Κάποτε σαν κάπως να ήταν υποχρεωμένα τα σινεμά πριν από κάθε μεγάλου μήκους ελληνική ταινία να προβάλλουν και μία μικρού μήκους. Πλέον ελάχιστα το κάνουν (π.χ. Αστυ). Ενας λόγος παραπάνω για να αναδειχτεί αφενός η αξία του Φεστιβάλ ταινιών Μικρού Μήκους στη Δράμα, που φέτος έκλεισε τα 44 χρόνια του, και αφετέρου να τις καλωσορίσουμε όπως τους πρέπει, καθώς ήδη προβάλλονται και στην Αθήνα (όλο το ελληνικό πρόγραμμα της Δράμας προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας 21-27/10).
Γιατί όμως να δούμε ταινίες μικρού μήκους; Ερχόμενοι από τη Δράμα, η απάντηση ήταν «να μη σου τύχει!». Ακριβώς γιατί «αν σου τύχει», πάει, κόλλησες. Γιατί με τις μικρού μήκους ταινίες, πέρα από την αξία του δημιουργού, που καλείται σε λίγο χρόνο να διηγηθεί την ιστορία του, αναδεικνύεται και η ίδια η αξία του σινεμά: οι δημιουργοί (ίσως και εξ ανάγκης) καλούνται να είναι ακόμη πιο ευρηματικοί, καθώς –όσο κι αν ακούγεται περίεργο– μπορεί να «χάσεις» τον θεατή και στα δυο πρώτα λεπτά. Ή να τον κερδίσεις για τα καλά.
Αυτούς τους τελευταίους επιλέξαμε από τις ελληνικές ταινίες που βραβεύτηκαν στη Δράμα – όσους μας κέρδισαν. Με την προσδοκία να το κάνουν ξανά και ξανά, με ό,τι μήκους ταινία κι αν επιλέξουν να κάνουν από δω και στο εξής.
● «Brutalia, Εργάσιμες Μέρες» του Μανώλη Μαυρή
Οταν η κοινωνία των μελισσών ανθρωποποιείται και υπάρχει και ικανός προϋπολογισμός (σχεδόν όσο για ταινία μεγάλου μήκους) και στόχος του σκηνοθέτη είναι να μην κάνει εκπτώσεις στο σενάριο, τότε –όπως όλα έδειξαν– και βραβείο στις Κάνες παίρνεις (βραβείο Canal+) και τον Χρυσό Διόνυσο στη Δράμα και το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας. Και μπορεί τα βραβεία για κάποιους από εμάς να μην είναι το πρώτιστο, ωστόσο δίνουν μια ώθηση (ενίοτε και χρηματική) στον σκηνοθέτη να συνεχίσει:
«Ηθελα να κάνω μια ταινία αξιώσεων, μια ταινία που αξίωνε να είναι όπως ακριβώς την είχα φανταστεί και ζωγραφίσει», μας λέει ο σκηνοθέτης Μανώλης Μαυρής, ένα όνομα που είμαστε σίγουροι πως θα ξανακούσουμε. «Πρόκειται για μια αλληγορία στην οποία παρουσιάζεται μία κυψέλη σε ανθρώπινα μέτρα. Η ιδέα προέκυψε μέσα από τη στρατιωτική μου θητεία.
Η εμπειρία αυτή αποτέλεσε αφορμή για να εστιάσω πάνω σε έννοιες όπως η πειθαρχία, η εργασία, η τάξη, η ρουτίνα, ο εγκλεισμός, ο φόβος, η λειτουργία μιας στρατιωτικής μηχανής εν απουσία πολέμου. Το θέμα όμως που με απασχόλησε περισσότερο ήταν η σχέση του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο και η απομόνωσή του μέσα στο σύστημα», εξηγεί. «Η στρατιωτικοποιημένη εργασία των μελισσών, σύμβολο αποτελεσματικότητας στην ανθρώπινη συνείδηση, αποτέλεσε για μένα βασικό πεδίο διερεύνησης. Το άτομο βρίσκεται, αναπόφευκτα, ανίσχυρο και εγκλωβισμένο σε κανόνες και νόρμες που το ίδιο δεν ελέγχει. Συνεπώς πρόκειται για μια κριτική πάνω στην ιδέα της ουτοπίας του συγκεκριμένου κοινωνικού μοντέλου...
Ισως σε μια σύγχρονη ανθρώπινη καπιταλιστική κοινωνία το όνειρο της ανέλιξης να είναι η κινητήριος δύναμη της εργατικής τάξης. Ονειρο που, ωστόσο, σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνεται», καταλήγει. Ο ίδιος δεν αρέσκεται στα «αμφίσημα φινάλε» (επιτέλους ένας σκηνοθέτης το λέει αυτό!) και θεωρεί πως η εργασία δεν αποτελεί μέσο κοινωνικής και ταξικής ανέλιξης, αλλά ομογενοποίησης – κάτι που φαίνεται και στην ταινία. Οσο για τα σχέδιά του για το μέλλον, σίγουρα έχει τις αντοχές (το Brutalia δεν γυρίστηκε στις πλέον εύκολες συνθήκες) και το όραμα για να προχωρήσει.
● «Ο φοιτητής» του Βασίλη Καλαμάκη
Τόλμησε. Αυτή είναι η λέξη. Ο Βασίλης Καλαμάκης («μα είναι αυτό όνομα για να κάνει κανείς καριέρα;» λέμε και γελάμε αμέσως) τόλμησε να κάνει μια μικρή ταινία για μια μεγαλειώδη στιγμή. Στο «Φοιτητή», κανέναν φοιτητή δεν βλέπουμε. Μόνο τους ακούμε. Εξω, μπροστά, πάνω, πίσω και δίπλα από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, λίγα λεπτά πριν το τανκ προχωρήσει... Τι όμως συμβαίνει μέσα στο τανκ αυτά τα λίγα λεπτά; «Το θέμα της περιόδου της χούντας γενικότερα και των ημερών της εξέγερσης ειδικότερα, με απασχολεί και με γοητεύει από παιδί», μας λέει. «Ημουν 7 χρόνων όταν βρέθηκα με τον γονιό μου στις διαδηλώσεις της 10ετούς επετείου του Πολυτεχνείου και δεν σταμάτησα από τότε να αναζητώ και να αναπαράγω οτιδήποτε έχει να κάνει με το θέμα.
Είναι ένας “ανοιχτός λογαριασμός” για εμένα και θα “κλείσει”, νιώθω, όταν καταφέρω να κάνω τη μεγάλου μήκους ταινία μου για εκείνες τις μέρες». Τον ξαναρωτάμε αν το
φοβήθηκε ως θέμα, καθώς ακόμη και σήμερα, σχεδόν 40 χρόνια μετά, αποτελεί, μεταξύ άλλων, και πληγή χαίνουσα. «Νομίζω πως η τέχνη οφείλει να προκαλεί. Αν δεν ξεκινήσει μια συζήτηση, αν δεν προκληθεί μια αντίδραση, αν δεν γεννηθούν συναισθήματα, αν δεν υπάρξει ένα ενδιαφέρον για το θέμα με το οποίο καταπιάνεται το έργο, τότε ό,τι έχει ανάγκη να μοιραστεί ο καλλιτέχνης απέτυχε να βρει το κοινό του.
Για μένα αυτό είναι το ζητούμενο και η ανάγκη μου και γι’ αυτό θέλω να κάνω σινεμά. Για να επικοινωνήσω», απαντά. Η συγκεκριμένη μικρού μήκους ταινία είναι κομμάτι μιας μεγάλου μήκους που ετοιμάζει ως μυθοπλασία: «Πρόκειται για ένα σενάριο που γράφω σχεδόν 10 χρόνια με την αντίστοιχη έρευνα, πολύ διάβασμα και μαρτυρίες. Ενας βασικός σύμβουλος που είχα κατά τη συγγραφή είναι ο Ολύμπιος Δαφέρμος, ιδρυτικό μέλος του ΑΦΚ (Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα)». Και μπορεί και η μικρού μήκους να αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, ωστόσο ο σκηνοθέτης είναι σαφής: «Κάθε ταινία είναι και ένα σύμπαν. Και εφόσον δεν μιλάμε για ντοκιμαντέρ αλλά μυθοπλασία, τότε μιλάμε και για “ποιητική αδεία”. Στον “Φοιτητή”, όπως και στη μεγάλου μήκους που ετοιμάζω, λειτουργώ με σεβασμό στα ιστορικά γεγονότα χωρίς να τα παραλλάσσω. Χρησιμοποιώ τα ιστορικά γεγονότα σαν όχημα. Σαν ένα τρένο που ξέρουμε όλοι τον προορισμό του και αποφασίζω να ασχοληθώ όχι με το τρένο αλλά με τους επιβάτες του. Οι ανθρώπινες ιστορίες και οι αλληλεπιδράσεις τους είναι που με ενδιαφέρουν, φιλτραρισμένες μέσα από πιεστικές συνθήκες όπως αυτή του δικτατορικού καθεστώτος».
«Και προφανώς δεν θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με ένα τέτοιο θέμα αν δεν ήμουν πολιτικοποιημένος. Μέσα από την ταινία όμως νιώθω πως κάνω και μια κριτική στον εαυτό μου. Προσπαθώ από την άνεση του καναπέ μου να καταλάβω πώς θα αντιδρούσα αν βρισκόμουν σε μια αντίστοιχη κατάσταση. Πόσο ηρωικός ή μη θα ήμουν τελικά; Πόσο θα ήταν ο καθένας από εμάς;... Ωστόσο ναι, ο “Φοιτητής” είναι ένα κοινωνικο-πολιτικό φιλμ και ξεκάθαρα αντιφασιστικό», καταλήγει.
● «Last Visit» του Σπύρου Αλιδάκη
Τα αρχικά του τίτλο της ταινία «Last Visit» προκύπτουν από τα αρχικά του ονόματός του: Λευτέρης Βογιατζής. Ο μεγάλος θεατράνθρωπος έφυγε από τη ζωή το 2013 και ο βοηθός του τα τελευταία χρόνια γύρισε την ταινία αυτή για τον ίδιο. Ο Σπύρος Αλιδάκης είναι και ο ίδιος σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής. «Ξέρω πως και ο Λευτέρης ήθελε να κάνει σινεμά, μα δεν είχε τον χρόνο ή δεν πρόλαβε. Πάντως του άρεσε πολύ και έβλεπε συνέχεια», μας λέει.
Η αλήθεια είναι πως μέσα στα 8 χρόνια από το φευγιό του σπουδαίου αυτού ηθοποιού και σκηνοθέτη, ελάχιστα έως μηδαμινά αφιερώματα ή συζητήσεις έχουν γίνει για τον ίδιο. Ο Σπύρος Αλιδάκης μπορεί να ξέρει ακριβώς γιατί ένιωσε πως πρέπει να κάνει αυτή την ταινία (πρόκειται για μια βαθιά εσωτερική όσο και εξωστρεφή, ανθρώπινη όσο και υπαρξιακή ματιά πάνω στον Βογιατζή και το έργο του, ειλικρινή και καλοδουλεμένη), ξέρει όμως τον ίδιο τον Λευτέρη:
«Πάντα τον θαύμαζα, πριν ακόμα συνεργαστούμε. Από “Το ύστατο σήμερα” έως το τέλος ήμασταν μαζί. Σε σκληρές και πολύωρες πρόβες. Πολύ σκληρές. Δύσκολες για τους ηθοποιούς και για τον ίδιο τον Λευτέρη. Που βασανιζόταν πολύ με κάθε έργο και όλη η διαδικασία έπαιρνε πολύ χρόνο. Βασάνιζε το κείμενο ώς εκεί που δεν πάει. Και στις πρόβες τα ίδια. Ωστόσο, παρά το “ξύλο” που τρώγαμε όλοι, έφτανε κάποια στιγμή που πραγματικά έβγαινε κάτι απίστευτο. Κάτι ξεκλείδωνε μέσα του και μετά προχωρούσαμε σε εντελώς νέα δημιουργικά μονοπάτια», μας λέει. «Δεν θεωρώ πως του αποδόθηκε ο φόρος τιμής όπως του άξιζε. Και υπάρχει και το ζήτημα του αρχείου του. Πώς θα μελετηθεί, πώς θα αξιοποιηθεί; Μιλάμε για ένα πολύ πλούσιο αρχείο: ο όγκος σημειώσεων και βιβλίων του Λευτέρη είναι θησαυρός.
Επιπλέον, υπάρχει και το θέμα της μεθόδου του Λευτέρη. Ο ίδιος δεν είχε βέβαια μια συγκεκριμένη μέθοδο. Το κείμενο του αποκαλυπτόταν και ο ίδιος ανοιγόταν με έναν επίσης πολύ ιδιαίτερο τρόπο ως προς το κείμενο. Πάντως, αν κάτι ήταν σταθερό, είναι η παίδευση και το βασανιστικό σκάψιμο στο ίδιο το κείμενο και ταυτόχρονα το πώς να μην εγκλωβιστείς σε αυτό αλλά να είσαι ανοιχτός στο τώρα. Ολη αυτή η ροή, η δημιουργική δράση, όλο αυτό το παίδεμα δεν μπορεί να χαθεί. Υπάρχει σε κάθε ηθοποιό και συνεργάτη του. Επίσης ο Λευτέρης διάβαζε αμέσως τον ψυχισμό σου. Ηταν ιδιοφυής στην πρόβα! Οπότε αμέσως άρχιζε το “ξεγύμνωμα”. Αντε τώρα ως ηθοποιός να κρατήσεις άμυνες. Αν πάντως ο ηθοποιός παραδινόταν, ήταν πολύ αποκαλυπτικό και για τους ίδιους. Το σίγουρο είναι πως έως και σήμερα και στον ίδιο τον χώρο του θεάτρου και στους συνεργάτες του, ο Λευτέρης υπάρχει πολύ ζωντανά».
● «Από το μπαλκόνι» των Αρη Καπλανίδη και Ηλία Ρουμελιώτη
Εχει ήδη λάβει δεκάδες βραβεία – επιτροπών, σωματείων, κοινού και μάλιστα σε διάφορες κατηγορίες, καθώς πρόκειται για animation. Μια γειτονιά της Νέας Φιλαδέλφειας (εκεί μένουν και οι δημιουργοί της), με τους ανθρώπους της, τις φωνές και τα βλέμματά τους, την καθημερινότητα και τη ρουτίνα τους.
Το χιούμορ συνδιαλέγεται ευρηματικά με πιο βαθιά κοινωνικά, αλλά και ταξικά ζητήματα: την ανεργία, τη φτώχεια, τα ναρκωτικά, την κοινωνική αποξένωση, την εγκληματικότητα. Και όλα αυτά δίχως κανένα διδακτισμό ή μεγαλεπήβολο ναρκισσισμό από πλευράς σεναρίου ή δημιουργών. Πράγματι, αρκεί να γνωρίσεις τους Αρη Καπλανίδη και Ηλία Ρουμελιώτη που υπογράφουν και σενάριο και σκηνοθεσία, αλλά και όσους εργάστηκαν πάνω στην ταινία αυτή, για να καταλάβεις την αυθεντικότητά της. Κάτι που δύσκολα το βρίσκεις και που σε συνδυασμό με το άρτιο αποτέλεσμα, ακόμα δυσκολότερα.
«Πράγματι, η ταινία είναι και ένα κοινωνικό σχόλιο», μας λέει ο Αρης. «Αυτό προκύπτει όμως· δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Γιατί δεν θέλουμε η ταινία να γίνει διδακτική, ούτε να υπάρχει κάποιο σχόλιο σαν υψωμένο πανό από μεριά μας. Γι’ αυτό και “κλέβουμε” φωνές άλλων, αντί να βάλουμε δική μας αφήγηση. Πάντως τελικά σε ό,τι κάνουμε βγαίνει κάποιο είδος σχολίου, αν και όχι σε πρώτο πλάνο. Μάλιστα, όποτε έχουμε ξεκινήσει να κάνουμε κάτι όντας θυμωμένοι με τα όσα γίνονται, το έχουμε παρατήσει. Το θέμα είναι να φανεί ό,τι είναι να φανεί ως αιτία των όσων συμβαίνουν στη δράση και όχι ως κήρυγμα σκηνοθετικό».
«Βασικά, προσπαθούμε να κάνουμε ταινίες με τη ζέση και τον ενθουσιασμό που θα σου προκαλέσει ένας που αφηγείται ένα περιστατικό προφορικά και σε γοητεύει. Οπότε και το χιούμορ είναι ένα από τα στοιχεία που ενισχύει το κλίμα οικειότητας με τους θεατές και γι’ αυτό το αποζητούμε», συνεχίζει. «Το αποζητούμε και το χρησιμοποιούμε πολύ. Ειδικά σε αυτή την ταινία, που ναι, έχει να κάνει με μεσαία προς εργατικά προάστια. Οι φωνές δημιούργησαν τους χαρακτήρες. Είναι μια λαϊκή γειτονιά, με λαϊκούς πρωταγωνιστές. Μακάρι να γίνει λαϊκή η Τέχνη. Ακόμη και πιο εγκεφαλική να είναι μια ταινία, μπορεί να είναι λαϊκή – έστω σε πρώτο επίπεδο. Οχι για να γίνει εμπορική, αλλά για να επικοινωνήσει, τόσο η ταινία αλλά και ο σκηνοθέτης. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για μένα και τον Ηλία: το να κάνουμε ταινίες είναι ένα υποκατάστατο επικοινωνιακής αναπηρίας. Επειδή δεν μπορούμε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι, κάνουμε ταινίες και τα λέμε μέσα από εκεί», λέει γελώντας.
Ο ίδιος σπούδασε στη Σχολή Ορνεράκη και Σταυράκου, δεν έχει τελειώσει καμία από τις δύο («έχω κάνει όλα τα μαθήματα και πτυχιακή, αλλά δεν είχα τα χρήματα που χρειάζονται για να πάρεις το χαρτί», εξομολογείται, πάλι γελώντας), θεωρούσε το animation κάτι πολύ δύσκολο μέχρι που το έκανε (για το «Από το μπαλκόνι» δούλευαν ακατάπαυστα 14 μήνες), πιστεύει πως με τις νέες τεχνολογίες όλα είναι εφικτά γι’ αυτό το είδος πλέον και είναι σίγουρος πως το τοπικό σε μία ταινία είναι που την κάνει παγκόσμια: «Οταν παίχτηκε για πρώτη φορά στη Δράμα, άκουσα έναν θεατή στο τέλος που είπε: “Καλή ταινία, αλλά πολύ ελληνική”. Μακάρι αυτό να έγραφε ο τάφος μου! Ετσι είπα και στο μικρόφωνο τότε. Ακριβώς γιατί το τοπικό είναι παγκόσμιο. Σκέψου: ο Κόπολα, ο Σκορσέζε ή ο Σπάικ Λι κάνουν ταινίες για μέρη και ανθρώπους που γνωρίζουν. Εχω, ας πούμε, εγώ καμία σχέση με τον Αφροαμερικανό του Μπρούκλιν; Οχι. Αλλά όταν βλέπω το έργο του, το νιώθω κοντά μου. Ή το “Ο Χρόνος που απομένει” του Ελία Σουλεϊμάν, ενός Παλαιστίνιου. Απίθανη ταινία. Εχουμε εμείς καμία σχέση με τα όσα γίνονται εκεί; Οχι. Βλέπεις όμως ότι αν αγκαλιάζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων και τις κινηματογραφούν, δημιουργείται μια παγκόσμια σύνδεση, ίσως μεγαλύτερη και απ’ όση νιώθεις με τον τόπο σου».
Τέλος, όχι μόνο δεν έχει «πάρει επάνω» του την τόση αποδοχή του κόσμου για το έργο του, ίσα ίσα: «Δεν μπορώ να πάρω πάνω μου κάτι γιατί έχει πάρα πολλή δουλειά αυτό που κάνουμε. Τόση, που μου φαίνεται δύσκολο να τη δεις λες και είσαι το δώρο του θεού στην ανθρωπότητα! Ο Ντέιβιντ Λιντς είχε πει πως η ζωή του καλλιτέχνη ορίζεται από τη δουλειά. Ετσι είναι. Θα βγει μια ταινία, για την οποία μπορεί και να μην έχεις τα λεφτά, και μπορεί να πάει καλά ή όχι. Και μετά πρέπει να ξαναξεκινήσεις τη δουλειά. Αυτό γίνεται συνέχεια. Οπότε, κάπου το όλο θέμα της γκλαμουριάς ξεφουσκώνει και καταλήγεις πάντα στο ίδιο: και πάλι δουλειά. Πού χωράει ο κομπασμός σε αυτό;... Τι να πω; Εμείς πάντως στην ομάδα κάπως έτσι το νιώθουμε».
● «Apallou» του Νίκου Αυγουστίδη
Ατμοσφαιρική, ιδιαίτερη, σκοτεινή μα και λυτρωτική, ονειρική μα και κλειστοφοβική. Η ταινία «Apallou» του Νίκου Αυγουστίδη (που έχει και πτυχίο ιατρικής!), πέραν της πολύ καλής φωτογραφίας αλλά και σεναριακής τόλμης, μας οδηγεί σε δύσκολα μονοπάτια, καθώς θίγει το θέμα του «ξένου» και του πόσο ανοιχτοί ή κλειστοί είμαστε ως κοινωνία, ακόμη κι αν κάποτε τον «ξένο» αυτό τον γνωρίζαμε: «Στην ταινία σε μια στιγμή κορύφωσης μιας βίαιης σκηνής, έχουμε τον λιθοβολισμό του ξένου – στην περίπτωσή μας, ενός ήδη νεκρού γέροντα. Το να “λιθοβολούμε” το διαφορετικό δεν είναι κάτι καινούργιο», μας λέει ο σκηνοθέτης.
«Θα έλεγα ότι αυτή η βίαιη απόρριψη σε κάθε τι που φοβόμαστε σε κάθε τι που θεωρούμε ξένο, που απειλεί τη ρουτίνα και τη βαλτωμένη επαναληπτικότητα των πραγμάτων, είτε είναι άνθρωπος είτε ιδέα είτε συμπεριφορά, είναι μια πρακτική που συμπορεύεται με τις ανθρώπινες κοινωνίες από την αρχή της Ιστορίας. Στην ταινία η αγάπη του εγγονού για τον παππού του τον οδηγεί να ξεπεράσει τον φόβο του και τελικά να τον συναντήσει στις παρυφές του χωριού-κοινωνίας». «Κάνω ταινίες που θα ήθελα να δω εγώ στον κινηματογράφο», συνεχίζει.
«Στο “Apallou” χρησιμοποίησα κανόνες του σινεμά είδους (genre) για να φτιάξω μια ιστορία με αρκετά βιωματικά στοιχεία και με τα ερωτήματα που έχω εγώ σήμερα για το πώς λειτουργεί τούτος ο κόσμος, φιλτραρισμένα όλα μέσα από τη μοναδική δυνατότητα που σου δίνει ο κινηματογράφος, αυτήν τη μαγεία της στιγμής όπου όλα είναι δυνατόν να συμβούν!». Και πράγματι, στην ταινία του συμβαίνουν. Σχεδόν όλα – ή και ακόμη παραπάνω... «Με το “Apallou” συνεχίζω στην ουσία τη θεματική που είχα και στην πρώτη μου ταινία (UMMI) το 2016 (σ.σ. Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στη Δράμα): αυτή της διαχείρισης από τις τοπικές κοινωνίες του ερχομού του ξένου.
Τώρα κινήθηκα σε καθαρά αλληγορικό επίπεδο, κρατώντας όσο μπορούσα κατασκευαστικά μια απόσταση από τα γεγονότα της ιστορίας, ώστε ο θεατής ανεπηρέαστος από τα προσωπικά μου ερωτήματα να οδηγηθεί μόνος του στα δικά του συμπεράσματα. Αν πάλι δεν καταφέρει να βγάλει κάποιο συμπέρασμα (κι αυτό μέσα στο κινηματογραφικό παιχνίδι είναι), τουλάχιστον να έχει απολαύσει το ταξίδι της αναζήτησης...».
«Ουσιαστικά το “Apallou” είναι μια ρομαντική ταινία όπου η αγάπη αντιμάχεται τον προαιώνιο εχθρό της που δεν είναι το μίσος αλλά ο φόβος», καταλήγει και δεν θα μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε απόλυτα.
● «Αμυγδαλή» της Μαρίας Χατζάκου
Μας κέρδισε με τη διαφορετικότητά του. Το φιλμ «Αμυγδαλή» αφορά ένα μεταφυσικό, σκοτεινό, σχεδόν γκροτέσκο σύμπαν, βαθιά εναρμονισμένο ωστόσο με τον ανθρώπινο ψυχισμό. Μια μικρή κοπέλα «ζηλεύει» τη ζωή που ξεκινά να ζήσει η μεγάλη της αδερφή ως φοιτήτρια και το συναίσθημα αυτό λαμβάνει διαστάσεις ενός ελκυστικότατου ψυχολογικού θρίλερ.
Η σκηνοθέτρια Μαρία Χατζάκου ούτως ή άλλως λατρεύει το horror, το θρίλερ και το μεταφυσικό. «Σιγά σιγά εμφανίστηκαν γυναίκες σκηνοθέτες που το έχουν πάει σε άλλο επίπεδο», μας λέει. «Αν θυμηθούμε ταινίες όπως το “Near Dark” της Κατρίν Μπικελόου, το “Trouble Every Day” της Κλερ Ντενί και πρόσφατα το εξαιρετικό “Raw” της Τζούλια Ντουκουρνό (που φέτος πήρε και τον Χρυσό Φοίνικα). Ηθελα οπωσδήποτε να κάνω ταινία ενηλικίωσης με horror στοιχεία με γυναίκες πρωταγωνίστριες – κάτι που λείπει πολύ από τον ελληνικό Κινηματογράφο.
Είμαστε πολύ εγκεφαλικοί και πολύ “σοβαροί” με τις ιστορίες μας ως δημιουργοί και δεν το τολμάμε... Μου ήρθε στο μυαλό μια σκηνή. Δυο αδερφές σε ένα δωμάτιο. Η μικρή αδερφή παρακαλάει τη μεγάλη να την αφήσει να έρθει στο πάρτι της. Η μεγάλη είναι αμείλικτη και την κλείνει στο δωμάτιο. Η μικρή τής εύχεται (αλλά με αγάπη) να πέθαιναν όλοι και να έμεναν μόνες οι δυο τους στον κόσμο. Ολες οι ιστορίες που έχω στο μυαλό μου εμπεριέχουν το φανταστικό. Μου φαίνεται τόσο καταπληκτικό εργαλείο στο σινεμά, που μπορείς να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα με τον πιο αναπάντεχο τρόπο (αν και φέτος η πραγματικότητα με την πανδημία μάς ξεπέρασε!)».
Αυτό που ίσως ξεχωρίσαμε περισσότερο σε αυτήν την ταινία είναι η ηθική διάσταση που δεν περιέχει. Πράγματι, «δεν βλέπω στους χαρακτήρες της ταινίας μου τον κακό και τον καλό», μας λέει η σκηνοθέτρια. «Στο μυαλό μου έχουν και οι δυο αδερφές άλλοθι για τις πράξεις τους. Το καλό γίνεται κακό και πάλι καλό. Ηθελα απλώς να μιλήσω για την εμμονική αδερφική αγάπη πάνω στην εφηβεία. Αλλωστε η εφηβεία από μόνη της είναι σκέτο horror!»... Μωρέ, και λίγα λες!
● «Βαθύκοφτο» της Ιωάννας Κρυωνά
Ενα λάθος σε έναν στίχο πολύ γνωστού τραγουδιού οδηγεί δυο φίλες (εξαιρετικές οι Κατερίνα Ζησούδη και Ηρώ Μπέζου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους) σε έναν τσακωμό. Στο Βερολίνο. Με τον Χάιντεγκερ να «κρέμεται» πάνω από τα κεφάλια τους και να στέκεται μπροστά στο μέλλον τους. Και με όσες ανησυχίες μπορεί να προέλθουν από κάτι τέτοιο... Μπορεί να μη φανερώσαμε πολλά για την πλοκή, αλλά το «Βαθύκοφτο» της Ιωάννας Κρυωνά φέρει ένα από τα πιο καλοδουλεμένα, με ροή και δίχως ανάσα, σενάρια που είδαμε στη Δράμα.
«Εχω μια πολύ πηγαία κλίση προς το storytelling, με την πολύ στενή έννοια του όρου. Από πολύ μικρή με τραβούσε η γραφή, η αίσθηση ότι πλάθεις έναν εντελώς δικό σου, προσωπικό κόσμο και μέσα εκεί εξελίσσεις την ιστορία σου, η οποία στη δική μου περίπτωση επιλέγει κατά κόρον την εστίαση στους χαρακτήρες. Κατά μία έννοια, ο κόσμος είναι οι χαρακτήρες του. Σε αυτή τη βάση επιλέγω το εργαλείο του διαλόγου για τη σκιαγράφηση και εξέλιξή τους. Είναι μια πρόκληση που μου βάζω συνειδητά, το κατά πόσο ο λόγος μπορεί να προκαλέσει τις κατάλληλες δυναμικές ώστε οι ήρωες να γίνουν ανάγλυφοι, ζωντανοί, χωρίς επιτήδευση και φλυαρία», μας λέει.
Οσο για την... παρερμηνεία του συγκεκριμένου στίχου, κάτι που όλους μας εξέπληξε και είπαμε «μα πώς το σκέφτηκε;» η σκηνοθέτρια εξηγεί: «Η παρερμηνεία του στίχου αποτελεί αληθινό γεγονός και η όλη παρεξήγηση εμπνέεται επίσης από αληθινά γεγονότα. Νομίζω ότι στις πολύ δεμένες φιλικές, αδερφικές ή και ερωτικές σχέσεις ένας καβγάς μπορεί να υπάρξει μόνο με όρους σφοδρότητας και πρόθεση συναισθηματικής εξουδετέρωσης του συνομιλητή, κάτι που μαγικά καταλήγει σε ουσιαστικότερο δέσιμο. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η ταπεινή γνώμη μιας υπέρμαχου της σύγκρουσης, προσωπικά και κινηματογραφικά... Από αυτή την παρερμηνεία ξεκινά ουσιαστικά και η πλοκή. Ναι, είναι μια ταινία για τη φιλία – μεταξύ άλλων. Νομίζω ότι το θέμα “φιλία” είναι κάπως αφώτιστο κινηματογραφικά και κοινωνικά. Το θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον, επειδή ακριβώς διέπεται από μια ελευθερία, δεν είναι κάτι θεσμοθετημένο και άρα συγκεκριμένα ορισμένο όπως η οικογένεια ή η ερωτική σχέση. Ταυτόχρονα είναι κάτι πολύ ουσιαστικό στη ζωή του καθενός. Ισως γι’ αυτό και πολύς κόσμος αγάπησε το “Βαθύκοφτο” για την αμεσότητά του. Ταυτόχρονα ξέρουμε ότι το φινάλε της ταινίας προκάλεσε πολλή συζήτηση, αλλά εδώ δεν θέλω να αποκαλύψω κάτι παραπάνω. Προσωπικά το χάρηκα πολύ, καθώς και τη συνεργασία μου με Ελληνες επαγγελματίας, παρ’ όλο που η έδρα μου είναι στο Βερολίνο. Και είμαι σίγουρη πως η γέφυρα με τον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο είναι κάτι που θέλω να διατηρήσω και σε μελλοντικά projects».
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας