Αθήνα, 16°C
Αθήνα
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.9° 14.6°
3 BF
55%
Θεσσαλονίκη
Αίθριος καιρός
11°C
12.2° 10.1°
4 BF
49%
Πάτρα
Αίθριος καιρός
16°C
16.5° 15.5°
2 BF
66%
Ιωάννινα
Ασθενής ομίχλη
5°C
4.9° 4.9°
1 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αραιές νεφώσεις
9°C
11.9° 8.9°
3 BF
61%
Βέροια
Αίθριος καιρός
11°C
13.2° 10.9°
2 BF
72%
Κοζάνη
Σποραδικές νεφώσεις
7°C
7.4° 7.0°
2 BF
66%
Αγρίνιο
Αίθριος καιρός
13°C
12.9° 12.9°
1 BF
52%
Ηράκλειο
Ασθενείς βροχοπτώσεις
17°C
18.2° 15.5°
3 BF
66%
Μυτιλήνη
Σποραδικές νεφώσεις
14°C
14.9° 12.3°
2 BF
54%
Ερμούπολη
Σποραδικές νεφώσεις
16°C
15.8° 14.4°
4 BF
61%
Σκόπελος
Ελαφρές νεφώσεις
12°C
11.8° 11.7°
3 BF
71%
Κεφαλονιά
Ελαφρές νεφώσεις
17°C
16.9° 16.9°
2 BF
63%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
11°C
11.3° 10.9°
1 BF
66%
Λαμία
Σποραδικές νεφώσεις
15°C
14.9° 12.5°
2 BF
58%
Ρόδος
Αίθριος καιρός
17°C
16.6° 15.8°
5 BF
53%
Χαλκίδα
Αραιές νεφώσεις
15°C
16.0° 14.8°
0 BF
54%
Καβάλα
Σποραδικές νεφώσεις
11°C
11.0° 10.3°
3 BF
72%
Κατερίνη
Αίθριος καιρός
12°C
11.7° 10.7°
2 BF
65%
Καστοριά
Αίθριος καιρός
7°C
7.4° 7.4°
1 BF
82%
ΜΕΝΟΥ
Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου, 2024
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
«Δεν τα πήγαινα και τόσο καλά με τις κάμερες και τις δημόσιες σχέσεις. Ηθελα να είμαι μέσα στη ζωή· δεν με ενδιέφερε η καριέρα.» | Βασίλης Μαθιουδάκης

Η επιβίωση σε καταπίνει, παίρνεις αναγκαστικές αποφάσεις

Το 1978 μια παρέα νέων παιδιών αλλάζει το ρεύμα στα μουσικά πράγματα και ταράζει τα νερά του ελληνικού τραγουδιού. Με έναν δίσκο-τομή στο λαϊκό τραγούδι, την «Εκδίκηση της γυφτιάς», η Ελλάδα μαθαίνει τα ονόματα του Ρασούλη, του Ξυδάκη, του Παπάζογλου, της Σιδέρη και του σημερινού συνεντευξιαζόμενου Δημήτρη Κοντογιάννη.

Βέβαια οι μύστες του ρεμπέτικου τον ήξεραν από την εξίσου σημαντική συμμετοχή του στη «Ρεμπέτικη Κομπανία», που την περίοδο της μεταπολίτευσης «έφερε» με τα «Μπλε παράθυρα» στα τραπέζια των φοιτητών και του πνευματικού κόσμου τον Μάρκο, τον Μητσάκη, τον Χαλκιά, τον Λαύκα, τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη. Ο Δημήτρης Κοντογιάννης ίσως είναι σήμερα ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς λαϊκούς τραγουδιστές. Παρόντες, άλλοτε μέσα από μια ιστορία άλλοτε μέσα από ένα τραγούδι, ο Ρασούλης και ο Παπάζογλου –«τι κι αν είσαι απ' τη Λιβύη εργατάκι και φτωχό, πιάσ' το νταχτιρντί να γίνει πατιρντί κανονικό»–σιγοτραγουδούν και μας κλείνουν το μάτι.

● Δημήτρη, πώς έγινε και μπήκες στα ρεμπέτικα και στο λαϊκό τραγούδι;

Ηρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω στο Ωδείο. Είμαι από τη Λιβαδειά· εκεί έπαιζα τρομπέτα στη φιλαρμονική του δήμου. Ο αδερφός μου είχε μια παρέα που παίζανε ρεμπέτικα, ερασιτεχνικά, και έτσι άρχισα να παίζω κι εγώ μαζί τους σε διάφορες ταβέρνες, για το κέφι μας.

● Υπήρχε εκείνη την εποχή μια αναβίωση του ρεμπέτικου;

Οχι, δεν υπήρχε καμία αναβίωση. Το ’73 έσφυζε όλη η Ελλάδα από πολιτικό τραγούδι. Λίγοι ερευνητές και συλλέκτες ασχολούνταν με το ρεμπέτικο. Βρέθηκε μια αφορμή να κάνουμε δίσκο. Αγαπούσαμε το ρεμπέτικο, δεν είχαμε σκεφτεί την αναβίωσή του. Τα παιδιά που παίζανε στη «Ρεμπέτικη Κομπανία» κάνανε άλλα επαγγέλματα· μόνον εγώ δούλευα τα βράδια σαν μουσικός. Ο ένας ήταν δικηγόρος, ο άλλος γιατρός, ο αδερφός μου ο Γιώργος δημοσιογράφος… Εγώ δούλευα στις πλακιώτικες μπουάτ. Ετσι ξεκίνησε η ιστορία της αναβίωσης του ρεμπέτικου στην Ελλάδα. Χωρίς να το επιδιώξουμε. Επειδή το αγαπούσαμε.

● Τι κοινό είχαν κάποια νέα παιδιά, σαν κι εσάς τότε, με το αίσθημα του ρεμπέτικου; Γιατί και σήμερα υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που ακούν ρεμπέτικα με πάθος θα έλεγα…

Τότε το λαϊκό τραγούδι ήταν σε παρακμή. Είχε αλλοτριωθεί. Ο στίχος ήταν ένας καψουροστίχος χωρίς νόημα. Οι άνθρωποι, όπως καταλαβαίνεις, σε όλες τις περιόδους όταν ζορίζονται πολιτιστικά γυρνάνε πίσω. Να βρούνε δύναμη από τις ρίζες τους. Μια μερίδα διανοούμενων διαπίστωσε αυτή την ανάγκη να γυρίσουμε πίσω. Και βρέθηκε η δική μας «Ρεμπέτικη Κομπανία» που εξέφρασε αυτή την ανάγκη. Ημασταν οι πρώτοι· μετά έγινε η «Οπισθοδρομική» η «Αθηναϊκή» και άλλες πολλές σε όλη την Ελλάδα.

● Ποιοι ήσασταν σ’ αυτή την κομπανία;

Εγώ, ο αδερφός μου, ο Ανδρέας Τσεκούρας και ο Μανώλης Δημητριανάκης.

● Και βγαίνει το 1974 ο ιστορικός πρώτος δίσκος σας, «Τα μπλε παράθυρα»…

Ηταν πολύ αντιεμπορικά τα τραγούδια αυτά τότε. Παρ' όλα αυτά, τα αγάπησε η νεολαία, οι φοιτητές, και άρχισε να δημιουργείται ένα ρεύμα. Παίζαμε σε σχολές του Πολυτεχνείου, σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις.

● Γιατί τον βγάλατε «Μπλε παράθυρα»;

Από το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη: «περνούσα και σ’ αντίκριζα ψηλά στα παραθύρια και τότε πια καμάρωνα τα δυο σου μαύρα φρύδια». «Μπλε παράθυρα» είναι ο τίτλος του τραγουδιού. Ηχογραφήσαμε τον δίσκο το ’73 και βγήκε το ’74. Πάνω στην πτώση της χούντας και στην αρχή της μεταπολίτευσης.

● Και αν δεν κάνω λάθος, αυτό τον δίσκο τον αγκάλιασε ο κόσμος της διανόησης.

Αυτοί μόνο το αγκαλιάσανε. Και ήταν και περίεργο τόσο νέοι άνθρωποι όπως ήμασταν εμείς να παίζουν προπολεμικά ρεμπέτικα του ’30 και του ’40. Η «Ρεμπέτικη Κομπανία», όσο ήμασταν μαζί, έκανε τέσσερις δίσκους. Στον τελευταίο ξανασυναντηθήκαμε και είπε κι ένα τραγούδι ο Σαββόπουλος.

● Και αρχίσατε να τραγουδάτε στα μαγαζιά το βράδυ πιο επαγγελματικά;

Οχι, ποτέ. Η κομπανία δεν έπαιξε ποτέ σε μαγαζί.

● Πότε συνάντησες τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη;

Ερχονταν στις παρέες που παίζαμε. Ημασταν φιλαράκια. Εγώ κι ο αδερφός μου τούς παροτρύναμε να κάνουν τραγούδια μαζί. Συγκατοικούσαν τότε σε μια αυλή, στον Λυκαβηττό, και γίνονταν απίστευτες πλάκες. Είχαν καταλάβει όμως κι αυτοί οι ίδιοι την αξία και τη δύναμη του λαϊκού τραγουδιού, σαν καλλιτεχνικό έργο.

● Και πώς ξεκίνησε η «Εκδίκηση της γυφτιάς»;

Γράφανε ένα ένα τραγούδι και το παίζαμε. Αρχικά ήταν να τα πω εγώ όλα τα τραγούδια, αλλά μετά πρότεινε ο Σαββόπουλος να πάμε στη Θεσσαλονίκη, στο στούντιο του Παπάζογλου, να τα γράψουμε και να πει κι ο Νίκος κάποια τραγούδια. Ετσι έγινε, πήγαμε όλοι μαζί εκδρομή εκεί, και βγήκε ο πρώτος δίσκος. Πρέπει να σου πω ότι στην αρχή ούτε «Η εκδίκηση της γυφτιάς» πούλαγε. Τίποτα. Μετά από έξι μήνες ξαφνικά άρχισε να αγαπιέται από φοιτητές και διανοούμενους πάλι. Ηταν ένας φρέσκος ήχος και διαφορετικός στίχος. Αυτή η παρέα έκανε μια δεύτερη αναβίωση, του λαϊκού τραγουδιού αυτή τη φορά. Ο παλιός παρωχημένος στίχος που είχε θέμα την ξενιτιά και τη μάνα άλλαξε με τη σπουδαία πένα του Μανώλη Ρασούλη. Ο Ρασούλης επαναπροσδιόρισε το λαϊκό τραγούδι, έβαλε ξένες λέξεις, φρέσκες. Είχε και ταξικό χαρακτήρα και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.

● Τι σχέση είχατε εσείς οι δυο;

Ημασταν κολλητοί με τον Ρασούλη. Είχαμε μια πάρα πολύ αγαπημένη σχέση. Πολλά τραγούδια τα έγραψε πάνω σε δικές μου ερωτικές διηγήσεις.

● Είναι ανάμεσά τους και το «Ιστορία ζήλιας και έρωτα»;

Και αυτό και το άλλο που λέει: «να 'ναι πανσέληνος, να έχει φύγει και να 'χεις πιει / τερματοφύλακας σε φάση πέναλτι… να 'ναι πανσέληνος, να έχει φύγει και να 'χεις πιει/ βροχή τετράγωνη στο μπλε σου Ι.Χ.» – είχα τότε ένα μπλε αυτοκινητάκι.

● Ο Ρασούλης είχε επίγνωση εκείνης της διαφορετικότητάς του; Εφυγε από αυτόν τον κόσμο ευχαριστημένος;

Οχι, δεν έφυγε ευχαριστημένος. Κατά κάποιον τρόπο δεν αναγνωρίστηκε η πραγματική αξία του. Ο Ρασούλης ήταν διανοούμενος, διάβαζε πολύ. Εγραφε πάντα. Είχε φλόγα και μεγάλο ταλέντο. Και να ήθελε να τα κρύψει, δεν γινόταν. Γελούσαμε πολύ και κάναμε πολλές πλάκες μεταξύ μας. Εγραφε από πραγματικές ανάγκες. Απομονωνόταν όμως όταν έγραφε, τον χάναμε για κάνα δυο μήνες, δεν σήκωνε τηλέφωνο. Ξέραμε ότι δουλεύει. Φράσεις όπως «γλυκιά μα ανελέητη, γνωστή και ανεξερεύνητη» ή το «οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει... όλο νόμοι κι αστυνόμοι και σπανίως υπονόμοι...» δεν θα μπορούσε να τις γράψει ένας λαϊκός στιχουργός. Ηταν ο πρόδρομος του νεολαϊκού τραγουδιού.

● Εσύ πότε κατάλαβες ότι αυτό που κάνατε είχε επιτυχία;

Στα «Δήθεν» καταλάβαμε ότι κάτι γίνεται που ταράζει τα νερά. Οι δίσκοι αυτοί έκαναν την ανατροπή. Θυμάμαι μετά τα «Δήθεν» έλεγα στον Ρασούλη: «Ρε Μανώλη, μας έχεις καταστρέψει!».

Γιατί μ’ αυτά τα τραγούδια μερακλώναμε με τον νου, με τον στίχο, και χωρίς να πιούμε… Δυο λέξεις του μάς έκαναν να αισθανόμαστε ευφορία.

● Πάντως έχω την εντύπωση ότι εσύ δεν εκμεταλλεύτηκες καλλιτεχνικά όλη αυτή την επιτυχία.

Ναι, έτσι είναι. Δεν τα πήγαινα και τόσο καλά με τις κάμερες και τις δημόσιες σχέσεις. Ηθελα να είμαι μέσα στη ζωή· δεν μ' ενδιέφερε η καριέρα. Επίσης, εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάποιες επιλογές που ήθελα, γιατί έπρεπε να δουλεύω τη νύχτα για να ζήσω. Δεν πήρα εμπορικό μεροκάματο. Αρνήθηκα να πω εμπορικά τραγούδια, γιατί μετά τον Ρασούλη μού έφερναν στιχάκια πολύ χαμηλότερης στάθμης και έλεγα: «Τι είναι αυτά τώρα; Πώς να τα πω;».

Βασίλης Μαθιουδάκης

● Εκείνη την εποχή λάμπει και ένα άλλο μεγάλο άστρο, ο Νίκος Παπάζογλου. Τι άνθρωπος ήταν;

Ο Νίκος είχε το προνόμιο να μη ζει από τη μουσική. Η επιβίωση σε καταπίνει, σε κάνει να παίρνεις αναγκαστικές αποφάσεις. Δεν σε αφήνει να δημιουργήσεις, να φτιάξεις το δικό σου «σπίτι». Ο Νίκος έγραψε πολύ ωραία δικά του τραγούδια. Ηταν καλό παιδί και ευφυής άνθρωπος. Δεν είχε μουσική καταγωγή από το ρεμπέτικο. Ηταν άνθρωπος της ποπ. Αλλά το αγάπησε πολύ και το ρεμπέτικο και το λαϊκό.

● Ούτε ο Σαββόπουλος είχε τέτοια καταγωγή, αλλά «κούμπωσε» στην παρέα σας;

Πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι κατάλαβαν την αληθινή αξία του λαϊκού τραγουδιού. Οτι αυτό το τραγούδι προέκυψε από τις αληθινές ανάγκες της κοινωνίας.

● Με τον δίσκο που κάνατε με τον Ρασούλη και τον Νικολόπουλο, «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε», σείστηκε όλη η Ελλάδα…

Πραγματικά. Και είναι παγκόσμια πρωτοτυπία ότι δεν είπα το ομότιτλο τραγούδι. Το είπε ο Νταλάρας. Ας μην το σχολιάσουμε αυτό.

● Γιατί πιστεύεις ότι είχε τόση επιτυχία αυτός ο δίσκος;

Εκεί ο Ρασούλης έδωσε το χέρι με την κοινωνία. Και αντιμετώπισε δίκαια τις γυναίκες στα τραγούδια αυτά. Μέχρι τότε οι στιχουργοί έβγαζαν τις γυναίκες φταίχτρες για όλα. Ο Ρασούλης δεν κατέκρινε τις γυναίκες. Ελεγε ότι είμαστε ισοπαλία, Χ.

● Μετά από αυτόν τον δίσκο δεν μπήκες στον πειρασμό να πας στα μεγάλα σχήματα;

Πήγα για δύο χρόνια με τη Βιτάλη, σε ένα μεγάλο μαγαζί. Δεν πήγα σε πίστες της παραλίας και της Συγγρού.

● Κάθε βράδυ τόσα χρόνια μέσα στη νύχτα, φαντάζομαι είδες πολλά. Τι έχει αλλάξει από εκείνα τα πρώτα χρόνια σε σχέση με σήμερα;

Εχει σπάσει η αλυσίδα της προφορικής παράδοσης στη νύχτα. Από τότε που η τηλεόραση προώθησε το star system και τα τραγούδια με ημερομηνία λήξης, άλλαξαν τα πράγματα. Παλιά, οι μαγαζάτορες ήταν άνθρωποι που είχαν καλλιτεχνική κρίση. Τώρα, φέρνουν μόνο αυτούς που πουλάνε. Εχασε η κοινωνία την πραγματική σχέση της με το τραγούδι. Επαψε το τραγούδι να είναι συλλογική προσπάθεια.

● Και στον κόσμο, στους πελάτες, τι άλλαξε;

Η αισθητική τους. Είμαι μάχιμος τραγουδιστής πολλά χρόνια και βλέπω πως κάποιοι πιστοί του λαϊκού τραγουδιού πεθαίνουν και δεν ανανεώνεται το κοινό.

● Πάντως τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, τώρα, να γίνει ένα φονικό για μια παραγγελιά, έτσι δεν είναι;

Κοίταξε να δεις, οι κανόνες της νύχτας έχουν σπάσει. Τότε ο άγραφος νόμος έλεγε ότι το ζεϊμπέκικο μπορεί να... χορευτεί μόνο από έναν.

● Για τις γυναίκες που χορεύουν ζεϊμπέκικο τι λες;

Από τον πόλεμο μέχρι τα τελευταία χρόνια το ζεϊμπέκικο ανήκε στους άντρες. Ομως από έρευνες που έχουν γίνει μάθαμε ότι το ζεϊμπέκικο υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα και το χόρευαν και γυναίκες. Οπως και τσιφτετέλι χόρευαν οι άντρες. Το τσιφτετέλι δεν ήταν ανατολίτικος χορός, ήταν ελληνικός και το όνομά του ήταν «κόρδαξ».

● Μια μεγάλη σου αγάπη είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τον είχες γνωρίσει;

Ναι. Ο Στέλιος ζούσε με το ένστικτο. Ελεγε με έναν χοντροκομμένο τρόπο πράγματα που του έκαναν κακό, αλλά στο τέλος διαπιστώναμε ότι ήταν σωστά. Ο Στέλιος ζούσε όπως τραγουδούσε. Η καθημερινότητά του ήταν ταυτισμένη με τα τραγούδια του. Είναι ο μόνος που αρνήθηκε τα λεφτά. Του δίνανε εκατομμύρια για να πάει στην Αυστραλία και δεν δέχτηκε. Τον ρωτάει ο διοργανωτής: «Μα γιατί δεν δέχεσαι;» και του απαντάει: «Αμα τα πάρω θα ψαρεύω περισσότερα ψάρια;».

● Εκλαψες καμιά φορά ακούγοντας Καζαντζίδη;

Πολλές φορές.

● Με ποιο τραγούδι;

«Μια γυναίκα έφυγε και μια γυναίκα πάει, μα η ζωή που ζήσαμε κοντά της με τραβάει, ο άνεμος σφυρίζει το παραθύρι τρίζει, και 'γώ νομίζω πως γυρίζει».

● Ο Καζαντζίδης αγαπούσε τα ρεμπέτικα;

Πάρα πολύ. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτά. Στην αρχή της καριέρας του είχε μιμηθεί τον Τσαουσάκη και τον Μπίνη.

● Αν έβαζες μια τραγουδίστρια ισάξια δίπλα στον Καζαντζίδη ποια θα ήταν αυτή;

Η Γιώτα Λύδια. Τα «τελειώματά» της όταν τραγουδούσε ήταν σπάνια και εξαιρετικά.

● Ποιους θεωρείς λαϊκούς συνθέτες μετά τη μεταπολίτευση;

Τον Νικολόπουλο, τον Σούκα, τον Πολυκανδριώτη, τον Πάνου, τον Καλδάρα. Μ’ αρέσει πολύ κι ο Πάριος σαν συνθέτης.

● Το ξέρει;

Το ξέρει, είμαστε φιλαράκια. Λέω τραγούδια του καμιά φορά, όπως το «Απορώ με την καρδιά μου…», τα «Λασπόνερα» κι άλλα.

● Σήμερα ποιους θεωρείς λαϊκούς συνθέτες;

Θα σου έλεγα τον Θαλασσινό και τον Κορακάκη, θα σου έλεγα και τον Περίδη…

● Το λαϊκό τραγούδι θα υπάρχει πάντα; Ή μήπως βλέπεις κάποια σημάδια που οδηγούν στην εξαφάνισή του;

Θεωρώ ότι μεγάλη κρίση υπάρχει στον στίχο, όχι στις μουσικές. Δεν υπάρχει ρεαλιστικός στίχος που να εκφράζει άμεσα τα συναισθήματά μας. Μόνο δήθεν λόγιος λόγος, σοφιστικέ πράγματα που δεν μπορούν να φτάσουν το: «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω το γλυκό σου γράμμα…». Το: «Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει» είναι ποιητικό αριστούργημα· λέει: «με την μαύρη του σφεντόνα στρίβει ο Χάρος στη γωνιά, για πιαστείτε χέρι χέρι να του στήσουμε καρτέρι κι όποιον πάρει η σφεντονιά…».

● Ποιο πρόσωπο του ρεμπέτικου θεωρείς την πιο τραγική μορφή;

Τον Δελιά. Πέθανε νέος και άδικα από υπερβολική δόση ναρκωτικών που του έκανε μια φίλη του την ώρα που κοιμότανε. Μάλλον για ερωτικούς λόγους.

● Αυτό τον καιρό πού τραγουδάς;

Στο «Χαμάμ», στα Πετράλωνα, κάθε Σάββατο. Με τον Μανώλη Πάππο και την Ανατολή Μαργιόλα.

● Αν είχες την ευκαιρία να κάνεις σήμερα έναν δίσκο, με ποιον συνθέτη και ποιον στιχουργό, από όλους αυτούς που τραγουδάς και αγαπάς, θα ήταν το ιδανικό για σένα;

Με τον Παναγιώτη Τούντα και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.

● Δημήτρη, τελειώνοντας αυτή τη συνέντευξη, υπάρχει μια ιστορία που σου έχει μείνει από όλα αυτά τα χρόνια και χαμογελάς όταν τη θυμάσαι;

Πολλές, αλλά να, τώρα μου ήρθε, εκείνη η νύχτα με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό. Ηταν 103 χρόνων και μετά από μια παράσταση μου λέει ο διοργανωτής να τον πάρω και να τον πάω σε ένα εστιατόριο όπου θα τρώγαμε. Τον πήρα και πήγαμε. Στο «Ιντεάλ».

Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητο, εμένα δεν μ' άρεσε κάποιος στην παρέα και του λέω: εγώ θα φύγω, κύριε Γιώργο. Και έφυγα, πήγα εκεί που έπαιζε ο Ιορδάνης Τσομίδης, παίξαμε, και το ξημέρωμα πήγα σπίτι.

Με περίμενε η γυναίκα μου όρθια. «Πού είσαι; –μου λέει. Σε παίρνουνε, μια ο Κατσαρός, μια ο διοργανωτής, σε ψάχνουνε γιατί έχεις την κιθάρα του παππού και δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς αυτήν. 73 χρόνια κοιμάται μαζί της».

Της λέω: «Ασε με να κοιμηθώ και θα τους πάρω». Οταν σηκώθηκα αντέγραψα με ρυζόχαρτο αυτή τη φανταστική κιθάρα με τον εκπληκτικό ήχο και την πήγα μετά στον Κατσαρό. Εκανε τέτοια χαρά όταν την είδε που λύγισα.

«Ξέρεις –μου είπε–, θα μπορούσες να την κρατήσεις­· γι' αυτή την κιθάρα μού δίνανε χιλιάδες δολάρια, σ’ ευχαριστώ…»

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Η επιβίωση σε καταπίνει, παίρνεις αναγκαστικές αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας