«Ενα πρωινό του τέλους του 1943, ο Γερμανός φρούραρχος Behrens κάλεσε τον δήμαρχο Λουκά Καρρέρ. Βάζοντας το πιστόλι στο στήθος του δημάρχου αξίωσε να του παραδώσει κατάλογο των οικογενειών των Εβραίων της Ζακύνθου.
Προσπάθησε να εξηγήσει ο δήμαρχος πως ήταν κι αυτοί δημότες του που δεν διέφεραν από τους άλλους δημότες και δεν μπορούσε να τους ξεχωρίσει.
Ο Φρούραρχος του φώναξε: "Αυτό απαιτώ κι αυτό θα κάνεις".
Οπως είπε αργότερα ο δήμαρχος: "Στην αμηχανία μου σκέφτηκα τον Δεσπότη. Τον γνώριζα για γενναίο και υπερπατριώτη τον Δεσπότη της Ζακύνθου, τον Χρυσόστομο Δημητρίου.
Κατέφυγα σ' εκείνον. Του τα εξιστόρησα με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Δεσπότης με θάρρος μου απαντά: “Δεν θα πας κανέναν κατάλογο στους Γερμανούς. Θα αναλάβω εγώ”».
Συνολικά 275 Εβραίοι ζούσαν στη Ζάκυνθο την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το νησί βρέθηκε υπό ιταλική κατοχή και όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν με τους συμμάχους, μεταφέρθηκαν εκεί περίπου 800 Γερμανοί στρατιώτες που ανέλαβαν τη διοίκηση αλλά και την οχύρωσή του, καθώς υπήρχε έντονος φόβος απόβασης τακτικού στρατού ή αντιστασιακών.
Σύντομα οι Γερμανοί ζήτησαν τον κατάλογο των Εβραίων της Ζακύνθου, όπως το έκαναν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και σε κάθε πόλη του κόσμου που κατακτούσαν.
Στο Ιόνιο, η εκκαθάριση αυτή έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1944, όταν τα Ες-Ες στοίβαξαν σε γερμανικά πλοία περίπου 2.000 Εβραίους από την Κέρκυρα κι άλλους 400 από την Κεφαλονιά και στη συνέχεια έβαλαν πλώρη για τη Ζάκυνθο.
Εν συνεχεία θα τους αποβίβαζαν στην Πάτρα, όπου με τα τρένα πλέον θα τους έστελναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εφαρμογή της «τελικής λύσης»-Endlösung.
Ο μητροπολίτης επισκέπτεται τόσο τον φρούραρχο όσο και τον στρατιωτικό διοικητή της Ζακύνθου και τους ενημερώνει πως θα είναι «έγκλημα μεγάλο η θανάτωση των Εβραίων της Ζακύνθου».
Ο φρούραρχος του απαντά πως δεν μπορεί να κάνει κάτι και στην επόμενη συνάντησή τους ο μητροπολίτης τού δίνει τη λίστα με τα ονόματα. Αυτή αποτελείται από το δικό του και εκείνο του δημάρχου.
Παρ' όλα αυτά και μπροστά στην άκαμπτη στάση των ναζί, παίζει το τελευταίο χαρτί του, ενημερώνοντας τον διοικητή πως είχε προσωπική επαφή με τον Χίτλερ το 1924, στο Μόναχο, στην πόλη όπου ήταν τότε ιερέας στην ορθόδοξη κοινότητα.
Κανείς δεν είναι σε θέση να βεβαιώσει αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση το χαρτί έπιασε τόπο.
Λίγες μέρες αργότερα η Ανώτατη Διοίκηση ενημερώνει τον φρούραρχο πως οι Εβραίοι της Ζακύνθου μπορούν να παραμείνουν στο νησί «υπ' ευθύνη του μητροπολίτη και του δημάρχου».
Η Ζάκυνθος ήταν η μοναδική πόλη στην Ελλάδα, ίσως και στον κόσμο, όπου ο πληθυσμός των Εβραίων έμεινε ανέπαφος από τη ναζιστική λαίλαπα.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο δήμαρχος ήταν τοποθετημένος στο αξίωμά του από τους Ιταλούς και προερχόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια του νησιού.
Ηταν μάλιστα υπεύθυνος στη μεταξική οργάνωση ΕΟΝ της Ζακύνθου πριν από τον πόλεμο, ενώ από την πλευρά του ο μητροπολίτης Χρυσόστομος -Πειραιώτης στην καταγωγή- είχε σπουδάσει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και δήλωνε φανατικός αντιβενιζελικός.
Η ιστορία της διάσωσης των Εβραίων της Ζακύνθου αλλά και η παρουσία τους στο νησί απ' τον 15ο έως τον 20ό αιώνα παρουσιάζεται αναλυτικά στο βιβλίο του Ζακυνθινού εκδότη Διονύση Βίτσου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα απ' τις εκδόσεις «Περίπλους».
Ο Διονύσης Βίτσος είναι απ' τους σημαντικότερους εργάτες των γραμμάτων στο νησί του Ιονίου και επί χρόνια εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό «Περίπλους», ενώ είναι πάντα έτοιμος να συμμετάσχει σε μια «μάντσια», με λίγα λόγια να αντιδικήσει, να κογιονάρει, να σολεντάρει, να επιχειρηματολογήσει για ένα θέμα που συνήθως έχει να κάνει με τα χούγια του νησιού και των ανθρώπων του.
Πολλές οι πηγές και οι μαρτυρίες, στις οποίες βασίστηκε ο συγγραφέας για να συγκεντρώσει την 500χρονη Ιστορία της παρουσίας των Ζακυνθινών Εβραίων στο νησί. Αναφέρει χαρακτηριστικά το περιστατικό που ο ξακουστός ποιητής Ούγος Φώσκολος -σε μικρή ηλικία- επιχείρησε με κάποιους φίλους του να ρίξουν το τείχος απ' το «Γιέτο» -το γκέτο- στο οποίο ήταν αποκλεισμένοι οι Εβραίοι από τους υπόλοιπους Ζακυνθινούς.
Σε άλλο σημείο διαβάζει κανείς για το εξωφρενικό «έθιμο» του καψίματος του Ιούδα το Πάσχα -έθιμο που δυστυχώς ακολουθείται σε πολλά μέρη ώς σήμερα- και πως κάποιοι «θερμόαιμοι» Ζακυνθινοί -με τις ευλογίες ορθόδοξων κληρικών- επιχείρησαν να το εφαρμόσουν στο σπίτι ενός επιφανή Εβραίου της εποχής.
Πρόκειται για ένα «έθιμο» που, για να είμαστε δίκαιοι, σταμάτησε έπειτα από παρέμβαση του επισκόπου του νησιού Διονυσίου Λάττα, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Απ' την άλλη πλευρά, υπάρχουν κι εκείνες οι μαρτυρίες που αποδεικνύουν πως εκτός από περιόδους μεγάλης έντασης, υπήρξαν κι άλλες, όπου χριστιανοί και Εβραίοι έζησαν και δημιούργησαν ειρηνικά για το καλό του τόπου τους.