσεις στη γραφή. Η στάση αυτή, με την ανάγνωση, αποτελεί δομική διάσταση μιας στάσης με τον κόσμο, η οποία θεμελιώνεται σε μια ολόκληρη οικονομία της ανάγκης.
Μια οικονομία ζωής που είναι στη ρίζα όλων των εκπληκτικών ρεαλιστικών επιλογών του αναγκαίου, στις παραιτήσεις από, ούτως ή άλλως, απρόσιτα συμβολικά οφέλη, στην περιστολή όλων των πρακτικών, στην τεχνική τους λειτουργία. Από την άλλη μεριά, έχουμε την «καθαρή» ανάγνωση την οποία βρίσκουμε ως πρακτική στις κυρίαρχες οικονομικά και πολιτισμικά τάξεις. Μια στάση η οποία αντιμετωπίζει το κείμενο ως αυτοσκοπό όχι ως μέσον. Πρόκειται για μια στάση προς την ανάγνωση η οποία επιτρέπει με τη σειρά της στον αναγνώστη να μην προσχωρήσει άμεσα και χυδαία στην αισθητηριακή αντιμετώπιση του αντικειμένου της ανάγνωσης. Αυτού του τύπου η ανάγνωση προϋποθέτει την αστική εμπειρία του κόσμου, μια εμπειρία που χαρακτηρίζεται από την αναστολή και την αναβολή της οικονομικής αναγκαιότητας.
● Μιλάτε για μια «πολιτισμική θρησκεία» την οποία ζούμε στην εποχή μας. Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε;
Εδώ και πολύ καιρό έχει ειπωθεί -και θυμηθείτε τον Αντρέ Μαλρό- πως στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η θρησκεία της τέχνης σε έναν βαθμό έχει πάρει τη θέση της θρησκείας. Ζούμε σε μια εποχή που η κουλτούρα έγινε χώρος μεγάλων επενδύσεων, έντονων πεποιθήσεων και ισχυρών δεσμεύσεων, σε μια εποχή εκθεσιομανή, φανφαρόνικη και πτωχαλαζονική, όπου οι διάφορες μορφές πολιτισμικής γκάφας ισοδυναμούν με αμαρτία. Τα αντικείμενα κουλτούρας αποτελούν αντικείμενα πίστης.
Αυτοί που χρησιμοποιούν τα αντικείμενα της κουλτούρας ή αυτοί που εκπαιδεύονται ως ιερείς της κουλτούρας στις διάφορες πολιτισμικές σχολές ήταν ήδη πιστοί και ξεχώριζαν από τους βέβηλους από αυτή την ειδική πίστη τους στην αναγκαιότητα και στην αξία της κουλτούρας. Εξάλλου γι’ αυτό και είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή η κοινωνιολογική επεξήγηση των πολιτισμικών πρακτικών, γι’ αυτό εξακολουθεί να προκαλεί μορφές «ιερής» αγανάκτησης των καλλιεργημένων θεωρώντας τη «βλασφημία», γιατί εκτίθεται σε έναν χώρο πίστης.
● Τελικά, κύριε Παναγιωτόπουλε, πιστεύετε πως οι Ελληνες μπορούν να αγαπήσουν περισσότερο την ανάγνωση;
Φυσικά, αρκεί να επεξεργαστούμε τα μέσα ενός επιστημονικά θεμελιωμένου πολιτικού αγώνα με σκοπό την οικουμενικοποίηση των όρων πρόσβασης στο οικουμενικό αγαθό της ανάγνωσης. Και αυτός ο ρεαλιστικός αγώνας για τον εκδημοκρατισμό της ανάγνωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη δύο κοινωνιολογικές πραγματικότητες: την ανισότητα ως προς την κοινωνική κατανομή της ικανότητας να διαβάζει κάποιος γρήγορα και πολύ, και τη συγκέντρωση σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, στις λαϊκές κυρίως τάξεις, πολιτισμικών στάσεων προσανατολισμένων σε διαφορετικές αξίες από την αξία της ανάγνωσης. Για τις επιμέρους δράσεις αυτού του αγώνα προτιμώ και ελπίζω όσοι ενδιαφέρονται να συμβουλευτούν το βιβλίο μου.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας