«Δύο μόνα υπάρχουσι γυναικεία επαγγέλματα, το της οικοκυράς και της εταίρας»
Μια θυελλώδης δημοσιογραφική αντιπαράθεση έφερε, τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, στο προσκήνιο το «γυναικείο ζήτημα».
Μέχρι τότε η συντηρητική ελληνική κοινωνία επέμενε να κλείνει τα μάτια, αρνούμενη να δεχτεί την ύπαρξη οποιουδήποτε ζητήματος, παρότι μερικές μορφωμένες γυναίκες είχαν αρχίσει να διεκδικούν δικαιώματα στον τομέα της εκπαίδευσης και στην εργασία.
Μάλιστα, με ηγέτιδα την Καλλιρρόη Παρρέν, είχαν συσπειρωθεί γύρω από ένα έντυπο με τον τίτλο «Εφημερίς των Κυριών», που κατά σύμπτωση το πρώτο φύλλο εκδόθηκε στις 8 Μαρτίου 1887, πολλά χρόνια πριν φανταστεί κανείς ότι αυτή η μέρα θα αναγνωριζόταν ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.
Παρά το «τείχος» που συναντούσαν οι γυναίκες κατάφεραν μέσα σε τρία χρόνια (1890) μία ιστορικής σημασίας νίκη, την είσοδο της πρώτης Ελληνίδας φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Φυσικά, αυτή η κατάκτηση δεν αρκούσε για να... χαλαρώσει το καταπιεστικό πλέγμα των ανισοτήτων σε βάρος των γυναικών στην εργασία, στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, στα πολιτικά δικαιώματα και στην κοινωνική ζωή, που συγκροτούσαν επί δεκαετίες το λεγόμενο «γυναικείο ζήτημα».
Πάντως, το 1896 ένα αντιφεμινιστικό άρθρο του συγγραφέα και κριτικού Εμμανουήλ Ροΐδη όχι μόνον προκάλεσε μεγάλη δημόσια συζήτηση για τη γυναικεία χειραφέτηση, αλλά έδωσε αφορμή να τεθούν και θέματα-ταμπού, όπως ήταν η κατάργηση της προίκας.
Εκείνη την εποχή η Αθήνα ζούσε στον απόηχο των επιτυχημένων πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ σε ξένα κράτη, όπως σε Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ, υπήρχαν γυναικείες κινητοποιήσεις για δικαιώματα στην εργασία, την πολιτική ζωή κ.ά.
Το άρθρο του συγγραφέα της «Πάπισσας Ιωάννας», Εμμ. Ροΐδη, δημοσιεύτηκε στις 28 Απριλίου 1896, στην εφημερίδα «Ακρόπολις», με τίτλο «Αι γράφουσαι Ελληνίδες».
Η εφημερίδα, αναγγέλλοντας την έναρξη της συνεργασίας με τον συγγραφέα, έπαιρνε αποστάσεις από τις απόψεις του σημειώνοντας ότι η μελέτη του είναι εμπνευσμένη «εξ αρχών όλως αντιθέτων προς τα περί χειραφεσίας των γυναικών νέα δόγματα».
Μάλιστα, προέβλεπε -σωστά- πως «θα εγείρη αληθή θύελλαν μεταξύ του γυναικείου κόσμου του ασχολούμενου με την φιλολογίαν και τα γράμματα».
Το κείμενο είχε το πλήρες «αποτύπωμα» του Ροΐδη, πολύ καλή γραφή, που έλκει τον αναγνώστη, και ειρωνεία.
Ετσι, ενώ φαινομενικά επρόκειτο για την κριτική ενός παιδικού βιβλίου της Αρσινόης Παπαδοπούλου (1853-1943), στην πραγματικότητα ο συγγραφέας έκανε δριμεία επίθεση στον φεμινισμό, στις φεμινίστριες και προσωπικά στην Καλλιρρόη Παρρέν και σε άλλες συνεργάτιδες της «Εφημερίδος των Κυριών».
Οπως έγραφε, αναγνώριζε στις γυναίκες ως χαρίσματα μόνο «την λεπτότηταν, την χάριν, την φιλοκαλίαν, την ευαισθησίαν ή και την πονηρίαν».
Παρακάτω, δε, διατύπωνε απόψεις όπως:
«Ουδ’ αρνούμεθα εις τας γυναίκας και την κρίσιν, πιστεύοντες απεναντίας ότι η μικροτέρα αυτών διάνοια είναι καταλληλοτέρα της ανδρικής προς εκτίμησιν μικρών ζητημάτων».
«Δύο μόνα υπάρχουσι γυναικεία επαγγέλματα, το της οικοκυράς και της εταίρας», υιοθετώντας ρήση του Γάλλου συγγραφέα Προυδών, όπως τον αναφέρει τον Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-1865).
«Από τας γράφουσας ουδέν άλλο ζητούμεν παρά ν' αποδεικνύωνται εξ ίσου έξυπναι, χαρίεσσαι, ευαίσθητοι ή και πονηραί, φιλοσκώμμονες [= τους αρέσει να κοροϊδεύουν], κακόγλωσσοι και διασκεδαστικοί όταν γράφωσιν, όσον είναι και όταν ομιλώσι».
Παρομοιάζει τις γυναίκες που διεκδικούν «πνευματικήν, κοινωνικήν και επαγγελματικήν αφομοίωσιν προς τους άνδρας» με «γιγάντισσας, αθλητρίας ή και γενειοφόρους γυναίκας», που βλέπουν στα πανηγύρια και δεν αρέσουν σε κανέναν.
Ακόμα, υποστήριζε ότι δεν υφίσταται γυναικείο ζήτημα στην Ελλάδα και κατέκρινε την «Εφημερίδα των Κυριών» διότι στις στήλες της γινόταν «πολύ περισσότερο λόγος περί κοινωνικών ζητημάτων […] παρά περί εργοχείρων και μαγειρικής»…
Το άρθρο, όπως έγραφε δύο ημέρες αργότερα η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» (φ. 30.4.1896), «αναστάτωσε τον φιλολογικόν κόσμον».
Γι’ αυτό, αυτή η εφημερίδα ξεκίνησε να δημοσιεύει σειρά συνεντεύξεων, που τις υπέγραφε ένας συντάκτης με το ψευδώνυμο «Μποέμ», πιθανότατα ο Δημήτρης Χατζόπουλος (1872-1936).
Πρώτη ήταν της Καλλιρρόης Παρρέν, της πρωτοπόρου Ελληνίδας φεμινίστριας και της γυναικείας δημοσιογραφίας στη χώρα.
Η Παρρέν ήταν ιδιαίτερα αιχμηρή προς τον Ροΐδη, ενώ για το γυναικείο ζήτημα, αφού υπενθύμιζε πως εκείνος θεωρούσε ότι δεν υπάρχει, τόνιζε: «Πόσον απατάται».
«Εγώ ηξεύρω τι γίνεται εν Αθήναις, ανέφερε. Πόσοι οικογενειάρχαι έχουν τόσας γεροντοκόρας και δεν ηξεύρουν τι να τις κάμουν, πόσαι κόραι και μητέρες ορφαναί, υπαλλήλων και ανωτέρων αξιωματικών, υποφέρουν σήμερον διότι δεν δύνανται να εργάζωνται. Βεβαιωθήτε ότι το γυναικείον ζήτημα υπάρχει εν Ελλάδι, διότι υπάρχουν γυναίκες. Και τας αξιώσεις των πρέπει να τας σεβασθή ο κόσμος». [εφ. «ΣΚΡΙΠ» 1.5.1896]
Ακολούθησαν και άλλες συνεντεύξεις γυναικών, με μία από αυτές να δικαιώνει απολύτως τον Ροΐδη σε ό,τι αφορά τη χειραφέτηση, ενώ άλλες λόγιες ήταν πιο μετριοπαθείς στις απόψεις τους.
Μερικές χαρακτηριστικές αναφορές ήταν οι εξής:
«[…] Η χειραφέτησις των γυναικών; Αστείον. Ο κ. Ροΐδης έχει δίκαιον. Ποία χειραφέτησις; Εν τη πολιτική; Τα πράγματα λαμβάνουν ούτω κωμικήν χροιάν. Εν τη κοινωνία; Τα πράγματα λαμβάνουν σοβαρό χαρακτήρα. Η γυνή δεν οφείλει να έβγη από το σπίτι της. Κοινωνία δι’ αυτή είναι ο οίκος της. […] Βγάλτε έξω από το σπίτι την γυναίκα δεν είναι γυναίκα πλέον»,
Ελένη Κανελλίδου, σύζυγος του Πέτρου Κανελλίδη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Καιροί».
«Εν Ελλάδι σήμερον τουλάχιστον δεν έχει κανένα λόγο συμφώνως με τα ήθη μας και τας έξεις μας. Αργότερα αγνοώ τι ημπορεί να γίνη»,
Σωτηρία Αλιμπέρτη (1847-1929), δασκάλα και συνεργάτις της «Εφημερίδας των Κυριών».
«Ποία χειραφέτησις; Εν Ελλάδι δεν υπάρχει πάλη μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αλλά αφού θέλουν να λάβουν ενεργό μέρος αι γυναίκες, ποίος τας ημπόδισε; Κανείς. […] Ο κ. Ροΐδης νομίζει ότι η γυνή πρέπει να καταγίνεται και να περιποιήται μόνο τον οίκο της και να γνέθη τα μαλλιά της»,
Σεβαστή Καλλισπέρη (1858-1953), δασκάλα, η οποία ίδρυσε πολλές «Εταιρείες Κυριών».
Στο μεταξύ, η «Εφημερίς των Κυριών» δημοσιεύει (5.5.1896) τη δική της απάντηση, γραμμένη διά χειρός Καλλιρρόης Παρρέν.
Εκεί σημειώνεται ότι στη Γαλλία μετά το 1840 λήφθηκαν νομοθετικά μέτρα ώστε η γυναίκα από μια κούκλα (πλαγγόνα), που περνούσε άσκοπα τη ζωή της στις αίθουσες δεξιώσεων, να γίνει χρήσιμη και ωφέλιμη στην οικογένειά της και στο έθνος.
«Αλλ’ εις ημάς δεν συμβαίνει ό,τι συνέβαινε τότε εις την Γαλλικήν πρωτεύουσαν. Ημείς ούτε πολιτικήν ψήφον διεξεδικήσαμε, ούτε προνόμια επίσημα εν τη πολιτεία επιζητούμεν, ούτε θέσεις καν επιφανείς και αξιώματα. Ημείς έν επιδιώκομεν: την διά εντίμου και αξιοπρεπούς εργασίας εξασφάλισιν του άρτου των γυναικών, αίτινες ένεκα του δυσεπιτεύκτου σήμερον καταστάντος γάμου, δι’ έλλειψιν προικός, κινδυνεύουν να αποθάνουν της πείνης».
Παρακάτω, για τη ρήση του Γάλλου συγγραφέα σχετικά με τα επαγγέλματα των γυναικών (οικοκυρά ή εταίρα), αναφέρεται:
«Ωστε όλοι σεις οι Ελληνες πατέρες και αδελφοί, οι εντίμως ανατρέφοντες και εκπαιδεύοντες τας θυγατέρας σας, οι εις την υγιά μόρφωσιν, ην δύνασθε να παράσχητε εις αυτάς σήμερον στιρίζοντες τας του μέλλοντός των ελπίδας σας, αφού δεν έχετε χρήματα, αφού δεν έχετε προίκα, ίνα αποκαταστήσετε αυτάς οικοκυράς, ετοιμασθήτε να τας προορίσητε διά το επάγγελμα, το οποίον ο κ. Ροΐδης θεωρεί ως μόνον κατάλληλον διά τας μη οικοκυράς γυναίκας!»
Ωστόσο, το θέμα δεν έκλεισε εδώ. Ο Ροΐδης σε συνέντευξή του στο «ΣΚΡΙΠ» (φ. 8.5.1896) καλείται να σχολιάσει την απάντηση της «Εφημερίδος των Κυριών» και αρκείται να πει, προκλητικά, πως το ύφος της ήταν ανάλογο του τρόπου με τον οποίο μιλάνε στη Γαλλία «αι harengeres» (= χυδαίες γυναίκες).
Λίγες μέρες αργότερα, ο ίδιος θα επανέλθει με νέο άρθρο, με τίτλο «Αι απόστολοι της γυναικείας χειραφετήσεως», με το οποίο επιτίθεται πάλι κατά των φεμινιστριών, θεωρώντας ότι το μόνο που ζητούν είναι ισότητα με τον άνδρα στον έρωτα, υπονοώντας σαφώς τον μεγάλο αριθμό ερωτικών συντρόφων (Εμμανουήλ Ροΐδης, «Απαντα», εκδόσεις «Ερμής» 1978, Τόμος Ε', σελ. 258).
«[…] Και ο αριστοκράτης αυτός, ο με κυανούν αίμα κριτικός, καταφεύγει εις το χυδαιότερον υβρεολόγιον του τόπου και της γλώσσης, εξ ης αντλεί τας κριτικάς εμπνεύσεις του, όπως απαντήση εις ό,τι εγράφη αληθές, πραγματικόν, σοβαρόν εις βάρος της κριτικής του», ανέφερε στην ανταπάντησή της η «Εφημερίς των Κυριών» (φ. 12.5.1896).
Στο θέμα παρεμβαίνουν και άλλοι αρθρογράφοι εφημερίδων.
Ο Δ. Οικ. Καλαποθάκης, μετέπειτα ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Εμπρός», σε άρθρο του στην «Ακρόπολη» (8.5.1896), κάνει κριτική στον Ροΐδη, που χρησιμοποιούσε ως παράδειγμα τη Γαλλία, γράφοντας:
«[…] Αλλ’ οι κύριοι Γάλλοι και μετ’ αυτών ο ημέτερος κ. Ροΐδης δεν εννοούσι την φιλολογίαν και την τέχνην ελευθέραν απόλυτον, απέραντον. Σκληρότεροι των αρχαίων Αιγυπτίων θέλουσι την εργασίαν ταύτην κληρονομικήν ουχί μόνο εις τάξεις αλλά και εις φύλα. Επιδιώκουσι τυραννίαν αυθαίρετον ουχί μόνον εν των οίκω αλλά και εν τη διανοία».
Τις ίδιες μέρες (10.5.1896) η εφημερίδα «Το Αστυ», του Θ. Αννινου, σε ρεπορτάζ για ένα γυναικείο συνέδριο αναφέρει ότι «το πράγμα [το γυναικείο ζήτημα] είναι περισσότερον σπουδαίον αφ’ ό,τι δύναται τις να φαντασθή» και πως στην Ευρώπη «υπάρχει ζήτημα γυναικείον φλέγον […], το οποίον αργά ή γρήγορα θα έχη κάποιαν έκρηξιν και κάποιον αποτέλεσμα».
Η ίδια εφημερίδα φιλοξένησε (12.5.1896) επιφυλλίδα του Γρηγόρη Ξενόπουλου, με τίτλο «Η γράφουσα Ελληνίς» και με υποσημείωση «Δεν αφιερούται τω κ. Ροΐδη», στην οποία σατιρίζονταν οι απόψεις του Ροΐδη.
Αλλωστε ο Ξενόπουλος, όπως οι Παλαμάς, Καρκαβίτσας, Ραγκαβής και άλλοι προοδευτικοί λόγιοι, ήταν από αυτούς που αντιμετώπισαν με συμπάθεια τα γυναικεία θέματα και συμπαραστάθηκαν.
Στους συμπαραστάτες των γυναικών πρέπει να προστεθεί και ο ιδιοκτήτης της «Ακροπόλεως», Βλάσης Γαβριηλίδης, που με σειρά άρθρων, από τις 16 έως και τις 23 Ιουνίου, τα οποία υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Ριζοσπάστης», έθεσε με εξαιρετικό τρόπο όλες τις πτυχές του γυναικείου ζητήματος.
Η Παρρέν σχολίασε σε άρθρο της ότι ο «Ριζοσπάστης» «επραγματεύθη [το θέμα] en maitre [= κύριος, βιρτουόζος] με δύναμιν λόγου και επιχειρημάτων ακαταγώνιστων, με ευρύτητα ιδεών και θεωρίας πολύ τολμηράς, αλλά και πολύ βασίμους», για να παρατηρήσει σκωπτικά ότι εάν τα ίδια γράφονταν από γυναίκα θα εξοριζόταν από την Αθήνα… («Εφημερίς των Κυριών», φ. 7.7.1896).
Στην αρχή της μελέτης του Γαβριηλίδη, η οποία κυκλοφόρησε το 1921 σε βιβλίο, με τίτλο «Αι γυναίκες», ετίθεντο καίρια ερωτήματα, όπως:
«Η γυνή είναι μόνον γυνή ή και άνθρωπος συγχρόνως;»
Είναι σωστό «το λεγόμενον και μασσώμενον υπό ανδρών και γυναικών, ότι η γυνή είναι μόνο μήτηρ και μόνο σύζυγος και μόνον αδελφή και μόνον οικοκυρά και τίποτε άλλο;»
Παρακάτω ο θεωρούμενος και πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας «άνοιγε» μεγάλα ζητήματα, όπως η «κενή» ζωή πολλών γυναικών, η καταπιεστική υποχρέωση του αδελφού να παντρέψει όλες τις αδελφές, η προίκα κ.ο.κ. για να προβλέψει και να θέσει ως αιτήματα:
«Αργά ή ογλήγορα η γυνή θ’ αποκτήση και τα πολιτικά της δικαιώματα».
Για πρώτη φορά οι γυναίκες ψήφισαν στις 28 Φεβρουαρίου 1932, σε επαναληπτικές δημοτικές εκλογές στον Πειραιά. Στις άλλες πόλεις ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934.
«Το πρώτον, το οποίον θα καταργηθή, θα είναι η προιξ, βάρβαρον σύμβολον βαρβάρου εποχής. Προικός μη υφισταμένης, ο γάμος θα είναι συμπάθεια, ευλογία, ευτυχία. Τίποτε άλλο. Ούτε εμπόριον, ούτε παζάρι, ούτε φιλοδοξία, ούτε απόκτησις ονόματος. Θα γίνεται μετά της αυτής ευκολίας, μετά της οποίας και ξεγίνεται».
Δυστυχώς, ο αναχρονιστικός θεσμός και η αλλαγή του ονόματος για τη γυναίκα καταργήθηκαν στην Ελλάδα μόλις το 1983!
Θα απλοποιηθεί η γυναικεία ενδυμασία, σε ένα κοντό παντελόνι και μια ζακέτα. Νομοθετική προστασία της εργασίας της γυναίκας.
«Το σύνθημα πρέπει να είναι: Αλλη ανατροφή, άλλαι γυναίκες. Αλλαι γυναίκες, άλλος κόσμος», σημείωνε ο Βλάσης Γαβριηλίδης.
Η «εμπορική συμφωνία» για τον γάμο
Ο αναχρονιστικός θεσμός της προίκας αποτέλεσε, για δεκαετίες, μεγάλο βραχνά για τις οικογένειες των κοριτσιών, ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδηματικά τάξεων, αλλά και μια ντροπιαστική διαδικασία μετατροπής του γάμου σε οικονομική συναλλαγή.
Μάλιστα η «εμπορική συμφωνία» ολοκληρωνόταν με συμβολαιογραφική πράξη, το λεγόμενο «προικοσύμφωνο», σε πολλά από τα οποία αποτυπωνόταν ξεκάθαρα η συναλλαγή, με συμφωνίες για καταβολή χρημάτων σε δόσεις, ρήτρα για τον χρόνο τέλεσης του γάμου κ.λπ.
Απόλυτα χαρακτηριστικό είναι ένα προικοσύμφωνο που συντάχτηκε τον Νοέμβριο του 1925. Από τη μια πλευρά ήταν η νύφη με τον αδελφό της και από την άλλη ο γαμπρός.
Οπως αναφέρεται, η γυναίκα για να γίνει ο γάμος της «αυτοπροικίζεται» και έδωσε στον γαμπρό 500 δραχμές σε μετρητά και διάφορα «προικιά», όπως μία ραπτομηχανή, εσώρουχα κ.ά.
Παράλληλα, ο αδελφός της ανέλαβε τη δέσμευση να καταβάλει στον γαμπρό 25.000 δραχμές, σε δόσεις των 1.500 δραχμών τον μήνα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι για τυχόν καθυστέρηση καταβολής κάποιας δόσης υπήρχε… ρήτρα, που προέβλεπε ότι όλο το ποσό θα καταστεί ληξιπρόθεσμο και θα πρέπει να καταβληθεί τη μέρα της τέλεσης του γάμου.
Στο μεταξύ, όπως αναφέρεται, παρενέβη ο πατέρας του γαμπρού που εγγυήθηκε ότι θα γίνει ο γάμος και συμφωνήθηκε να τελεστεί εντός 10ημέρου. (Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Γεωργίου Κ. Γκάστη, Φάκελος 005, Τεκμήριο 1072 Προικοσύμφωνο 11.11.1925)
Αλλα προικοσύμφωνα ήταν πραγματικά εμπορικές πράξεις, με όρους, ρήτρες και προϋποθέσεις, ακόμα και εάν το… διακύβευμα ήταν το ένα όγδοο εξ αδιαιρέτου παλαιάς οικίας στην οδό Ηπείρου στην Αθήνα. (Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Γεωργίου Κ. Γκάστη, Φάκελος 060, Τεκμήριο 14913, 9.9.1942)
Βέβαια, ορισμένες φορές υπήρχαν ρήτρες και για την περίπτωση της αθέτησης της υπόσχεσης γάμου, όπως αυτές που είχαν τεθεί σε προικοσύμφωνα στη Χίο (1914) και όριζαν πως εάν με ευθύνη του γαμπρού δεν γινόταν ο γάμος θα πλήρωνε ως αποζημίωση στη νύφη 50 οθωμανικές λίρες ή 25 λίρες κ.ο.κ. (Ι. Αρχεία Ν. Χίου, Νοταριακός Κώδικας Χίου, Φάκελος 1025)
Είναι, πάντως, χαρακτηριστική η απαρίθμηση «προικιών» που γινόταν σε πολλά προικοσύμφωνα.
Για παράδειγμα, σε ένα τυπικό προικοσύμφωνο του 19ου αιώνα διαβάζουμε ότι ο γαμπρός θα έπαιρνε μεταξύ άλλων:
«[…] 3) μανδηλάκια ανδρικά έξ. 4) δακτυλίδια μαλαματένια δύο. 5) ενώτια (βεργίτης) ζεύγος έν. 6) [δυσανάγνωστο]. 7) φουστάνια διαφόρων ειδών δέκα. 8) μεσοφόρια δύο, 9) υποκάμισα γυναικεία διαφόρων ειδών μεταξωτά και βαμβακερά δεκαεννέα, 10) σαλιβάρια πέντε, 11) μποξάδες πέντε, 12) σεντόνια πέντε, 13) τραπεζομανδήλας τρεις […]»
Παρακάτω αναφέρονταν αναλυτικά τα κτήματα που θα δίνονταν στον γαμπρό αλλά και 500 δραχμές σε μετρητά, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. (ΓΑΚ/Ν. Λακωνίας, συμβολαιογράφος Σπάρτης Κωνσταντίνος Δημόπουλος, Φάκελος 013, Τεκμήριο 3603, Προικοσύμφωνο 3.2.1868)
Σε άλλο προικοσύμφωνο, που έχει συνταχθεί στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Ηπειρο, εκτός από την προίκα… κατοχυρώνεται ότι ο γαμπρός μετά την τέλεση του γάμου θα «προσληφθή ισόγαμβρος εις την οικίαν του προικοδότου και συζή μετ' αυτού εις την εν […] οικίαν του προικοδότου, εν μιά οικογενεία και εν συμπνεία και αρμονία». (Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, Συμβολαιογραφικό αρχείο Δημητρίου Κ. Λιάσκου, Φάκελος 010. Τεκμήριο 3656 Προικοσύμφωνο 29.10.1916).
Το «άβατο» του Πανεπιστημίου
Καθηγητές σε νευρική κρίση αλλά και ρόλο Πόντιου Πιλάτου
Το πρώτο «άβατο» στο οποίο πέρασαν οι Ελληνίδες ήταν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην πραγματικότητα η σημασία αυτής της νίκης ήταν πολλαπλή, διότι εκτός από την κατάκτηση του δικαιώματος στην ανώτατη εκπαίδευση άρχιζε:
Να αναγνωρίζεται η ανάγκη δημιουργίας σχολείων μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσια) για κορίτσια και να εμπεδώνεται η συνύπαρξη μέσα στις τάξεις αγοριών και κοριτσιών.
Οι πρώτες προσπάθειες για την είσοδο κοριτσιών στο Πανεπιστήμιο ξεκίνησαν το 1879, κατ’ άλλες πηγές το 1886-87.
Οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί ήταν ελάχιστες, αλλά όλες απορρίπτονταν. Κάποια από αυτά τα κορίτσια, όπως η Σεβαστή Καλλισπέρη, δεν πτοήθηκαν και έχοντας την οικονομική δυνατότητα σπούδασαν στη Γαλλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1890 μια 15χρονη κοπέλα, η Ιωάννα Στεφανόπολι, κόρη του Ελληνογάλλου δημοσιογράφου Αντώνιου Στεφανόπολι, εκδότη της γαλλόφωνης εφημερίδας «Messager d' Athènes» («Ο αγγελιαφόρος της Αθήνας»), έκανε αίτηση για να γίνει δεκτή στη Φιλοσοφική Σχολή.
Σύμφωνα με το βιογραφικό της, που δημοσιεύτηκε στις 21 Οκτωβρίου 1890 στην «Εφημερίδα των Κυριών», τα πρώτα γράμματα τα έμαθε σε κατ' οίκον διδασκαλία από μια θεία της.
Σε ηλικία 10 ετών εισήχθη στο Παρθεναγωγείο, που λειτουργούσε στην Αθήνα υπό τη διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και παρακολούθησε τα μαθήματα των ανώτερων τάξεων με εξαιρετικές επιδόσεις.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στο Παρθεναγωγείο και καθώς δεν υπήρχε Γυμνάσιο Θηλέων, η Ιωάννα Στεφανόπολι συνέχισε να διδάσκεται από καθηγητές στο σπίτι, και τον Ιούνιο του 1889 συμμετείχε σε απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου, όπου διακρίθηκε με τον υψηλότερο βαθμό ανάμεσα σε 60 μαθητές.
Πολλά χρόνια αργότερα, η ίδια σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ημέρα» (φ. 20.9.1931) θα πει ότι η ιδέα για να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο ήταν του πατέρα της, που τελικά έπεισε και τη μητέρα της.
Η αίτησή της εξετάστηκε από τη Σύγκλητο στη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1890 και αποφασίστηκε να ζητηθεί η γνώμη των καθηγητών της Νομικής Σχολής.
Η «Νέα Εφημερίς» γράφοντας την είδηση σχολιάζει (26.9.1890) ότι «μετά μεγίστης ανυπομονησίας περιμένεται η απόφασις της συγκλήτου εις την αίτησιν της δεσποινίδος Στεφανόπολι, όπως εγγραφή εν τη φιλοσοφική σχολή».
Ωστόσο, σημειώνεται ότι «το Πανεπιστήμιον δεν φαίνεται ακόμη κατάλληλον, όπως συγκαταλέξη εις τας τάξεις και ακροατάς εκ του ωραίου φύλου».
Στις 6 Οκτωβρίου η σύγκλητος συνεδριάζει ξανά και ο πρύτανης Γεώργιος Μιστριώτης ανακοινώνει πως «η Νομική σχολή απεφάνθη ότι εκ του νόμου δεν υπάρχει κώλυμα προς εγγραφήν νεάνιδος εν τω μητρώω του πανεπιστημίου».
Ωστόσο, ο συντηρητικός πρύτανης εμφανίζεται διστακτικός να αποδεχτεί την εγγραφή της κοπέλας λέγοντας ότι «η λύση του ζητήματος υπό κοινωνικήν έποψη, ανήκει μόνον εις το κοινοβούλιον», ενώ θέτει και θέμα διασάλευσης της τάξης:
«Υπολείπεται το ζήτημα της τάξεως. Αλλά δυνάμεθα […] να απαγορεύσωμεν την εγγραφήν μαθητριών εις το μητρώον, πράγμα το οποίο δεν απαγορεύει ο νόμος; Αθηναίες ορμούντας εκ φιλομαθείας, αλλά φοβούμαι και κακών αρχών» (Πρακτικά συνεδρίασης της συγκλήτου του ΕΚΠΑ).
Την άποψη Μιστριώτη αντικρούει ο καθηγητής της Ιατρικής, Παναγιώτης Κυριακός, που θεωρεί ότι αφού δεν υπάρχει νομικό πρόβλημα πρέπει να γίνει η εγγραφή και -όπως λέει- «αν κατόπιν εγερθή σκάνδαλον δύναται [η σύγκλητος] να την αποπέμπψη».
Επίσης, σημειώνει ότι επειδή στο παρελθόν λήφθηκαν ορισμένες αποφάσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουν να ισχύουν.
Ενας άλλος συγκλητικός (Καλατζής) θεωρεί σημαντικό το ενδεχόμενο διασάλευσης της τάξεως, ενώ ο Αρεταίος προτείνει να ερωτηθεί η κυβέρνηση. Σε αυτό διαφωνεί ο Κυριακός λέγοντας ότι η σύγκλητος μπορεί να δώσει λύση.
Ο Διομήδης Κυριακός ανέφερε ότι η Φιλοσοφική «ρέπει υπέρ της απορρίψεως», καθώς «[…] και κοινωνικώς εξετάζων το ζήτημα δεν πρέπει να λησμονώμεν τα καθ' ημάς και την Ελλάδι κοινωνικήν θέσιν της γυναικός, αύτη δεν δύναται να εργάζεται και συναναστρέφεται μεθ’ ανδρών εν τη αγορά, ως εις Ευρώπη συμβαίνει».
Τελικά, λαμβάνεται κατά πλειοψηφία η απόφαση να ερωτηθεί η κυβέρνηση.
Ετσι, λίγο πριν από τις εκλογές της 20ής Οκτωβρίου 1890, ο υπουργός Παιδείας της απελθούσας κυβέρνησης Χ. Τρικούπη, Αθανάσιος Κανακάρης, μετέπειτα δήμαρχος Πατρών, πήρε την ιστορική απόφαση εγκρίνοντας την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο της πρώτης Ελληνίδας.
Οσο για την αντιμετώπιση των συμφοιτητών της, η ίδια είχε πει:
«Στην αρχή με κοίταζαν σαν περίεργο φαινόμενο, αλλά δεν άργησαν να συνηθίσουν την παρουσία μου στις παραδόσεις και μου εφέροντο όλοι διακριτικότατα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας