Τα καταφύγια μπήκαν στη ζωή μας – για την ακρίβεια, έχουν μπει στη ζωή των άλλων, των πολιορκημένων Ουκρανών. Στη δική μας ζωή μπήκαν από την πίσω πόρτα, την τηλεοπτική, τη διαδικτυακή. Μακριά από μας, σκεφτόμαστε, όμως στις μέρες μας το «μακριά» είναι πολύ σχετικό.
Στις οθόνες μας βλέπουμε καταφύγια στο Κίεβο, τη Μαριούπολη, την Οδησσό, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο οργανωμένα, εφοδιασμένα με ράντζα, τρόφιμα, νερό, φάρμακα, γεννήτριες. Ομως αυτές οι εικόνες, όπως και οι προφορικές μαρτυρίες των εγκλείστων, δεν μπορούν να αποτυπώσουν την παγωνιά, την υγρασία, τη δυσοσμία, την πείνα και πάνω απ’ όλα τον φόβο. Λες και επιστρέφουμε στην προϊστορία της ανθρωπότητας, καθώς ο άνθρωπος καταφεύγει «στα σπήλαια και στις οπές της γης» για να προφυλαχτεί από τα σύγχρονα άγρια θηρία.
Οπως βλέπουμε σε παλιά αμερικανικά ντοκιμαντέρ, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η «Κόκκινη Απειλή» οδήγησε πολλούς στην κατασκευή οικογενειακών καταφυγίων. Και σήμερα, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, η ρωσική εισβολή φέρνει στο προσκήνιο αυτή την τόσο παρωχημένη (έτσι νομίζαμε) μορφή προστασίας.
Μάσκα για τον κορονοϊό, χάπια ιωδίου για τη ραδιενέργεια, υπόγειο καταφύγιο για την επιβίωση ή μάλλον για τον πολλαπλασιασμό των πιθανοτήτων επιβίωσης. Σκοτεινές πλευρές του παρελθόντος εισβάλλουν βίαια στο παρόν.
Στο «Οι μέρες που έχτισαν την Ιστορία» (εκδ. «Διόπτρα») του Ερικ Λάρσον υπάρχουν άφθονες και λεπτομερείς περιγραφές της ζωής στα καταφύγια του Λονδίνου στα πρώτα δυο χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στη διάρκεια των ανελέητων γερμανικών βομβαρδισμών.
Ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι και τα καταφύγια είχαν ταξικό χρώμα. Για παράδειγμα, το ξενοδοχείο «Σαβόι» φημιζόταν για την πολυτέλειά του που εκτεινόταν και στο καταφύγιό του. Κουβέρτες και πετσέτες σε ασορτί χρώματα, πολυθρόνες, ανάκλιντρα, εκλεκτό φαγητό. Την ίδια στιγμή η άθλια κατάσταση των περισσότερων δημόσιων καταφυγίων προκαλούσε τη λαϊκή κατακραυγή. Οπως συνέβη με μερικές δεκάδες κατοίκους του Στέπνεϊ, μιας υποβαθμισμένης συνοικίας στο κεντρικό Λονδίνο, που έκαναν πορεία και μπήκαν στο «Σαβόι». Οι διαδηλωτές κάθισαν στις πολυθρόνες και ορκίστηκαν να μη φύγουν παρά τις προσπάθειες της Σκότλαντ Γιαρντ να τους πείσει να αποχωρήσουν.
Εγραψε ο Φιλ Πίρατιν, ο κομμουνιστής οργανωτής της πορείας: «Αποφασίσαμε πως ό,τι ήταν καλό για τα παράσιτα του “Σαβόι”, ήταν αρκετά καλό και για τους εργάτες του Στέπνεϊ και τις οικογένειές τους». Μόλις ήχησαν οι σειρήνες, η διεύθυνση του ξενοδοχείου αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να διώξει τους «εισβολείς» και φρόντισε να τους δοθεί «ψωμί και βούτυρο και, φυσικά, τσάι».
Στις αρχές του πολέμου, η σύζυγος του Βρετανού πρωθυπουργού, η Κλημεντίνη Τσόρτσιλ, έκανε μια περιοδεία σε ένα «αντιπροσωπευτικό δείγμα» δημόσιων καταφυγίων κι έφριξε με όσα είδε. Τριπλές κουκέτες και τόσο στενές που μια μητέρα δεν μπορούσε να ξαπλώσει με το παιδί της πλάι της. Ηταν αναγκασμένη να το κρατά πάνω στο σώμα της ενώ η κατακόρυφη απόσταση ανάμεσα στα κρεβάτια ήταν ασφυκτικά μικρή. Οι πατούσες εφάπτονταν, όπως και τα κεφάλια, και οι ψείρες έστηναν τρελό χορό. Τα αυτοσχέδια αποχωρητήρια, που έκλειναν με παραβάν από καραβόπανο, δεν επαρκούσαν και επιπλέον ήταν κολλητά στις κουκέτες.
Οι λεκάνες δεν ήταν παρά κουβάδες που δεν αδειάζονταν έγκαιρα. Η Κλημεντίνη έστειλε μια αναφορά στο υπουργείο Υγείας προτείνοντας μέτρα για τη βελτίωση των καταφυγίων, όπως το ξήλωμα του μεσαίου κρεβατιού στις κουκέτες, την τοποθέτηση των αποχωρητηρίων με άνοιγμα προς τον τοίχο ώστε να εξασφαλίζεται μια στοιχειώδης ιδιωτικότητα, ενώ επιτακτική ανάγκη θεώρησε την εγκατάσταση πριζών και την προμήθεια βραστήρων για την παρασκευή τσαγιού.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της νοτιοκορεάτικης ταινίας «Παράσιτα» είναι η υπόγεια κατοικία της φτωχής οικογένειας που πλημμυρίζει στις βροχές και όπου οι ένοικοι σκαρφαλώνουν για να χρησιμοποιήσουν καμπουριαστοί την υπερυψωμένη τουαλέτα. Δεν πρόκειται για προϊόν σκηνογραφικής φαντασίας.
Στη δεκαετία του ’50, εν ονόματι μιας ενδεχόμενης επίθεσης από τη Βόρεια Κορέα, η κυβέρνηση επέβαλε στις νέες πολυκατοικίες την κατασκευή τέτοιων υπογείων που θα λειτουργούσαν ως καταφύγια. Αργότερα, με την ιλιγγιώδη αύξηση του πληθυσμού της Σεούλ, οι χώροι αυτοί μετατράπηκαν σε κατοικίες για τους φτωχότερους των φτωχών. Σήμερα η χρήση τους ως διαμερισμάτων έχει απαγορευτεί, αλλά το στεγαστικό πρόβλημα είναι τόσο οξύ που η απαγόρευση παρακάμπτεται.
Ο τρόμος και η αθλιότητα των καταφυγίων είναι μία παράγραφος στον τρόμο και την αθλιότητα του πολέμου και ίσως όχι η πιο καθοριστική. Ομως εκεί που νομίζαμε ότι τα καταφύγια ανήκαν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αυτά επανήλθαν έστω και αν δεν τα γνωρίζουμε –και ελπίζουμε να μην τα γνωρίσουμε– από πρώτο χέρι.
Και ότι στις μικρές αγγελίες των μεσιτικών γραφείων, στις περιγραφές των προς πώληση διαμερισμάτων, δεν θα περιλαμβάνεται, εκτός από το τζάκι, το μπάρμπεκιου κ.λπ., και το ασφαλές πριβέ καταφύγιο. Αραγε η κατασκευή καταφυγίων θα συμπεριληφθεί στα μαθήματα των αρχιτεκτονικών σχολών; Η αρχιτεκτονική του μέλλοντος θα είναι άραγε η αρχιτεκτονική του φόβου;
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας