Εντεκα Απριλίου 1941. Οι ώρες κυλάνε αντίστροφα για την ολοκληρωτική επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο.
Η έναρξη των βομβαρδισμών της Αττικής από τα γερμανικά «Στούκας» επιταχύνει την είσοδο των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα.
Σε αυτή τη φάση, οι ναζιστές θα δείξουν το αποτρόπαιο, εγκληματικό πρόσωπό τους, προχωρώντας σε μια δολοφονική αεροπορική επίθεση εναντίον του πλωτού νοσοκομείου «Αττική», που μετέφερε το προσωπικό του νοσοκομείου Δράμας.
Οι ναζιστές πιλότοι όχι μόνο βομβαρδίζουν το ανυπεράσπιστο πλοίο, που ταξίδευε με τα διεθνή διακριτικά του «Ερυθρού Σταυρού», αλλά ενώ άρχισε να βυθίζεται επιστρέφουν και πετώντας χαμηλά με τα αεροπλάνα τους πολυβολούν εναντίον των ναυαγών στη θάλασσα!
Ο αριθμός των ατόμων που έχασαν την ζωή τους σε αυτή τη δολοφονική επίθεση δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς.
Σύμφωνα με την αναφορά του αντιτορπιλικού «Κουντουριώτης», που παρέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των διασωθέντων, έλειπαν περίπου 50.
Η αναφορά του υποπλοίαρχου ιατρού Θ. Θωμόπουλου, που έγινε στις 27 Ιουλίου 1942, γράφει για 23 απολεσθέντες, όπως σημείωναν, από την πρώτη στιγμή οι εφημερίδες της εποχής και αυτός ο αριθμός πρέπει να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, διότι πολλοί διασωθέντες δεν είχαν δεχτεί να επιβιβαστούν στο αντιτορπιλικό. (Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ Εκθεση πεπραγμένων πλωτού νοσοκομείου «Αττική», φάκ. 678, Υποφάκ. ΙΗ, α/α 1)
Ανάμεσα στους απολεσθέντες ήταν και ο ηρωικός κυβερνήτης του πλοίου, έφεδρος πλοίαρχος, Δημήτρης Μελετόπουλος, που έχασε τη ζωή του προσπαθώντας να διασώσει ναυαγούς.
Το «Αττική» ήταν ένα επίτακτο πλωτό νοσοκομείο δυναμικότητας 362 κλινών που μοιράζονταν σε δύο θαλάμους, όπως είχαν διαμορφωθεί τα αμπάρια του.
Διέθετε χειρουργείο, «τελειώτατα εφοδιασμένον δι’ όλων των μέσων» και είχε επάρκεια μέσων και υλικών.
Το μόνιμο προσωπικό του νοσοκομείου εκτός από τον διευθυντή Θ. Θωμόπουλο περιλάμβανε τον υποδιευθυντή και χειρουργό Ν. Σπινέλλη, τον ανθυπίατρο Χ. Σολωμό, τον διαχειριστή φαρμακοποιό Κασίμο και τις εθελόντριες νοσοκόμες Ε. Δημοπούλου, προϊσταμένη, Φ. Τζώρτζη, Μ. Εγγλέζου, Κ. Κτενά, Α. Ευαγγελίδου, Β. Καλογερέση, την αδελφή ψυχαγωγίας Κατσιμανδή και 35 οπλίτες νοσοκόμους. Επίσης, υπήρχε και 62μελές πλήρωμα.
Το «Αττική» αναχώρησε, στις 10 Απριλίου 1941, από τη Θάσο, απ’ όπου παρέλαβε το προσωπικό του νοσοκομείου Δράμας, το οποίο είχε εκκενωθεί λίγο πριν από τη κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς.
Σύμφωνα με στοιχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού, το προσωπικό του νοσοκομείου Δράμας που επιβιβάστηκε στο «Αττική» αποτελούνταν από 18 γιατρούς, 28 οπλίτες νοσοκόμους, 11 αδελφές νοσοκόμες, έναν ιερέα και μερικά ακόμα άτομα του κατώτερου προσωπικού. Δεν υπήρχαν ασθενείς ή τραυματίες.
Η επιβίβαση έγινε στη Θάσο και καθώς δεν ήταν δυνατή η προσέγγιση στην κατεχόμενη πλέον Καβάλα για να παραληφθεί και από εκεί το προσωπικό του νοσοκομείου, το «Αττική» αναχώρησε για τους Ωρεούς της Εύβοιας, όπου έφτασε στις 4 τα ξημερώματα της Παρασκευής 11 Απριλίου.
Εξι ώρες αργότερα, έφτανε διαταγή για ν’ αναχωρήσει το πλοίο για τη Σύρο, όπου θα αποβιβαζόταν το προσωπικό του νοσοκομείου.
Το «Αττική» ταξίδεψε ανατολικά των ακτών της Εύβοιας και περίπου μισή ώρα πριν από τα μεσάνυχτα της 11ης προς 12 Απριλίου βρισκόταν στο στενό του Κάβο Ντόρο.
Η νύχτα είχε φεγγάρι και το πλοίο ήταν φωτισμένο, με εμφανή τα διεθνή χαρακτηριστικά των πλωτών νοσοκομείων.
«Αίφνης ένας δυνατός βόμβος ακούστηκε τόσον κοντά μας που νομίζω δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Ταυτοχρόνως ένας δαιμονιώδης κρότος συνεκλόνισε το σκάφος ολόκληρο σα να του ετράβηκε μια τιτάνειος δύναμις την καρένα. Είχαν αρχίσει να εκρήγνυνται βόμβες στην πλώρη και στο υπ’ αριθμ. 1 κύτος, που είχε διασκευασθή σε θάλαμο ασθενών (σ.σ. ήταν άδειος στο ταξίδι αυτό, ενώ στον θάλαμο δύο αναπαύονταν οι οπλίτες του νοσοκομείου). Το σκάφος επί τινα δευτερόλεπτα εσείετο ολόκληρο κι’ έπειτα ένοιωσα ότι έγειρε πολύ προς τα εμπρός, τόσο που η πλώρη του να βυθισθή τουλάχιστον τρία πόδια (σ.σ. περίπου ένα μέτρο)».
Αυτό έγραφε στο προσωπικό ημερολόγιό της η προϊσταμένη επί του πλοίου Εφη Δημοπούλου-Σπηλιοπούλου, που δημοσιεύτηκε, μετά την απελευθέρωση (1945) στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» και αποτελεί μια αδιάσειστη μαρτυρία για το έγκλημα των ναζί πιλότων. (Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Ναυτικού, έγγραφο 12.4.41-/δ.-/2.-)
Ευτυχώς, τα φώτα δεν έσβησαν και αυτό βοήθησε να διατηρηθεί η ψυχραιμία επιβατών και πληρώματος. Ωστόσο, οι αεροπόροι των γερμανικών βομβαρδιστικών συνέχιζαν να πλήττουν το ακινητοποιημένο και άοπλο πλοίο.
Η θαρραλέα νοσοκόμα είναι καταπέλτης:
«Ο εχθρός, αν και πολύ καλά είχε αντιληφθή ότι επρόκειτο περί πλωτού νοσοκομείου, αφού η νύκτα ήταν σεληνοφώτιστη, εν τούτοις δεν απεμακρύνθη, αλλ’ ανελάμβανε νέαν επίθεσι κατά του ακίνητου πλέον στόχου του».
Συνολικά, υπολογίζεται ότι ρίφθηκαν από τα «Στούκας» περισσότερες από έξι βόμβες. Απ’ αυτές οι τρεις πρώτες εξερράγησαν στην πλώρη, άλλες στον πρώτο θάλαμο (σ.σ. στο διαμορφωμένο κύτος 1) και μερικές στη θάλασσα, πολύ κοντά στο μηχανοστάσιο.
Από τις βόμβες που είχαν πέσει κοντά στην πλώρη είχε σημειωθεί εισροή υδάτων στον ευτυχώς άδειο θάλαμο 1.
Νοσοκόμες και οπλίτες πρόλαβαν να τρέξουν και να κλείσουν την υδατοστεγή θύρα προς τον δεύτερο θάλαμο. Αυτό καθυστέρησε για λίγο τη βύθιση του πλοίου.
Ωστόσο, 16 μέλη του πληρώματος, που αναπαύονταν στις κουκέτες τους στην πλώρη του πλοίου, όταν έγινε ο βομβαρδισμός, χάθηκαν για πάντα, χωρίς να τους ξαναδεί κανένας.
Οι νοσοκόμες βοήθησαν τους στρατιώτες να φορέσουν σωσίβια, εμψύχωναν όλους και προσπαθούσαν, με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, να οδηγήσουν όλους στο κατάστρωμα.
Οταν συγκεντρώθηκαν σχεδόν όλοι στο κατάστρωμα, ο κυβερνήτης του πλοίου Δημ. Μελετόπουλος έδωσε εντολή εγκατάλειψης, προσθέτοντας:
«Μα πού είναι οι αδελφές;… Πού είναι λοιπόν οι αδελφές; Πρώτες αυτές θα επιβιβασθούν των λέμβων. Προϊσταμένη, στη βάρκα σου. Δεν έχουμε καιρό».
«Οχι», του απαντά η προϊσταμένη, «θα τρέξω στο κατάστρωμα να δω τι έγιναν τα κορίτσια μου. Ανησυχώ. Θέλω να είμαι βεβαία ότι μπήκαν όλες στις βάρκες…».
«Μ’ άρπαξε με δύναμη από το χέρι καθώς και μια αδελφή, τη δεσποινίδα Κατσιμανδή, και μας έφερε στο σημείο όπου κατέβαινε η βάρκα μας λέγοντας: "Αυτή είναι δική μου δουλειά. Εσείς στας θέσεις σας"», έγραφε στο ημερολόγιό της η προϊσταμένη.
Ομως, η φρίκη δεν είχε τέλος. Οι ναζιστές είχαν ξεκινήσει την εγκληματική δράση τους, που τα επόμενα χρόνια θα βίωνε όλη η Ελλάδα.
«Εξαφνα και ενώ οι δυο μας αγωνιζόμεθα να κατέβουμε στη βάρκα βλέπουμε με τρόμο το αεροπλάνο να επιστρέφη εκ νέου και από πολύ χαμηλό ύψος, που νόμιζε κανείς ότι τα φτερά του θα κτυπήσουν στα κατάρτια μας, ν’ αρχίζη να πολυβολή το πλήρωμα, που εκινδύνευε να χαθή και που ηγωνίζετο να σωθή. Τα μαύρα του φτερά μάς σκίασαν και οι σφαίρες του, που σκληρά κτυπούσαν το κατάστρωμα και τις βάρκες, μας διέλυσαν και μας έκαμαν να τρέχωμε δεξιά και αριστερά για να κρυφθούμε», έγραψε η ηρωική νοσοκόμα.
Η ίδια θυμόταν έναν νοσοκόμο, ονόματι Δρανδάκη, που τραυματίστηκε από σφαίρα στο κεφάλι, έπεσε στη θάλασσα και προσπάθησε να κολυμπήσει μέχρι που υπέκυψε στο τραύμα του.
«Και ποιος ξεύρει και πόσοι άλλοι που δεν τους αντελήφθημεν….».
Οταν απομακρύνθηκε το αεροπλάνο συνέχισαν να κατεβάζουν τις βάρκες στη θάλασσα, ενώ διαπιστώθηκε ότι ο ασύρματος είχε καταστραφεί και δεν ήταν δυνατό να ζητηθεί βοήθεια.
Ταυτόχρονα, ο κυβερνήτης με τους ναύτες είχαν πετάξει στη θάλασσα σχεδίες και σωσίβια, ώστε να μπορούν να πιαστούν όσοι δεν είχαν προλάβει να μπουν σε βάρκα.
Οι βάρκες ήταν συνολικά έξι και είχαν κατέβει όλες.
Ομως, η τελευταία που είχε γίνει «σουρωτήρι» από το πολυβόλο του αεροπλάνου γέμισε νερά και παρά τις προσπάθειες των επιβαινόντων μισοβυθίστηκε.
Σ’ αυτή τη βάρκα επιβιβάστηκε, τελευταίος, και ο Μελετόπουλος αφού βεβαιώθηκε ότι στο πλοίο δεν βρισκόταν κανένας άλλος.
Οι βάρκες άρχισαν να πλέουν προς την Αμυγδαλιά της Εύβοιας. Ομως, αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Οι βάρκες έβαζαν νερά, τα ρεύματα της θάλασσας ήταν πολύ ισχυρά στην περιοχή και τις παρέσυραν μακριά από την ακτή.
«Σε αυτό το διάστημα μέσα στις βάρκες διεδραματίσθησαν σκηνές αφθάστου ηρωισμού», έγραφε στο ημερολόγιό της η Σπηλιοπούλου.
Στην πιο δύσκολη θέση βρίσκονταν νοσοκόμες της Δράμας και οπλίτες, που δεν ήξεραν κολύμπι. Ετσι, όλο το βάρος είχε πέσει στις νοσοκόμες που αποτελούσαν μέλη του πληρώματος του πλοίου και σε ναυτικούς.
«(…) με την μεγαλύτερη ψυχραιμία βοηθούσαμε, διαρκώς κωπηλατούσαμε, εβγάζαμε νερά με τα παπούτσια μας και τα πηλήκια των αξιωματικών και αγωνιζόμεθα όλοι και όλες να τις κρατήσωμε (σ.σ. τις βάρκες) με κάθε θυσία στην επιφάνεια».
Περίπου στις 3.30 τα ξημερώματα οι πρώτες βάρκες έφτασαν σε μια ακτή της Εύβοιας και κάποιοι αξιωματικοί πήγαν στο κοντινό χωριό και ενημέρωσαν το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού για το ναυάγιο.
Ωστόσο, μία βάρκα δεν είχε φτάσει στη στεριά. Ο υποπλοίαρχος Κουφοπαντελής, ο οπλονόμος και ο ασυρματιστής πήραν μια βάρκα και άρχισαν να την αναζητούν.
Η αγωνία όλων έφτασε στο κατακόρυφο στη στεριά αλλά και στη βάρκα, που είχε μισοβυθιστεί και δεν έβλεπαν τη στεριά.
Εκεί έχασε τη ζωή της η νοσοκόμα του νοσοκομείου Δράμας Αναστασία Ευφραιμίδου.
Στις 6 το πρωί φάνηκαν ορισμένα πλοιάρια και η νοσοκόμα Τζώρτζη με όση δύναμη της απέμενε σήκωσε ένα κομμάτι της άσπρης ποδιάς της σε ένα σπασμένο κουπί και άρχισε να φωνάζει για να τους αντιληφθούν.
Δυστυχώς, όμως, το σκάφος απομακρύνθηκε χωρίς να τους αντιληφθή, για να έρθει, τελικά, η σωτηρία από το αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης», που έφτασε, στις 8.30 το πρωί, για παροχή βοήθειας.
Τρεις ώρες αργότερα το αντιτορπιλικό ξεκινούσε για τα Μέγαρα.
Ωστόσο, ο τρόμος παραμόνευε. Πριν απομακρυνθεί από την περιοχή το «Κουντουριώτης» εμφανίστηκε ένα γερμανικό βομβαρδιστικό, το οποίοι προσπάθησε να χτυπήσει το πολεμικό πλοίο.
Ομως, τώρα ο Γερμανός πιλότος δεν είχε να κάνει με ένα ανυπεράσπιστο πλωτό νοσοκομείο αλλά με ένα αντιτορπιλικό του Ναυτικού μας, έτοιμο για μάχη.
Πραγματικά, το «Κουντουριώτης» απάντησε στα γερμανικά πυρά με τα αντιαεροπορικά του και ελισσόμενο, με ταχύτητα 25 μιλίων, απέφυγε την επίθεση.
Μέχρι να φτάσει στα Μέγαρα τα αντιαεροπορικά του «Κουντουριώτη» έριχναν συνεχώς αποφεύγοντας τρεις διαδοχικές επιθέσεις...
Δημήτρης Μελετόπουλος
Ο κυβερνήτης έχασε τη ζωή του σώζοντας ναυαγούς
Ο ηρωικός κυβερνήτης του πλωτού νοσοκομείου «Αττική» Δημήτρης Μελετόπουλος έχασε τη ζωή του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασώσει όσους περισσότερους ναυαγούς μπορούσε.
Ο ηρωικός κυβερνήτης προερχόταν από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και είχε υπηρετήσει, επί σειρά ετών, σε διάφορες θέσεις στο τότε Βασιλικό Ναυτικό, παίρνοντας μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και σε θαλάσσιες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της μικρασιατικής εκστρατείας.
Μετά την επιστράτευση του Οκτώβρη του 1940, ο Μελετόπουλος επέστρεψε στην ενέργεια, με τον βαθμό του έφεδρου πλοιάρχου και όπως προκύπτει από έγγραφα του Ναυτικού, από τους πρώτους μήνες του 1941 είχε τοποθετηθεί κυβερνήτης του πλωτού νοσοκομείου «Αττική».
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, τηρώντας πιστά τις παραδόσεις του ελληνικού Ναυτικού, τη μοιραία μέρα εγκατέλειψε τελευταίος το πλοίο και επιβιβάστηκε σε μια βάρκα που κινδύνευε να βυθιστεί.
Το κρύο ήταν ισχυρό και τουλάχιστον 20 άνθρωποι βρίσκονταν στη θάλασσα απροστάτευτοι.
Τότε ο κυβερνήτης «επρότεινε να ριφθούν στη θάλασσα όσοι μπορούσαν να κολυμπήσουν».
Ηταν ο μόνος τρόπος ώστε η βάρκα να «ελαφρώσει» από βάρος και να παραμείνει περισσότερη ώρα στην επιφάνεια, με οπλίτες και νοσοκόμες της Δράμας που δεν ήξεραν να κολυμπούν.
Χωρίς χρονοτριβή ο Μελετόπουλος βούτηξε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει. Τον ακολούθησε μια νοσοκόμα ονόματι Τζώρτζη, ο υποδιευθυντής του νοσοκομείου Νικηφόρος Σπινέλλης και αρκετοί άλλοι.
«Οι δύο πρώτοι εκολυμπούσαν προς όλας τας διευθύνσεις και βοηθούσαν τους ναυαγούς οδηγούντες άλλους προς την ημιβυθισμένην βάρκα κι’ άλλους προς τις σχεδίες.
Πολλοί κουρασμένοι και μη δυνάμενοι να κολυμπήσουν πλέον υπέκυπταν εις το μοιραίο ή επνίγοντο παρασυρόμενοι από τα κύματα», έγραφε στο ατομικό ημερολόγιό της η προϊσταμένη νοσοκόμα Ε. Σπηλιοπούλου.
Εκεί έχασαν τη ζωή τους ο Σπινέλλης και ο διαχειριστής του νοσοκομείου Δράμας, συνταγματάρχης Δαγαρόπουλος.
«Ο κυβερνήτης Μελετόπουλος, αφού σαν καλός στρατιώτης και ναύτης εβοήθησε τους πάντας, άρχισε να κολυμπά προς την διεύθυνσιν του σκάφους, με τον σκοπόν ν’ ανέβη επ’ αυτού. Η αδελφή Τζώρτζη βλέπουσα τον κίνδυνον που τον απειλούσε άρχισε να τον παρακαλή να μεταβάλη γνώμη και να γυρίσουν μαζί στη βάρκα», έγραφε η προϊσταμένη.
Δυστυχώς, όμως, ο ηρωικός κυβερνήτης δεν άλλαξε γνώμη και συνέχισε να κολυμπάει μαζί με τη νοσοκόμα προς το μισοβυθισμένο πλοίο.
Τότε, έδειξε για μια ακόμα φορά το μεγαλείο της ψυχής του, καθώς «αισθανόμενος τας δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν επρότεινε στην αδελφή Τζώρτζη να επιστρέψη και να σωθή αυτή, για να είναι έτσι τελείως ήσυχος και ευτυχής ότι έσωσε τους περισσότερους».
Ετσι, ο κυβερνήτης συνέχισε να κολυμπάει προς το πλοίο, ενώ η νοσοκόμα τον παρακολουθούσε εξακολουθώντας να τον παρακαλεί να επιστρέψει. Μάταια. Σε λίγο άκουσε κάτι σαν ρόγχο.
Με όση δύναμη της απέμενε η νοσοκόμα πλησίασε τον κυβερνήτη και διαπίστωσε ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του κι ότι παρασυρόταν από τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα, τυλιγμένος στο σωσίβιό του.
Τον άρπαξε τότε από το χέρι και προσπάθησε να τον τραβήξει προς τη στεριά. Ομως, ήταν πλέον νεκρός.
Ο ηρωικός αξιωματικός, όπως επιθυμούσε, έκλεισε τα μάτια του αφού έσωσε όσους περισσότερους ναυαγούς μπορούσε.
Οπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής («Ακρόπολις» 14.4.1941), η κηδεία του πλοιάρχου Δημ. Μελετόπουλου έγινε το πρωί της Κυριακής 13.4 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία τιμητικού αγήματος του Ναυτικού, του δημάρχου Αθηναίων Πλυτά, αντιπροσωπείας αξιωματικών του Ναυτικού και άλλων.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας